Αν
δεν υπήρχαν κι αυτοί, η χώρα θα ‘χε
σταματήσει προ πολλού να δουλεύει και
η μηχανή θα είχε πια σκουριάσει. Με
συγκίνηση παρακολούθησα, την Πέμπτη 23
Αυγούστου, την εκπομπή της Γιολάντας
Τερέντσιο για το εργοστάσιο λιγνίτη
της Πτολεμαϊδας (και το άλλο του αμιάντου
που μόλις τώρα ξεκινούσε κάπου στη
Βόρεια Ελλάδα).
Η συγκίνηση ήρθε από την παρουσία των επαγγελματιών που μίλησαν στη δημοσιογράφο. Τους χάρηκα τους οδηγούς της τεράστιας μηχανής που έσκαβε το κοίτασμα, τους συντηρητές, τους εργάτες που, σεμνά και ολοκληρωμένα, χωρίς φανφαρονισμούς, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, κουλτουρο-δηλώσεις και κουλτουρο-συγκεντρώσεις δούλευαν για να βγάλουν το λιγνίτη.
Χάρηκα και την εικόνα του τεράστιου εργοστασίου με τους εντυπωσιακούς πύργους του, χάρηκα ακόμα και για το ένα εκείνο ανυπότακτο φουγάρο που έβγαζε περισσότερο καπνό από τ’ άλλα και μόλυνε την ατμόσφαιρα.
Κοιτώντας το έτσι στο βάθος να δουλεύει σιωπηλό, χάρηκα τη δύναμή του και το σκοπό του κι έδωσα σιωπηλά τότε- και γραφτά τώρα- συγχαρητήρια στους μηχανικούς, τους τεχνικούς, τους εργοδηγούς και τους εργάτες που το κάνουν να λειτουργεί.
Πολλές φορές έχω γράψει ότι οι πραγματικοί επαγγελματίες, οι ειδικοί, οι άνθρωποι που έχουν – από αγάπη προς το αντικείμενο της δουλειάς τους– βαθιά γνώση των πραγμάτων είναι λίγοι στη χώρα αυτή.
Στο ντοκιμαντέρ της συναδέλφου είχα την ευκαιρία να δω μερικούς από αυτούς και να τους παρακολουθήσω στη δουλειά τους.
Οι μεταλλειολόγοι και οι μπουλντοζιέρηδες και οι χειριστές των σκαπτικών αλλά και οι διευθυντές τους μου ‘δωσαν μια εικόνα γαλήνης και αυτοπεποίθησης που χρόνια είχα να αντικρίσω.
Τι απόσταση, σκεφτόμουνα, από τις υστερικές κραυγές των «πολιτικοποιημένων» αρλουμπολόγων που περνάνε τα ¾ της ζωής τους μιλώντας και το ¼ ανθυποεργαζόμενοι. Τι διαφορά ανάμεσα σ’ όλους αυτούς που πριν μάθουν να εργάζονται σωστά σ’ έναν οποιοδήποτε τομέα έχουν απαιτήσεις Βασιλέων.
Ήταν όμως κι ακόμα ένας λόγος που μ’ έκανε να συγκινηθώ, ίσως παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Το εργοστάσιο της Πτολεμαϊδας και το άλλο του αμιάντου ήταν εθνικά, ελληνικά.
Δεν τα διοικούσαν Γερμανοί και Ολλανδοί και Αμερικάνοι. Τα διοικούσαν Έλληνες. Τα δούλευαν Έλληνες και Έλληνες τα προγραμμάτιζαν. Την ίδια υπερηφάνεια είχα αισθανθεί το Μάη όταν βρέθηκα κοντά στις σήραγγες μεταφοράς του νερού από το Μόρνο. Κι εκεί θαύμασα τους Έλληνες επαγγελματίες κι εκεί χάρηκα βλέποντας την «καταστροφή» της φύσης.
Τα μηχανικά φτυάρια άλλαξαν την όψη του κάμπου της Πτολεμαϊδας και τα νερά του Μόρνου σκέπασαν δυο- τρία (εγκαταλειμμένα) χωριά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Γιατί η Ελλάδα χρειάζεται ενέργεια και νερό. Γιατί δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζονται τα σημερινά πραγματικά προβλήματα των λαών με ατέλειωτες κουβέντες για τις κοινωνίες- νεφελώματα των οικολόγων και των προστατών του περιβάλλοντος που έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα.
Καλά κάνουν, λοιπόν, και σκάβουν την πεδιάδα και τρυπούν το βουνό σε εκατό μεριές και σηκώνουν φράγματα τρομερά.
Καλά κάνουν αν οι άνθρωποι που αποφασίζουν για τις μεταβολές αυτές είναι άνθρωποι σαν το διευθυντή του εργοστασίου αμιάντου που δήλωσε ότι το 32% της επένδυσης διατέθηκε για μηχανήματα για την προστασία του περιβάλλοντος. Ή, σαν το διευθυντή του εργοστασίου της Πτολεμαϊδας που κάνει πειράματα με διάφορα φυτά που θα μπορούσαν να «μπουν» στις επουλωμένες πληγές του κάμπου.
Η εκπομπή της 23ης Αυγούστου ήταν ένα μήνυμα αισιοδοξίας μέσα στον ωκεανό της γενικής νεοελληνικής προχειρολογίας και ένα νησί με λουλούδια μέσα στο σκουπιδότοπο της τηλεόρασης. Μπράβο στη δημιουργό της, αλλά περισσότερα μπράβο στους επαγγελματίες που δουλεύουν στο θερμικό εργοστάσιο της Πτολεμαϊδας. Είναι «δικοί μου» και τους σέβομαι όσο κανέναν κουλτουριάρη απ’ τ’ Ανώγεια.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ