Το αυθαίρετο ήταν φτυστό αντίγραφο του ιδιοκτήτη του. Ψηλό, με πυλωτές, «αψίδες» και «πολεμίστρες» και με μια στραβή «πυλωτή» καταλάμβανε ολόκληρο το εκτός σχεδίου «οικόπεδο» στην ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων. Άρχισε να χτίζεται την πρώτη ημέρα μιας τετραήμερης «αργίας» και την Κυριακή το βράδυ είχε τελειώσει, χωρίς κανείς να ενοχλήσει τον «εργολάβο» και τους δέκα (Αλβανούς) εργάτες που δούλευαν 18 ώρες το 24ωρο. Το παρακολουθούσα να «σηκώνεται» ανήμπορος (ως πολίτης) να κάνω το παραμικρό. Ήξερα ότι το αυθαίρετο δε χτιζόταν τυχαία. O «ξύπνιος» ιδιοκτήτης του είχε επιλέξει σωστά την ημερομηνία. Ήξερε ότι με την αργία τα πάντα είχαν διαλυθεί, αλλά και να μην είχαν, οι ενδιάμεσοι είχαν φροντίσει, ώστε οι κάθε είδους «αρχές», κάθε αρμοδιότητας να κάνουν τα στραβά μάτια. Το γενετικό υβρίδιο με την αγριόφατσα, την αγριοσυμβία, τους αγριόκλωνους και το αγριογιωταχί γνώριζε ότι κανείς δε θα τον ενοχλούσε όσο καιρό θα παραβίαζε τους νόμους και θα καταπατούσε το ρέμα δίπλα στην «ιδιοκτησία» του. Αλλά και να ερχόταν κάποιος να το γκρεμίσει (ο μακαρίτης ο Αντώνης ο Τρίτσης με τα ανεφάρμοστα οράματα, για παράδειγμα), πάλι το αγριουβρίδιο ήξερε τι να κάνει: θα καλούσε τις κάμερες των καναλιών που πουλάνε λαϊκισμό και δυστυχία, θα ριχνόταν, μαζί με την οικογένειά του στις ερπύστριες και, όλοι μαζί, θα τσίριζαν καταφερόμενοι εναντίον του «ανάλγητου» κράτους που εμποδίζει τους πολίτες να «βάλουν ένα κεραμίδι στο κεφάλι τους». Και το βράδυ στα παράθυρα των «οχτώμιση» ο ελληνικός λαός θα έβλεπε την αγριόφατσα να καταφέρεται εναντίον του κράτους που προσπάθησε να του «καταστρέψει την περιουσία», και οι Μπεν Χουρ της πληροφόρησης θα σιγοντάριζαν τον άρπαγα και καταπατητή προσπαθώντας να τηρήσουν «ίσες αποστάσεις» και να βρουν την αλήθεια πίσω από τις μπουλντόζες.
Την επομένη μέρα το θέμα θα είχε ξεχαστεί, και την Παρασκευή η αγριόφατσα θα μετακόμιζε στο νεόκτιστο αυθαίρετο, και όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι ήτοι: η αστυνομία διότι δεν «έμπλεξε», η πολεοδομία διότι δε γνώριζε (αν το είχε πληροφορηθεί θα ήταν διαφορετικά!) και η αγριόφατσα διότι έκανε το δικό της. Οι μόνοι που θα κουνούσαν αγανακτισμένοι το κεφάλι θα ήταν οι μαλ…ς της περιοχής, που, για να χτίσουν τα σπίτια τους πλήρωσαν τα εκατομμύρια για «άδειες», για «δωράκια» στους λιγδιάρηδες και για I.K.A., σύκα, T.E.B.E., τσμέδε, μέδε, σέδε, δέδε και όλα τα φορομπηχτικά που έχει εφεύρει το παράλυτο ελληνικό «κράτος».
Και να ήταν μόνο το αυθαίρετο της αγριόφατσας των Μεσογείων, της Λούτσας, της Αναβύσσου, της Κερατέας και πάσης Ελλάδος, κάτι «θα πήγαινε και θα ‘ρχόταν». Οι αγανακτισμένοι και διαλυμένοι από τα προβλήματα και τη δουλειά πολίτες, που εξακολουθούν να ψάχνουν για κάποια ποιότητα, θα σκέπτονταν πως δεν πειράζει που μια-δύο κρατικές υπηρεσίες (η αστυνομία και η πολεοδομία) δεν κάνουν και τόσο καλά τη δουλειά τους, όταν όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν καλά.
Όμως, και που να πάρει ο διάβολος, ΤΙΠΟΤΑ δε λειτουργεί πλέον σ’ αυτή τη χώρα. O καθένας κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, όταν θέλει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Δεν υπάρχει βουνό, πεδιάδα, πλαγιά, ρέμα στην Αττική, αλλά και σε όλη τη χώρα που να μην έχει καταπατηθεί! O βιασμός της γης, της φύσης, της λογικής, της νομιμότητας είναι εμφανής σε κάθε σημείο της χώρας, χωρίς κανείς να δίνει σημασία. Οι μόνοι που θα εμποδίσουν τις αγριόφατσες να χτίσουν τα αυθαίρετά τους είναι οι αγριόφατσες που έχουν καταπατήσει πρώτες μια περιοχή και όχι οι κρατικές «υπηρεσίες». Παρακολουθώντας τον Άγνωστο Καταπατητή να σηκώνει το παράνομό του (τριώροφο) σκεπτόμουν πού βρήκε τα λεφτά, για να κάνει ένα τέτοιο «μέγαρο» (με πισίνα), να αγοράσει «τζιπ» και «χουντάι με ερκοντίσιο» για τη συμβία. «Τι δουλειά κάνει;» ρώτησα κάποιον που γνώριζε. «Έχει σημασία;» απάντησε ρωτώντας. Και βέβαια δεν έχει. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες απλώς δεν υπάρχουν για το αποκαλούμενο κράτος. Είναι, νομίζω, περιττό να αναφέρω με τι ασχολούνται, γιατί ασχολούνται με όλα.
Δείτε τώρα τι έγινε… Τη στιγμή που έγραφα αυτές τις γραμμές στο υπόγειο του προσωπικού μου «Κωσταλεξίου» στη μικροσκοπική οθόνη της τηλεόρασης υγρών κρυστάλλων που -μαζί με το μικρό «στερεοφωνικό»- μου κρατάει συντροφιά όταν εργάζομαι, άκουσα ότι ο νομάρχης Ηλείας κ. Αθ. Ράλλης κατεδάφισε σε μια καλά σχεδιασμένη νυχτερινή επιχείρηση 500 αυθαίρετα στην περιοχή του Κάιφα. Για μια στιγμή πίστεψα ότι επρόκειτο περί αστείου, αλλά, όταν είδα τους «αγανακτισμένους» καταπατητές να τσιρίζουν υποκριτικά μπροστά στις κάμερες κατηγορώντας το κράτος για «αναλγησία» και στη συνέχεια άκουσα τους τηλεπροφήτες να υπερασπίζονται το δικαίωμα του Άγνωστου Καταπατητή, πείσθηκα ότι η επιχείρηση ήταν γεγονός. H είδηση (και οι εικόνες στα κανάλια) μου δημιούργησε μέγα πρόβλημα. Γιατί; Διότι από τη μια έχουμε ένα πέρα για πέρα παράλυτο και εξαγορασμένο κράτος (που ακριβώς εξαιτίας της παραλυσίας του επιτρέπει να χτίζονται όχι 500, αλλά 500.000 παράνομα κτίσματα), το οποίο ξαφνικά ξυπνάει από το δραχμοφονικό του λήθαργο και γκρεμίζει 500 αυθαίρετα. Από την άλλη έχουμε ένα λαό, που, ακριβώς επειδή ζει σε ένα παράλυτο και εξαγορασμένο κράτος, θεωρεί υποχρέωσή του όχι μόνο να χτίζει αυθαίρετα, αλλά να «κλέβει» με όποιο τρόπο έχει στη διάθεσή του.
Ποιος έχει «δίκιο» σ’ αυτήν την περίπτωση; Το «κράτος» ή οι καταπατητές; Να ένα «φιλοσοφικό» ερώτημα που αξίζει να παρουσιαστεί στις σελίδες των Διαλόγων. Πάντως πρέπει να παραδεχθείτε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η παρανομία είναι καθεστώς και η παραοικονομία η κινητήρια του δύναμη. Θα σας αναφέρω δύο παραδείγματα. Το πρώτο, που αφορά τον τζόγο των τυχερών παιχνιδιών, το πήρα από τις εφημερίδες της προτελευταίας εβδομάδας του Φεβρουαρίου. Το δεύτερο, για το ύψος της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, από τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 20ης του ίδιου μήνα.
Σε 650 δισεκατομμύρια δρχ. έφτασε, σύμφωνα με τις εφημερίδες, ο τζίρος των τυχερών παιχνιδιών το 1996. Στα ιδιωτικά καζίνα οι Έλληνες (που πεινάνε) κατέθεσαν περισσότερα από 250 δισ!
Αν υπολογίσουμε ότι αυτοί που υποβάλουν φορολογική δήλωση (και άρα έχουν έσοδα) είναι γύρω στα 3 εκατομμύρια, τότε ο κάθε Έλληνας έπαιξε -αν δεν κάνω λάθος στα… μηδενικά- περίπου 216.000 δρχ.
Και πώς να μην παίξει, αφού (όπως γράφει ο «Ο.Τ») οι «απώλειες» του «κράτους» από την παραοικονομία, δηλαδή από τα εισοδήματα που δε φορολογούνται -δηλ. από τη φοροδιαφυγή, αγγίζουν τα 1,2 τρισεκατομμύρια δρχ, ποσό που ξεπερνάει το 40% του εθνικού εισοδήματος ή το ποσό των 12 τρισ. δραχμών!
Αν (γράφει ο «Ο.Τ.») το εισόδημα αυτό φορολογούνταν με συντελεστή μόνο 10%, ο κρατικός προϋπολογισμός θα εξασφάλιζε έσοδα 1,2 τρισ. ετησίως! Καταλαβαίνετε τι διαβάζετε εσείς που κάθε μέρα προσπαθείτε να συγκεντρώσετε δραχμή-δραχμή τα χρήματα, για να πληρώσετε τους μισθούς, τα ίκα, τα σύκα, τα τέβε, τα τσα και τα τσου; Καταλαβαίνετε πόσο μεγάλα κορόιδα είσαστε εσείς που εργάζεσθε αντί να ξημεροβραδιάζεστε στα καζίνα, αντί να συμπληρώνετε δελτία Προ-Πο, να ξύνετε Ξυστό ή να ξύνεστε γενικώς, απεργώντας για τα «κεκτημένα» σας;
Αλλά ο μεταλλαγμένος οίκος ανοχής δε σταματάει εδώ. Στο «ΒΗΜΑ» της 23.2.97 διάβαζα για το μεγάλο φαγοπότι των 80 δισεκατομμυρίων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας στη Θεσσαλονίκη. O εισαγγελέας τα ‘χασε με όσα ανακάλυψε. Εταιρίες-μαϊμούδες, παράνομες αναθέσεις, λαδώματα, εξαγορές συνειδήσεων… Δεκάδες τρωκτικά από Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν πέσει σαν τις μύγες στο μέλι τρώγοντας με χέρια και με πόδια τα χρήματα από την Κοινότητα, αλλά και τον εθνικό προϋπολογισμό. Αν πράγματι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα (και κανείς δεν έχει λόγο να αμφιβάλει) δεν αισθάνεστε (όπως κι εγώ) κορόιδα που σας «τρώνε» τα χρήματα, που με τόση δυσκολία πληρώσατε φόρο στο «κράτος;» Ίδια ιστορία παντού. Από τα παρκόμετρα μέχρι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, και από τα αεροδρόμια μέχρι τις προμήθειες των νοσοκομείων. H κοινωνία του τζόγου και της αρπαχτής. Από τη μια να αγωνιάς για να συμπληρώσεις το E9 (πανάθεμά σας) και να δηλώσεις κάθε εκατοστό της κινητής και «ακίνητης» περιουσίας σου και από την άλλη να παρακολουθείς τις μπουλντόζες να αποψιλώνουν την κρατική γη. Από τη μια να ξεροσταλιάζεις στις πολεοδομίες, να πληρώνεις και να δίνεις το «κάτι τις» σου για να πάρεις την «άδεια», και δίπλα ο έξυπνος να καταπατάει τη δημόσια γη, να χτίζει, να πουλάει και να αγοράζει, χωρίς κανείς να τον ενοχλεί.
Αναρωτιέμαι… Αυτή η μάζωξη των «προποτζήδων», των καταπατητών και των αεριτζήδων αποκαλείται «λαός», και αυτό το συνονθύλευμα των «υπηρεσιών» αποκαλείται κράτος;
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με Έλληνες, αλλά με εισβολείς, και μη μου πείτε ότι υπερβάλω, γιατί θα σας ζητήσω να μου πείτε ποιοι είναι εκείνοι που κατέθεσαν τα 650 δισεκατομμύρια στον τζόγο. Οι Τούρκοι, πάντως, αποκλείεται.
Ξύνουμε, φοροδιαφεύγουμε και «άμα λάχει» οργανώνουμε και καμία κυνομαχία για να ξεδώσουμε….
Τους ακούσατε τους κ…μαγκες; «Τι έγινε να ‘ούμε», βέλαξαν. «Για χόνμπι το κάναμε». Έχουν και χόνμπι τα ανθρωπόμορφα.
Τα είδα και στη «Ζούγκλα» του Τριανταφυλλόπουλου να προτρέπουν τα πιτ μπουλ τους να ξεσκίσουν το ένα το άλλο και να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, και το πρώτο πράγμα που μου ήλθε στο μυαλό ήταν αν έχουν στύση (σας ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ) αν τους «σηκώνεται». Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που να κάνουν «σπορ» (ή «χόνμπι») βασανίζοντας με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο τα ζώα. Τους είδα και τους άκουσα να υπερασπίζονται την κτηνωδία τους, επειδή, όπως είπε ένας απ’ αυτούς, το ίδιο έκανε και ο Μέγας Αλέξανδρος! Τι λες, ρε μεγάλε… Επειδή ο Αττίλας έκοβε κεφάλια και έπινε (αν έπινε) το αίμα των θυμάτων του, πρέπει εμείς να το κάνουμε «χόνμπι;». Ου να χαθείτε, ανθρωπάκια._Κ.Κ.
ΥΓ.: Στην ίδια εκπομπή ήταν καλεσμένη και η Κα Ανουσάκη που, βέβαια, δεν άφηνε κανένα να μιλήσει. Κρίμα που το πιτ μπουλ (που παραβρισκόταν) δεν ήταν άγριο.
Λογική και Ευαισθησία
Παρατηρώντας το αγωνιστικό Τσινκουτσέντο και τον οδηγό του Κώστα Λακαφώση να προσπαθεί να συλλάβει το μέγεθος της ευτυχίας που τον περίμενε από τη συμμετοχή του στους αγώνες του Τροφέο, αισθάνθηκα ένα (βουβό) δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου. Για λίγα δευτερόλεπτα το πρόσωπο μου φωτίστηκε και οι ώμοι ανασηκώθηκαν και ο αέρας που ανάπνεα φάνηκε διαφορετικός, κι ο λόγος πρέπει να ήταν η «επιστροφή» στο δικό μου αγωνιστικό παρελθόν. Σαν σε κινηματογραφική ταινία απ’ το μυαλό μου πέρασαν στιγμές, λίγο πριν από την εκκίνηση μιας ανάβασης ή ενός αγώνα ταχύτητας και άλλες από εκείνα τα ξεχασμένα ράλι της δεκαετίας του ‘60. H συγκίνηση, ανάκατη με μια απροσδιόριστη θλίψη και την κούραση που φέρνει στον άνθρωπο ο πανδαμάτωρ χρόνος, ήταν η αιτία γι’ αυτό το «βουβό δάκρυ» που με συνόδεψε καθώς πήγαινα σε κάποια δουλειά μ’ ένα Κράισλερ Στράτους που είχαμε για «τεστ».
Γιατί συγκινήθηκα; Διότι στο πρόσωπο του νεαρού συνεργάτη μας είδα τον Καββαθά εκείνης της εποχής, τον αδύνατο, ψηλέα-«Πηλέα» (αυτό ήταν το αγωνιστικό μου όνομα!) να στέκει δίπλα στα NSU TT, στα Ρενό R8 Γκορντίνι, στα δίχρονα SAAB, στα Άουντι 80, ακόμα και στα Σανμπίμ Ρέπιερ με τα οποία έτρεχα τότε στους αγώνες.
«Θεέ μου… Κάνε με να ζήσω μία ακόμα φορά εκείνες τις στιγμές», σκέφθηκα περιμένοντας ν’ ανάψει το φανάρι στη Λ. Βουλιαγμένης, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει πλέον καμία, μα καμία πιθανότητα να με ακούσει και να ικανοποιήσει το αίτημά μου.
Αυτός είναι ο δρόμος που διάλεξα(;). Να μην μπορώ (όπως έκαναν πολλοί από τους παλιούς μου φίλους) να βρω ένα ελεύθερο σαββατοκύριακο, για να τρέξω (έστω και «για πλάκα») σ’ έναν αγώνα, ή έστω να πάω στη Ριτσώνα την Κυριακή στις 2 Μαρτίου για να δω τον Κώστα να τρέχει με το Τσινκουετσέντο μας.
Γιατί δεν μπορώ; Διότι μια ακόμα φορά είχα να γράψω τα άρθρα για το περιοδικό και την εφημερίδα που εργάζομαι. Γιατί δεν τα γράφω μια άλλη μέρα; Διότι μέσα στην εβδομάδα δεν υπάρχει χρόνος, καθώς το κτίριο της Ηλιουπόλεως, τα προβλήματα της εταιρίας, οι καθημερινές υποχρεώσεις (διορθώσεις, φωτογραφίσεις, οργανωτικά), και τα ταξίδια (τρία-τέσσερα το μήνα) δε μ’ αφήνουν να γράψω έστω κι αυτά τα λίγα που διαβάζετε στον Αντίλογο.
H πολλή δουλειά κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τα πράγματα που τους αρέσουν. O ένας σταματάει τις εκδρομές, ο άλλος το σκι, ο τρίτος το τένις, ο τέταρτος την ιστιοπλοΐα, ο πέμπτος τους αγώνες, τα ανεμόπτερα και τα αεροπλάνα. Χωρίς να το καταλάβεις, οι καθημερινές υποχρεώσεις σε απομακρύνουν από τα πράγματα που αγαπάς, σε σπρώχνουν όλο και πιο πολύ «προς τα κάτω», σε αναγκάζουν να λειτουργείς σαν ρομπότ.
Είναι ζωή αυτή; Και βέβαια ΔΕΝ είναι, αλλά τι να κάνω; Έχω βλέπετε την «ατυχία» να εργάζομαι σε μια εταιρία που έφτιαξα με τη σύζυγό μου και λίγους καλούς (και πιστούς) συνεργάτες και όχι σε έναν από τους κολοσσούς που ξεπήδησαν από τις συνεργασίες του πολιτικό-οικονομικού κατεστημένου.
Μην τρομάζετε. Δεν ομιλώ σαν απογοητευθείς μαρξιστής που κυνηγάει φαντάσματα και βλέπει παντού εχθρούς. Καλά κάνουν οι άνθρωποι (και οι εταιρίες τους) και μεγαλώνουν και χτίζουν και φτιάχνουν τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και δρόμους. Και μπράβο τους που εξαγοράζουν, καταβροχθίζουν, επιχορηγούν και επιχορηγούνται. Και έχουν και τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό μου όταν έχουν την (οικονομική) δυνατότητα να αγοράζουν ανθρώπους και συνειδήσεις. Αυτά είναι τα «όπλα» του επαρχιώτικου, γκαγκά καπιταλισμού (που δεν κερδίζουν οι καλύτεροι, αλλά οι πονηρότεροι και οι καλύτερα διαπλεκόμενοι), και ταπεινά ομολογώ ότι υποκλίνομαι στα «κόλπα» και στις μεθόδους του. Ας είχαμε βρει κι εμείς τους φανερούς ή κρυφούς χρηματοδότες, και όχι πέντε αλλά 15 «επιτυχημένα» περιοδικά θα είχαμε βγάλει, και όχι μόνο αυτό, αλλά θα σας κάναμε να τα «καταπιείτε» με το διαφημιστικό βομβαρδισμό που θα κάναμε (δωρεάν) από τα ραδιοτηλεοπτικά μας μέσα.
Δεν έχουμε όμως, και ιδού το αποτέλεσμα. O μεν «εκδότης» αυτού του περιοδικού να εργάζεται περισσότερο από αλβανό οικονομικό πρόσφυγα της περιόδου 1993-95 (μετά οι περισσότεροι αγόρασαν «μερσεντέ» και φτιάχτηκαν, για να «ξεφτιαχτούν» με τα πρόσφατα γεγονότα στη γειτονική χώρα) και το ίδιο να κάνουν η σύζυγός του και οι παλιοί και καλοί συνεργάτες τους.
Πώς να πάω λοιπόν στη Ριτσώνα, όχι για να τρέξω, αλλά για να δω τον Κ.Λ. να τρέχει, αφού είναι Κυριακή 2 Μαρτίου (έχω και γενέθλια!) και, ακόμα, αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω τον Αντίλογο και το κομμάτι μου για την εφημερίδα…
Άλλη ζωή, αγαπητοί μου φίλοι, που, όταν συναντιόμαστε, με ρωτάτε «τι έχω και δε χαμογελώ». Τι να έχω, πέρα από το ότι η «Τεχνικές Εκδόσεις Α.Ε.» (και οι 4T) εργάζονται με βάση τις αρχές της ευαισθησίας αντί της ψυχρής λογικής. A, όχι… Δεν «παραπονιέμαι». Μακριά από ‘μένα η κατηγορία. Αυτό το δρόμο διάλεξα/διαλέξαμε, αυτή είναι η πραγματικότητα, και τη δέχομαι πέρα για πέρα. Απλώς, λέω, ακριβώς επειδή με σταματάτε στο δρόμο και εκφράζεστε με τα καλύτερα λόγια για την παρουσία μας στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα, μήπως ο καλός θεός θα έπρεπε να μας προσέξει λιγουλάκι. Να μας αξιώσει δηλαδή να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, για να μπορούμε να χαρούμε όλα όσα μας συγκινούν, από τους αγώνες αυτοκινήτου μέχρι τα ανεμόπτερα και τα αεροπλάνα, και από τις ώρες που περάσαμε μαζί σας στο αποκριάτικο «πάρτι» του Techlink στις «Σειρήνες» του Αντώνη Κοκκορίκου, μέχρι την έκδοση αυτού εδώ του περιοδικού. Δε ζητάμε και πολλά πράγματα και βέβαια δεν τα ζητάμε από το Θεό, αλλά από τον ίδιο μας τον εαυτό!
Οδηγούσα, λοιπόν, και σκεπτόμουν τα χρόνια τα παλιά και αναρωτιόμουν πόσοι από τους σημερινούς νέους αισθάνονται όπως ο υπογράφων τις δεκαετίες ‘60-’70, όπως ο Διεθυντής Σύνταξης του περιοδικού τώρα, αλλά και το «νέο αίμα», ο Κώστας Λακαφώσης που αυτή τη στιγμή υπηρετεί την πατρίδα. H εντύπωσή μου είναι ότι είναι ελάχιστοι. Και δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που παρακολουθώντας την αναμετάδοση ενός αγώνα Φ1 από την τηλεόραση θέλουν να γίνουν οδηγοί Γκραν Πρι, έτσι, χωρίς βάσεις, χωρίς γνώσεις και πρόγραμμα, αλλά σ’ εκείνους που θα θυσιάσουν και την τελευταία τους δραχμή για να αγοράσουν και να ετοιμάσουν ένα αυτοκίνητο και μ’ αυτό να τρέξουν στους αγώνες. Όπως η σωστή δημοσιογραφία (ακόμα και η τεχνική) έτσι και η συμμετοχή στους αγώνες χρειάζεται θυσίες και αγώνες και δεν ξέρω πόσοι από τους σημερινούς νέους είναι έτοιμοι να «χαλάσουν τη ζαχαρένια τους» για να κερδίσουν την κλάση τους στη Ριτσώνα. Οι καιροί άλλαξαν, το ίδιο και οι άνθρωποι και όλοι, μα όλοι (ο υπογράφων και το περιοδικό, οι Έλληνες και η χώρα) βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι και πρέπει να διαλέξουμε ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε. Για να μην πω «δεξιά» και «αριστερά» και παρεξηγηθώ, θα πω ότι ο ένας (αυτός που ακολουθούμε τώρα) πραγματικά οδηγεί στην αλβανοποίηση και στην καταστροφή και ο άλλος στην Ιταλία! Και όταν λέω στην Ιταλία, εννοώ σε μια χώρα όπου οι πολίτες χαίρονται τη ζωή, παράγουν, κλέβουν, αλλά και προσφέρουν στην πατρίδα.
Είχα φτάσει πλέον στο σύγχρονο γεφύρι της Άρτας, στα νέα μας γραφεία στην οδό Ηλιουπόλεως 2-4 που όλο φτιάχνονται και όλο δεν τελειώνουν για λόγους που, αν κάποτε σας πω, θα καταλάβετε πόσο δύσκολη γίνεται η ζωή αν κάποιος αποφασίζει με το συναίσθημα αντί με τη λογική. Ένα κτίριο που, κανονικά, θα έπρεπε να έχει τελειώσει εδώ και 8 μήνες, αλλά που η κατασκευή του «σέρνεται» λες και έχει «κοκάλα». Στο προηγούμενο τεύχος είχα γράψει ότι δεν αποκλείεται το Μάρτιο να έχουμε μετακομίσει, αλλά ήρθε ο Απρίλιος και ακόμα εδώ είμαστε (ή, καλύτερα, μόλις αρχίσαμε να μετακομίζουμε). Τέλος πάντων. Κάποτε η εγκατάσταση θα ολοκληρωθεί και θα έχουμε όλο το χώρο στη διάθεσή μας για «ανάπτυξη», πράγμα που για μας σημαίνει νέες εκδόσεις και όχι μόνο. Όπως ίσως βλέπετε στο κάλεσμα που δημοσιεύουμε σ’ αυτές τις σελίδες, η «Τεχνικές Εκδόσεις Α.Ε.» χρειάζεται νέους, αποφασισμένους ανθρώπους για τα όσα νέα πράγματα ετοιμάζουμε. Είναι πλέον καιρός η παλιά φρουρά να κάνει (λίγο) πίσω, να ξεκουραστεί και να κάνει τόπο στα νιάτα._Κ.Κ.
Νέα Εποχή
Μην τρομάζετε…. Δεν πρόκειται για τη δημιουργία νέου κόμματος, αλλά για ένα σύντομο μήνυμα προς όλους εκείνους που μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν τα κείμενά μου.
Με την ευκαιρία της «ιστορικής» μας μετακόμισης στο κτίριο της οδού Ηλιουπόλεως και με στόχο την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων μας, ζητάμε νέους συνεργάτες για τα περιοδικά και το τμήμα μάρκετινγκ.
Πιο συγκεκριμένα: – οι 4TPOXOI ζητούν δύο Μηχανικούς-Μηχανολόγους και έναν τεχνολόγο-μηχανικό – η ΠΤΗΣΗ ζητάει έναν άνθρωπο που να αγαπάει την Αεροπορία και το Διάστημα, να μπορεί να γράφει και να λαβαίνει μέρος στα νέα, σημαντικά «πρότζεκτ» που ετοιμάζει το περιοδικό μας. – ο ΗΧΟΣ ζητά ένα συνεργάτη, που να είναι εξίσου καλός στις νέες τεχνολογίες (ο ψηφιακός ήχος και εικόνα είναι πλέον εδώ), αλλά να τον ενδιαφέρει (σοβαρά) και η μουσική σκηνή.
Ακόμα, η εταιρία μας έχει ανάγκη από δύο νέους σε ηλικία συνεργάτες με καλή πείρα στο μάρκετινγκ και τις δημόσιες σχέσεις που θα εργαστούν σε νέα πρότζεκτ που ετοιμάζουμε στο Techlink.
Αν αισθάνεστε ότι το (νέο) περιβάλλον μιας μικρής, μη διαπλεκόμενης, μη κατασκευαστικής και πέρα για πέρα διαφορετικού life style εταιρίας σάς ταιριάζει, στείλτε μας το βιογραφικό σας. Οι συνθήκες της δουλειάς ίσως καθυστερήσουν την απάντηση, αλλά σίγουρα θα μιλήσουμε ή θα συναντηθούμε στον οδό Ηλιουπόλεως. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να σας πω ότι όλα τα βιογραφικά θα αντιμετωπισθούν με απόλυτη εχεμύθεια._4Τ