Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η θερινή ραστώνη έπληξε και τον υπογράφοντα. Μετά τις εξαήμερες «διακοπές» στη Σαντορίνη, επέστρεψε στο κλεινόν άστυ και, στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, προσπάθησε να ασχοληθεί με πράγματα μικρά και καθημερινά. Και τι είναι εκείνο, εκτός από τ’ αυτοκίνητα, που εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει; Το βρήκατε…Τα αεροπλάνα!
Έτσι, ένα Σαββάτο πήγα στο αεροδρόμιο του Μαραθώνα και πέταξα με κάποιο από τα αεροπλάνα των παλιών φίλων για ανανέωση πτυχίου και γενικό ξεσκούριασμα στις αεροπορικές τέχνες, την επομένη στο αεροδρόμιο Τατοΐου για να δω πως πάει η Ανεμολέσχη Αθηνών που, από την ημέρα που εγκατέλειψα τη θέση του «προέδρου» (όλοι οι Έλληνες πρόεδροι είμαστε) έχει μπει στο χρονοντούλαπο της (προσωπικής μου) ιστορίας και διάφορα άλλα μικρά και άκρως ασήμαντα, αλλά και σημαντικά. Επειδή όμως έχω την εντύπωση ότι, όλοι εσείς που διαβάζετε αυτές τις σελίδες, θέλετε να ξέρετε τα πάντα γύρω από ένα τρόπο σκέψης και ζωής που, σε πολλά ταιριάζει με το δικό σας τρόπο, σκέφθηκα ότι δεν θα με παρεξηγήσετε αν …αντιγράψω το στυλ του Νίκου Δήμου στο Ημερολόγιο. Κι ας αρχίσουμε από τα …ασήμαντα. Ας δούμε πρώτα πως πέρασε ένα σαββατοκύριακο του Ιουλίου.
Εγερτήριο στις 07.00 και, μ’ ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ για παρέα, σύνταξη στον επεξεργαστή της σελίδας αυτοκινήτου για το «ΒΗΜΑ της Κυριακής». Όσοι διαβάζετε την καλή εφημερίδα (και είστε πολλοί) θα έχετε προσέξει ότι οι δοκιμές των αυτοκινήτων γίνονται σε συνεργασία με το περιοδικό μας. H εργασία αυτή διαρκεί από 2 έως 4 ώρες ανάλογα με την κατάσταση του γράφοντος. Αν όλα πάνε καλά, την Δευτέρα το πρωί το σχετικό υλικό, στέλνεται στην εφημερίδα με μια δισκέτα μια και το BHMA χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα DTP με τους 4T. Το επόμενο βήμα ήταν να συγκεντρωθεί ο τετράποδος πληθυσμός του σπιτιού και να …πλυθεί! Εξελίχθηκαν σκηνές απείρου κάλλους, καθώς, μόνο ένας από τους τέσσερις κάθισε «ήσυχος». Οι άλλοι επέμεναν να κυλιούνται βρεγμένοι στο …χώμα με τα γνωστά αποτελέσματα. O πέμπτος, ο σκύλος «Νταρκ» που μαζεύτηκε από το δρόμο στην οδό Γοργίου πριν τέσσερα χρόνια, αρνείται να πλυθεί και, η μόνη λύση, είναι η μεταφορά του σε ειδικό …πλυντήριο σκύλων! Ακολουθεί λίγη ανάπαυση, που δίνει στον οργανισμό τις δυνάμεις που είναι απαραίτητες για να «βγει» η εβδομάδα που ακολουθεί. Το απόγευμα νέος καφές και συνέχεια της δουλειάς στον επεξεργαστή για άρθρα που θα δημοσιευθούν στους 4T. Αν μείνει χρόνος γίνεται και λίγη -ηλεκτρονική και χειροκίνητη- αρχειοθέτηση και, κατά τις 19.30, καταλαμβάνεται θέση για την παρακολούθηση του δειλινού, της πιο όμορφης ώρας της καλοκαιρινής μέρας. Αυτή είναι η ώρα της εσωτερικής αναζήτησης που γίνεται ακόμα πιο όμορφη αν, στο ηχοσύστημα, υπάρχει καλή μουσική. Στις 8.30 λαμβάνεται η καθημερινή δόση άγχους η γέλιου από τις ειδήσεις και, το βράδυ ησυχάζεις διαβάζοντας, παρακολουθώντας (αν υπάρχει) μια καλή ταινία στη τηλεόραση η παίζοντας με τους τετράποδους φίλους. Την Κυριακή το πρόγραμμα άλλαξε. Πήγα στο αεροδρόμιο του Μαραθώνα όπου κατοικοεδρεύει η «Αεροπορία Αιγαίου» των Νίκου και Αντώνη Συμιγδαλά, η πρώτη ελληνική αεροπορική εταιρία που πήρε άδεια εκμετάλλευσης από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. O Νίκος είναι παλιός φίλος. Γνωριστήκαμε το …1952 σε μια ανεμοπορική κατασκήνωση στη Πάχη Μεγάρων (και μετά λέτε ότι δεν είμαι …κοσμογυρισμένος) και, από τότε, οι δρόμοι μας δεν χώρισαν. Για μια ολόκληρη ζωή ο Νίκος πάλεψε για την ιδέα της απελευθέρωσης των αερομεταφορών από την κρατικό βρόγχο (γιατί περί βρόγχου πρόκειται) και, στο τέλος, τα κατάφερε. Αυτή τη στιγμή η «Αεροπορία Αιγαίου» έχει τρία διθέσια, μονοκινητήρια Πάιπερ L-21 (αυτά που βλέπετε να «τραβάνε» τα διαφημιστικά πανό πάνω απ’ τις παραλίες της Αττικής) και δύο εξαθέσια, δικινητήρια Πάιπερ Σενέκα με τα οποία εκτελεί αποστολές air taxi και VIP.
Αν λοιπόν θέλετε να πάτε κάπου γρήγορα και με ασφάλεια τηλεφωνήστε στο 99.50.325 η -953 και, δεν αποκλείεται στον προορισμό σας να σας μεταφέρει ο άλλος παλιός φίλος και εκπαιδευτής, ο Πέτρος Τσακωνιάτης που πέρασε τη ζωή του πετώντας 707, 737 και 747 τζάμπο για την Ολυμπιακή Αεροπορία. Πήγα δυο ταξίδια με το Νάβαχο μια και θέλω να πάρω το rating για δικινητήρια και χρειάζομαι 10 ώρες στο τύπο. Ακόμα, πέταξα για μια περίπου ώρα μ’ ένα από τα δύο Αεροσπασιάλ Τομπάγκο του Θανάση Λέκκα που επίσης επιχειρούν απ’ τον Μαραθώνα και τα οποία μπορείτε να νοικιάσετε για να μάθετε να πετάτε. Όμως, όλες αυτές οι μικρές χαρές υποκύπτουν, στην επίκτητη πλέον, πίεση της δουλειάς στο περιοδικό που δεν φαίνεται να σταματάει. Πιο απλά, ο δυστυχής είναι αδύνατον να «χαρώ» τις λίγες ώρες που αφιερώνω στον εαυτό μου μια και σκέπτομαι τα όσα έχω να κάνω «αύριο». Ορισμένοι από τους παλιούς φίλους λένε ότι πρέπει να επισκεφθώ ένα …ψυχαναλυτή και δεν αποκλείεται να έχουν δίκιο μια κι αυτή η ιστορία με την ασταμάτητη «δουλειά» κρατάει 30 χρόνια τώρα. Θα ‘ρθει μια στιγμή, λένε, που δεν θα μπορείς να πληκτρολογήσεις ούτε μία λέξη και τότε θα θυμηθείς τι έχασες. Κι εδώ μπορεί να έχουν δίκιο αν και νομίζω ότι μπορεί να έχασα τις εκδρομές και τις διακοπές, αλλά κέρδισα μια μάχη που πολλοί έλεγαν ότι δεν μπορεί να κερθηθεί, τη «μάχη» που, αυτή τη στιγμή, κρατάτε στα χέρια σας! Ας είναι…Στο δρόμο της επιστροφής σταμάτησα για να «χαζέψω» τα άλογα που βρίσκονται στο χώρο κοντά στη διασταύρωση με την λεωφόρο Μαραθώνος, αγόρασα ένα …πεπόνι και, φυσικά, τις κυριακάτικες εφημερίδες που διαβάζονται στην ησυχία του απογεύματος. Στο δρόμο είδα δύο ατυχήματα (πλαγιομετωπικές άνευ αποχρώντος λόγου), χαμογέλασα με τους οδηγούς της Κυριακής (και τα απίθανα καμώματά τους) και κατέληξα στο σπίτι με μια μαύρη επίστρωση στο πρόσωπο από τα καυσαέρια των προπορευομένων αυτοκινήτων.
H Δευτέρα και η Τρίτη πέρασαν γρήγορα και τα χαράματα της Τετάρτης της ίδιας εβδομάδας βρέθηκα με τον Σ.Χ. στο ανατολικό αεροδρόμιο με προορισμό την Ιταλία. Αθήνα-Ρώμη με το «λεωφορείο» της Αλιτάλια (υπάρχει άραγε αεροπορική εταιρία με χειρότερο «σέρβις» στην Ευρώπη;), μετά Τουρίνο και απ’ εκεί με αυτοκίνητο (μια Τέμα με κινητήρα …έκπληξη) στη Μπολώνια και στο Μαρανέλο όπου, στην οδό Ονείρων συναντάμε το εργοστάσιο της …Φεράρι.
Τι κάναμε εκεί; Απλά, πήραμε την 456GT του Λούκα Μοντεζέμελο, πήγαμε στο Φιοράνο και την δοκιμάσαμε, όπως μπορείτε να διαβάσετε σε άλλες σελίδες του περιοδικού, δυστυχώς όχι κάτω από ιδανικές συνθήκες αυτή τη φορά (στη πίστα έκαναν δοκιμές η Μπριτζστον και η ομάδα της Φόρμουλα Ένα εν όψει Γερμανικού Γκραν Πρι και ο σενιόρ Περφέτι μας είπε να «τελειώσουμε όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό»). Με άγχος και πίεση η δουλειά δεν γίνεται σωστά, αλλά άς μην είμαστε πλεονέκτες. Οι 4TPOXOI ήταν το πρώτο ελληνικό περιοδικό που διάβηκε την «ιερή» πόρτα του Μαρανέλο και, αυτή η επίσκεψή μας πρέπει να είναι η …10η, με τις προηγούμενες 9 κυριολεκτικά να «κάνουμε ότι θέλουμε» με τ’ αυτοκίνητα του ιστορικού εργοστάσιου.
Αργά το απόγευμα και τη στιγμή που, μια καλοκαιρινή καταιγίδα περνούσε πάνω απ’ τη πίστα δοκιμών του Φιοράνο κι έδινε ζωογόνα πνοή στις καταπράσινες κοιλάδες, φύγαμε για το Τουρίνο. Τρεις ώρες αργότερα φτάσαμε στο Πρίντσιπε ντι Πιεμόντε, το ιστορικό ξενοδοχείο που το Γκρούπο Φίατ φιλοξενεί εδώ και χρόνια τους δημοσιογράφους, κάναμε ένα ντους και, παρέα με τον Δανό συνάδελφο (και φίλο) Πήτερ Όμπο, τον Ζαν Πιέρο Μαντοβάνι, από το Γραφείο Τύπου και τον Μίλαν Τόσιτς, τον συνάδελφο στην επιτροπή COTY από την Τσεχία, πήγαμε για δείπνο στο La Smarrita, ένα καινούργιο εστιατόριο που στεγάζεται σ’ ένα κτίριο στη via Τσέζαρε Μπατίστι, που ήταν η κατοικία του πρώτου πρωθυπουργού της Ιταλίας,του Καμίλο Καβούρ. Και ήταν πράγματι εντυπωσιακό να τρως (τέλεια) σ’ ένα απ’ τους χώρους με την μπαρόκ διακόσμηση που γράφτηκε η σύγχρονη ιταλική ιστορία. Κάποια στιγμή μάλιστα είπα ότι, αν κάνουμε ησυχία, μπορεί ν’ ακούσουμε τον …Γαριβάλδη να μιλάει! Αντ’ αυτού ακούσαμε έναν άλλο γνώριμο, τον …Τζόρτζιο Τζουτζάρο που έτρωγε στη διπλανό τραπέζι και φαινόταν να το διασκεδάζει. Στις 11 η κούραση της μέρας μας κατέβαλε και, πεζή, πήραμε το δρόμο για το ξενοδοχείο περνώντας μπροστά απ’ το κτίριο της πρώτης Βουλής της Ιταλίας. H βιομηχανική πρωτεύουσα του βορρά, λένε ότι είναι το Τουρίνο, αλλά η πόλη είναι όμορφη, «πηγμένη» στο πράσινο και ο επισκέπτης συναντά παντού την ιστορία και αυτό είναι αρκετό.
Το πρόγραμμα της επομένης ημέρας ήταν εξ ίσου ενδιαφέρον μια και περιελάμβανε οδήγηση του νέου Φίατ Punto και συνάντηση με τον «αρχηγό» του Γκρούπο Κανταρέλα. Πήγαμε λοιπόν στο Κέντρο Ερευνών στο Ορμπεζάνο και αφού είδαμε το νέο αυτοκίνητο στην ειδική αίθουσα παρουσιάσεων και μιλήσαμε με τους μηχανικούς και τους σχεδιαστές που το «έφτιαξαν», ξεκινήσαμε για μια σύντομη δοκιμή πάνω σε μια τέλεια, ως συνήθως, οριοθετημένη διαδρομή. Το νέο Punto (περισσότερα, αν οι σχεδιασμοί έχουν πάει καλά, σε άλλες σελίδες αυτού του τεύχους) δεν είναι ένα ανανεωμένο Ούνο η Τίπο, αλλά ένα εντελώς νέο αυτοκίνητο που τοποθετείται ανάμεσα στα δύο. Χτισμένο πάνω σε καινούργιο δάπεδο, το Punto (που παρουσιάστηκε επίσημα «σήμερα», 1η Σεπτεμβρίου) θα διατίθεται με μια εντυπωσιακή γκάμα κινητήρων και εξοπλισμού και με κιβώτιο …έξη ταχυτήτων. Συγκεκριμένα θα μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ των εξής κινητήρων: 1.1 (60 hp), 1.3 (1.242 κ.εκ.) με ψεκασμό πολλαπλών σημείων (75 hp), 1.6 (90hp) και 1.4 turbo (136hp). Ακόμα, το Punto θα διατίθεται με τουρμποντίζελ 1.700 κ.εκ. (72hp). Όλα τα μοντέλα (εκτός από τα μικρά) θα έχουν τη δυνατότητα (ανάλογα με το επίπεδο εξοπλισμού) να εφοδιασθούν με ABS και κλιματισμό και κιβώτιο πέντε η έξη ταχυτήτων!
Ακόμα, όλα τα Punto (με εξαίρεση το 1.1) έχουν αντιστρεπτικές δοκούς εμπρός και πίσω. Οι διαστάσεις του νέου αυτοκινήτου είναι: μήκος 3.760μ, πλάτος 1.620μ, ύψος 1.444μ ενώ το μεταξόνιο στέκει στα 2.450μ. Οι αναρτήσεις εμπρός και πίσω είναι βασισμένες σ’ εκείνες του Τίπο, αλλά οι μετατροπές είναι τόσες ώστε οι μηχανικοί τις θεωρούν «σχεδόν νέες». Ξεκίνησα τις δοκιμές με το αυτοκίνητο με τον κινητήρα των 1.224 κ.εκ. που αποτελεί εξέλιξη του γνωστού FIRE και, δεν χρειάστηκα παρά λίγα χιλιόμετρα για να διαπιστώσω ότι, αυτή τη φορά, η Φίατ κατάφερε να σχεδιάσει ένα αυτοκίνητο που δύσκολα κάποιος θα βρει μειονεκτήματα. Μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η ποιότητα κατασκευής (καλύτερη απ’ εκείνη που έχουμε συνηθίσει από πολλά ευρωπαϊκά και ιαπωνικά αυτοκίνητα), η ποιότητα της ανάρτησης (που δεν «βροντάει» η τρίζει) με τον επιτέλους σχεδόν ιδανικό βαθμό απόσβεσης και, πιστέψτε το, το …κιβώτιο ταχυτήτων που είναι, επιτέλους, γρήγορο και ακριβές. O θόρυβος του κινητήρα είναι σχεδόν ανύπαρκτος και η ροπή του (11Nm στις 3.000 σ.α.λ) υπεραρκετή για την οδήγηση στην πόλη και τα προσπεράσματα στην αουτοστράντα. Ακόμα, εντυπωσιακοί είναι οι εσωτερικοί χώροι (ιδιαίτερα πίσω) και η δυνατότητα ρύθμισης του καθίσματος όχι μόνο στον διαμήκη, αλλά και στον κάθετο άξονα. Οι πρώτες εντυπώσεις λένε ότι το Punto είναι ένα ομοιογενές αυτοκίνητο με καλή οδική συμπεριφορά (αν και θα προτιμούσα να μη γέρνει τόσο πολύ στις στροφές), αποτελεσματικά και προοδευτικά φρένα και καλό σύστημα κλιματισμού. Αμέσως μετά πήρα ένα 1.1 με ψεκασμό μονού σημείου και κιβώτιο 6 σχέσεων και ξαναγύρισα στα …νιάτα μου! Καλά…Το «εξάρι» έχει μεγάλη «πλάκα». O οδηγός μπορεί να εκμεταλλευτεί πλήρως την ισχύ (και την ροπή) του μικρού κινητήρα αλλάζοντας (συνεχώς) ταχύτητες στο επίσης πολύ καλό κιβώτιο. Όλες οι σχέσεις είναι «κοντές» και πιάνεις τον εαυτό σου ν’ αλλάζεις δυο και τρεις φορές ταχύτητα σε μια γρήγορη κατηφορική στροφή με αποτέλεσμα να νομίζεις οτι οδηγείς μια αγωνιστική …Χόντα! H διάταξη των σχέσεων είναι «κανονική» με την 6η κάτω από την 5η και την όπισθεν «τέλος» δεξιά και «κάτω». Το Punto με το εξατάχυτο κιβώτιο απευθύνεται κύρια στους νεότερους οδηγούς που έχουν το κέφι, τις γνώσεις και την όρεξη να το χρησιμοποιήσουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να το παραγγείλει και ένας μέσος οδηγός που θέλει να κινηθεί πιο «σβέλτα» από την εποχούμενη άμμο της Κυριακής.
Τελευταίο, έτσι για την ιστορία, άφησα το Punto turbo με τον κινητήρα των 136 ίππων. Μη αντέχοντας (η ώρα είχε πάει τρείς) να ξανακάνω την διαδρομή των 60 χιλιομέτρων έκανα τρεις γύρους στη μικρή πίστα του Κέντρου Δοκιμών και μάλλον δεν κατάλαβα …τίποτα πέρα απ’ το ότι είναι γρήγορο, προβλέψιμο και έχει πολύ καλά φρένα. Αν τώρα με ρωτήσετε ποιο απ’ τα τρία θα διάλεγα θα έλεγα το 1.3 με εξατάχυτο κιβώτιο, κλιματισμό και ABS για να μπορώ να κινούμαι «ζωηρά», αλλά και με άνεση στη πόλη και στον ανοιχτό δρόμο. H επαφή μου με τα νέα Punto ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσω να εκφέρω μια ολοκληρωμένη άποψη για το αυτοκίνητο. Έχω όμως την -ισχυρή- εντύπωση οτι οι μηχανικοί του Γκρούπο και οι σχεδιαστές (Τζουτζάρο) έκαναν πολύ καλή δουλειά και ο ανταγωνισμός (Νισάν Μίκρα, Όπελ Κόρσα κλπ) θα τα βρει αυτή τη φορά «σκούρα» με την προϋπόθεση βέβαια ότι, η τιμή του Punto θα είναι ελκυστική.
Πίσω στο Κέντρο Έρευνας λοιπόν για να πληροφορηθούμε ότι, κάτι πολύ σοβαρό συνέβη τη τελευταία στιγμή και, ο κ. Κανταρέλα δεν μπορούσε να έλθει στο ραντεβού με τους δημοσιογράφους. H ακύρωση σήμαινε ότι χάσαμε τη πτήση από Τουρίνο για Ρώμη και μετά για Αθήνα και ότι, το βράδυ θα ακολουθούσε ακόμα ένα δημοσιογραφικό δείπνο που κάθε άλλο παρά καλό θα έκανε στη σιλουέτα του υπογράφοντος. Πως όμως να αρνηθείς όταν έχεις τόσο καλή παρέα (στην ομάδα προστέθηκαν συνάδελφοι από την Ισπανία και την Πορτογαλία) καθώς και η εξαιρετική Κα Πάολα Γκαντόλφο του Γραφείου Τύπου της Φιατ συν ένα ακόμα εκπληκτικής ποιότητας δείπνο σ’ ένα μικρό εστιατόριο που, δυστυχώς, ξεχνώ την διεύθυνσή του, αλλά μπορώ να την μάθω αν …επιμένετε! Το τέλος μιας ακόμα εξαντλητικής (αλλά ενδιαφέρουσας) ημέρας έφτασε και, το κρεβάτι στο ξενοδοχείο, δέχτηκε ακόμα ένα «πτώμα».
Εγερτήριο στις 06.30 της επομένης και μετάβαση στο αεροδρόμιο όπου, ανακαλύψαμε ότι, από λάθος του γραφείου ταξιδίων, είμαστε στην λίστα αναμονής πράγμα που σήμαινε ότι, αν χάναμε τη πτήση προς τη Ρώμη χάναμε και την πτήση της Ολυμπιακής που σήμαινε ότι θα επιστρέφαμε στην Αθήνα το Σάββατο αντί την Παρασκευή. Για μεγάλη μας τύχη όμως κάποιος επιβάτης δεν εμφανίστηκε και όλα πήγαν καλά μέχρι λίγα μίλια έξω απ’ το Ελληνικό όπου το Αίρμπας άρχισε να κάνει κύκλους επειδή οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στο έκαναν λευκή απεργία με αποτέλεσμα να καθυστερήσει μια ώρα η πτήση (μαζί με την καθυστέρηση στη Ρώμη).
Στις 15.00 ήμουν στο γραφείο για να δω την αλληλογραφία τριών ημερών, τα σλάιντς που τράβηξα στο Φιοράνο (όχι από τα καλύτερα της ζωής μου) και να συζητήσω με τους συνεργάτες μου τις δουλειές της Δευτέρας μια και ο Π.Φ. έφευγε για την Σουηδία και το νέο Σάαμπ , ο Σ.Κ. είχε ήδη φύγει για ολιγοήμερες διακοπές και ο Σ.Χ. θα έφευγε για «διακοπές» δύο ημερών σε φιλικό σπίτι στις Σπέτσες. Στις 6 το απόγευμα κατάφερα να φύγω απ’ τους 4T, και να προλάβω την ώρα του δειλινού της 23 Ιουλίου. Το Σάββατο πάλι γράψιμο, την Κυριακή το πρωί «μάθημα» με τον Π. Τσακωνιάτη στο Σενέκα και το απόγευμα πάλι δουλειά αυτή τη φορά για την εφημερίδα.
Κι αν νομίσατε ότι τα βάσανά μου τελείωσαν κάνετε λάθος. Γιατί τα χαράματα της Τετάρτης είμαστε πάλι με τον Σ.Χ. στο Ελληνικό για να πάρουμε την United για το Παρίσι (Σαρλ ντε Γκλώλ), μετά ταξί για το Ορλύ, άλλο αεροπλάνο για το Μονπελιέ κι απ’ εκεί με 3λιτρη Σιτροέν XM για την πόλη Αλές όπου, κοντά στο χωριό Μοντελίς, βρίσκονταν ένα χωμάτινο σιρκουί όπου θα οδηγούσαμε (και θα φωτογράφιζα) έναν από τους δύο «βασιλείς» των Μαραθωνίων την Σιτροέν ZX Ραλλύ Ρέντ (το άλλο, το Μιτζουμπίσι Παχέρο το έχουμε οδηγήσει παλιότερα). Αφού έχασα τρεις φορές το δρόμο (η σήμανση, ακόμα και στους πιο μικρούς επαρχιακούς δρόμους της Γαλλίας είναι άψογη. Απλά ο συνοδηγός δεν ήταν σε θέση να διαβάσει τα «ψιλά» γράμματα στον χάρτη!) φτάσαμε στη χωμάτινη πίστα (υπάρχουν μόνο δύο σε όλη τη Γαλλία) και πιστέψαμε οτι είμαστε στη …Σαχάρα. Πλήρης άπνοια, θερμοκρασία 38-39ψC και σκόνη. Σκόνη λευκή, ψιλή, που, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη εφίδρωση, μας έκανε να μοιάζουμε με περιπλανώμενους …αλήτες.
Μπροστά στο τεράστιο τρέϊλερ της Citroen Sport όλος ο καλός κόσμος. O Τίμο Σάλονεν και ο συνοδηγός του Φρεντ Γκάλαχερ, ο Ουμπέρ Οριόλ και οι άλλοι οδηγοί και συνοδηγοί που έχουν γράψει ιστορία στους μαγάλους Μαραθώνιους από το 1980 μέχρι σήμερα. Μετά τα τυπικά και ενώ «ακούγαμε» τον ήχο της ζέστης, οι 8 δημοσιογράφοι (6 την Βρετανία και 2 απ’ την Ελλάδα) άρχισαν να δοκιμάζουν τις δύο κόκκινες Ραλλύ Ρεντ πότε μόνοι τους, πότε με τους οδηγούς της ομάδας. Σοφά σκεπτόμενος (όπως αποδείχτηκε) προτίμησα πρώτα να φορέσω το καπέλο του φωτογράφου και μετά του οδηγού-δοκιμαστή. Έτσι, αφού τράβηξα τα «στατικά» και αποθανάτισα τον Στράτη καθώς …ανέβαινε στη θέση του οδηγού (το αυτοκίνητο είναι πολύ ψηλό), μπήκα σε ένα ZX μπρέικ και πήγα στο πίσω μέρος της πίστας περιμένοντας να περάσει για να τον φωτογραφίσω «εν δράση». Τι το ήθελα; Μετά από τρία περάσματα, ενάμιση τόνο σκόνης και τον ήλιο να με «βαράει» κατακέφαλα αισθάνθηκα ότι πλησίαζε το …τέλος μου.
Τέτοια άγρια ζέστη είχα πολλά χρόνια να αισθανθώ. Κλικ, κλικ, κλικ, βρουμ, βρουμ, βρουμ και, άρχισα να σκέπτομαι ότι, αν δεν έλθουν να με μαζέψουν μέσα στα επόμενα 10 λεπτά θα βρουμ τα …κόκαλά μου. Όμως ο Στράτης είχε το νου του και, μόλις κατέβηκε απ’ το τέρας (διαβάστε τις εντυπώσεις του σε άλλες σελίδες) έστειλε ένα αυτοκίνητο να με μαζέψει. Πίσω στα πιτς η εικόνα ήταν κάτι ανάμεσα σε οίκο ευγηρίας και «σέρβις» του Παρίσι-Ντακάρ με τους μισούς συνάδελφους σωριασμένους στις καρέκλες να βρέχουν τα κεφάλια τους με νερό και τους άλλους να σκαρφαλώνουν στο δύσκολο κάθισμα της ZX. Εκεί ήταν που γνώρισα καλύτερα τον Ουμπέρ Οριόλ, τον «μυθικό» αναβάτη που έλαβε μέρος σε όλα τα Paris-Dakar, αλλά και τους άλλους Μαραθώνιους του δρόμου πρώτα με δύο και μετά με τέσσερις τροχούς. Παντρεμένος, με τρεις κόρες, ο Ουμπέρ πρέπει να είναι ο πιο προσγειωμένος, φιλικός και καλλιεργημένος σουπερστάρ των αγώνων αντοχής. Καθίσαμε δίπλα, μιλήσαμε για την ομορφιά (και την μοναξιά) του αναβάτη μεγάλων αποστάσεων, για ελικόπτερα (έχει ένα Robinson R22) και αεροπλάνα (έχει κάνει το γύρο του κόσμου μ’ ένα αναπαλαιομένο δικινητήριο του 2ου Π.Π.), για την Ελλάδα (ο καλύτερός του φίλος είναι Έλληνας και ζεί στη Γενεύη), για το εστιατόριό του στο Παρίσι (λέγεται Le Pont du Suresnes) και ο άνθρωπος με κατέκτησε με την αισθητική και την ομορφιά που εξέπεμπε.
Κάποια στιγμή ήλθε η σειρά μου να οδηγήσω το τέρας γι’ αυτό, διάλεξα ένα κράνος και, μετά από συγκεκριμένες (και άκομψες) ασκήσεις γιόγκα, κατάφερα να εισχωρήσω στο μπάκετ. Έβαλα εμπρός, μετά έβαλα πρώτη, πάτησα το γκάζι, άφησα -απότομα- τον συμπλέκτη και μου ‘σβησε! Δεύτερη προσπάθεια, πάλι τα ίδια. Στην τρίτη ξεκίνησα, πήγα ένα γύρο σιγά για να δω τη πίστα (σαν τα χαρακώματα του 1ου Π.Π.) και δύο πιο γρήγορα, τόσο, ώστε να ακούσω ένα -σιωπηλό- «μπράβο» από τον Σ.Χ. που παρακολουθούσε απ’ τα πιτς, αλλά και ένα well done από τον Ουμπέρ Οριόλ. Το πόσο well done ήταν το είδα λίγη ώρα αργότερα όταν, ο Τίμο Σάλονεν κάθισε στη θέση του οδηγού για να πάει «βόλτα» τους συναδέλφους. Κι όταν λέμε «βόλτα» εννοούμε …μπουλντόζα μεγάλης ταχύτητας, χαμηλή πτήση ή, ότι άλλο μπορεί να χαρακτηρίσει ένα αυτοκίνητο που περνάει πάνω απ’ τους λάκκους και τις κοτρόνες σαν να κινείται στην οδό Πανεπιστημίου! Σε στιγμές σαν αυτή καταλαβαίνεις πόσο «μικρός» και άσχετος είσαι οδηγικά, αλλά τι να κάνουμε. Δεν μπορούμε όλοι να οδηγούμε σαν τον Σάλονεν!
Κατά τις 5.30 το απόγευμα και με τη ζέστη να διαλύει τις πέτρες αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Εκεί, μπήκαμε στο μπάνιο για να απαλλαγούμε από τα 3-4 κιλά σκόνης που είχαμε επάνω μας, ν’ αλλάξουμε και να περπατήσουμε μέχρι το εστιατόριο του ξενοδοχείου Riche που πρέπει να είναι ένα από τα καλύτερα στη Γαλλία, αν κρίνω από την ποιότητα του δείπνου. Ώς συνήθως, στις 11 το βράδυ επιστρέψαμε ως πτώματα στο ξενοδοχείο για να σηκωθούμε την άλλη μέρα, να πάμε στη Μασσαλία και να πάρουμε τη πτήση της Ολυμπιακής για την Αθήνα (μέσω Νάπολης όπου επιβιβάστηκαν διάφορα «τυριά» του ιταλικού νότου που θα έκαναν διακοπές στην Ελλάδα. Ναι, στο Δίδυμο περιμέναμε στο hold λόγω της λευκής απεργίας των ελεγκτών που ακόμα περιμένουν να λειτουργήσει το περίφημο ραντάρ της Τόμσον και της Ζήμενς για να σταματήσουν να ελέγχουν την εναέρια κυκλοφορία μοιράζοντας …χαρτάκια ο ένας στον άλλο.
Στις 19.00 φθάσαμε στους 4T για να στείλουμε τα φιλμ για εμφάνιση, να δούμε την αλληλογραφία (και το τεύχος Αυγούστου που είχε κυκλοφορήσει εν τη απουσία μας) και να φθάσουμε σπίτι κατά τις 9 το βράδυ.
Είναι λοιπόν φυσικό, όταν λείπεις δύο από τις πέντε «εργάσιμες» μέρες, να αποδιοργανώνεσαι. Οι δουλειές ρουτίνας «πάνε πίσω» η «μαζεύονται» για την Παρασκευή κι έτσι, οι μόνες μέρες που μπορείς να γράψεις τα όποια άρθρα σου είναι το …Σάββατο και η Κυριακή. Έτσι λοιπόν περνούν τις ημέρες μας γι αυτό, συχνά σας λέω ότι, ποτέ δεν θα ‘ρθει η στιγμή που θα δούμε την ανατολή εκτός αν, την επόμενη μέρα, δεν θα έχουμε τίποτα να κάνουμε. Με αυτή τη ρουτίνα οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια περνούν και θα ‘ρθει μια στιγμή που θα σταθούμε μπροστά στον καθρέφτη και τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο και στο σώμα θα μας πουν ότι το «ταξίδι» έφθασε στο τέλος. Συχνά αναρωτιέμαι τι θα κάνω εκείνη τη στιγμή… Θα δεχθώ την απόφαση του …ανωτάτου δικαστηρίου και ήρεμα θα βαδίσω μέχρι τη στιγμή της Μεγάλης Αναχώρησης η θα μου «στρίψει» απ’ την απραξία και θα καταλήξω σε κανένα …ψυχιατρείο; Πάντως και για να τελειώνουμε με τις εξομολογήσεις, αν κάποιος με ρωτούσε σήμερα τι θα ήθελα να κάνω μέχρι να πεθάνω θα του έλεγα οτι θα ήθελα να ταξιδέψω. Να δω τους τόπους και τους ανθρώπους που είδα στον κινηματογράφο ή διάβασα στα βιβλία και στα περιοδικά, να τα φωτογραφήσω και να …γράψω γι αυτά. Αν λοιπόν κάποιος μεγαλοεκδότης ενδιαφέρεται να χρησιμοποιήσει ένα συνταξιούχο δημοσιογράφο που δεν εννοεί να το «βάλει κάτω» ακόμα κι όταν φθάσει στα 70 δεν έχει παρά να γράψει (σε 20 χρόνια από σήμερα) στη διεύθυνση Οδός Ονείρων 31, υπ’ όψη Κώστα Καββαθά. Όλες οι επιστολές θα απαντηθούν, όλες οι (δημοσιογραφικές) επιθυμίες θα ικανοποιηθούν.
Πάει, παραγνωριστήκαμε, και δεν έχω πλέον μυστικά από ‘σας._.Κ.Κ. O κ. Υλό στην πόλη του Ales οδηγεί την Σιτροέν ZX Ραλλύ Ρεντ! Παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να την κάνει να «φύγει» με τα «τέσσερα»
Ουμπέρ Οριόλ. Από τους 2 στους 4 τροχούς, ένας αληθινός δρομέας μεγάλων αποστάσεων και ένας πραγματικός «τζέντλμαν» ο Γάλλος «εξερευνητής» μας εξέπληξε με την ευγένειά του.
Μέσα το στομάχι! Προσπαθώντας να δέσω τις ζώνες έξι σημείων με 39ψ υπό σκιά.
Το βάρους 2 τόνων αυτοκίνητο περνούσε πάνω απ’ τα χαρακώματα με ξεχωριστή άνεση.
CINEMA
PARADISO
Οι παραισθήσεις ενός -χαμένου-
ταξιδιώτη
Tι είναι πάλι αυτό; Να κάθεσαι στο γραφείο η να οδηγείς το αυτοκίνητο κι εκεί που χτυπάνε τα τηλέφωνα η σε πρήζουν οι νικολάκηδες που χρειάζονται 1.5 λεπτό για να ξεκινήσουν στο πράσινο και, ξαφνικά, να «φεύγεις» μέσα σε μια κατάλευκη οθόνη σαν εκείνες των παλιών, θερινών σινεμά. Θα είναι και 10 φορές που το ένιωσα τους τελευταίους 2-3 μήνες. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, τη μια φορά πιστεύοντας πως ήταν τα σύννεφα και η ξαφνική πτώση της θερμοκρασίας στη μέση του καλοκαιριού που έφεραν «φθινοπωρινά» ρίγη (και συναισθήματα), την άλλη ότι ήμουν τόσο κουρασμένος ώστε οι παραισθήσεις ήταν δικαιολογημένες. Να όμως που η οθόνη εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, ακόμα κι όταν βρίσκομαι στο μποτιλιάρισμα της οδού Ακαδημίας η σ’ ένα γεμάτο αεροπλάνο που με μεταφέρει στο Μιλάνο η τη Νέα Υόρκη. Όταν «φεύγω» ο διακόπτης γυρίζει και στο πανί εμφανίζονται σκόρπιες οι εικόνες από πράγματα που συνέβησαν στα 50 χρόνια της προηγούμενης ζωή μου. Εικόνες από ένα σπίτι στο Μαρούσι στην άνοιξη, μ’ ένα κήπο με γρασίδι κι ανθισμένα δέντρα, με πηγάδι και χαγιάτι, εικόνες ενός αυτοκινήτου που είχα δει σε κάποιο παλιό αγώνα η, ακόμα το ξεθωριασμένο περίγραμμα του κάποιου φίλου που χάθηκε στο χρόνο η κάποιας νεανικής αγάπης που, όπως κι εγώ ίσως κι αυτή «φεύγει» απ’ την καθημερινότητα. Αν ήμουν (καλός) σκηνοθέτης του κινηματογράφου θα μπορούσα να δημιουργήσω τις στιγμές που σας περιγράφω.
Πόσοι και πόσοι δεν το ‘χουν κάνει απ’ τον Μπέργκμαν και τον Φελίνι μέχρι τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ, τους αδελφούς Ταβιάνι και τον Τορνατόρε. Κάνω λάθος αν πω ότι, όλοι τους δημιούργησαν τις σχετικές σκηνές σε «μεγάλη» ηλικία; Κάπου είχα διαβάσει ότι, για να γίνεις καλός συγγραφέας, ζωγράφος η σκηνοθέτης πρέπει να έχει περάσει τα 50 γιατί τότε οι εμπειρίες της ζωής «κατακάθονται», ταξινομούνται και επιστρέφουν σαν ολοκληρωμένες προτάσεις (η εικόνες) και μάλλον έτσι πρέπει να είναι. Βλέπετε, τώρα ακούω καλύτερα τον ήχο ενός παλιού φωνόγραφου που έπαιζε σ’ ένα δωμάτιο ενός από τα παλιά ξενοδοχεία της Κηφισιάς η την ιαχή ενός 12κύλινδρου κινητήρα στις 24 Ώρες του Μαν. Μέχρι και την Φεράρι του Νίνο Βακαρέλα στο τελευταίο Τάργκα Φλόριο «βλέπω» και «ακούω» καλύτερα σήμερα απ’ οτι το 1973. «Πάει» λέω στον εαυτό μου «τα ‘παιξες, σαλτάρισες…Είναι καιρός να σε δει ψυχαναλυτής. Σε λίγο θα (ξανα)δεις την «Παναγία» στα τζάμια του πατρικού σου σπιτιού στο Νέο Κόσμο, μπορεί και την Πόρσε του φον Τριπς ν’ ανεβαίνει την Πάρνηθα. Και καλά να τα ‘χεις παρατήσει, να ‘χεις πάρει τη σύνταξή σου και να μην έχεις πως να «σκοτώσεις» την ώρα σου. Εδώ, οι παραισθήσεις εμφανίζονται χώρα ακόμα και την ώρα που στο γραφείο σου μιλάνε (συγχρόνως) τρεις άνθρωποι και χτυπάνε τέσσερα τηλέφωνα.»
Κουράστηκες Καββαθά, μου λένε οι φίλοι. Καιρός να φύγεις ένα μήνα. Αν συνεχίσεις με τον ίδιο ρυθμό θα καταλήξεις σε κλινική η στα θυμαράκια. Είναι όμως η κούραση που μας κάνει να «φεύγουμε» η μήπως η ανάγκη να γλιτώσουμε απ’ την ασχήμια που μας περιβάλλει με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Είναι ο χρόνος που περνά η, η το οτι, ο χρόνος περνά μέσα σε μια κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, εργασιακή και περιβαλλοντολογική χαβούζα; Μάλλον το τελευταίο. Οι σημερινοί άνθρωποι (τουλάχιστον όσοι διαθέτουν κάποια ίχνη ευαισθησίας) καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν πλέον καμιά ελπίδα να ζήσουν σ’ ένα «πολιτισμένο» περιβάλλον, βλέπουν ότι η ποιότητα ζωής σ’ αυτή τη χώρα θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και δικαιολογημένα «φεύγουν», έστω και για λίγα λεπτά την ημέρα, για να γλιτώσουν απ’ τα κάθε λογής περιττώματα. Από που ν’ αρχίσει και που να τελειώσει κανείς; Από την πολιτική ζωή με τις ομιλούσες κεφαλές και την ακατάσχετη λογοδιάρροιά τους;
Από την χωρίς οίκτο καταστροφή του περιβάλλοντος από όλους τους Έλληνες (μη μου πείτε για τις λαμπρές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα), από την καταρράκωση της παιδείας; Την κατάρρευση αυτού που αποκαλούμε κοινωνικό ιστό; Τις κομπίνες, τα λαδώματα, τις εξαγορές συνειδήσεων, τα ηλίθια τροχαία, την ποιότητα της ενημέρωσης, τα εγκλήματα για «ψύλλου πήδημα», τα αυθαίρετα (που χτίζει ο «αγνός λαός» κυριολεκτικά «όπου του καπνίσει» γράφοντας τους όποιους νόμους στα παλαιότερα των υποδημάτων του; Τις πυρκαγιές που εξαφάνισαν τα λιγοστά δάση της χώρας;
Δεν φταίει ο «λαός» λένε μερικοί για την κατάρρευση, αλλά η κυβέρνηση. Ποια κυβέρνηση (αριστερή, δεξιά, κεντρώα) μωρέ εθελότυφλοι μπορεί να κυβερνήσει ένα λαό που δεν υπακούει σε κανένα κοσμικό η θείο νόμο; Τι μπορεί να κάνει ακόμα και η καλύτερη κυβέρνηση όταν οι μισοί Έλληνες λαδώνουν τους άλλους μισούς; Τι μπορεί να κάνει ο καλύτερος υπουργός Περιβάλλοντος όταν οι υπηρεσίες των υπουργείων, της πολεοδομίας, της αστυνομίας είναι στο ….μισθολόγιο; Πως θα εφαρμοσθούν, μωρέ θεομπαίχτες του κάθε κομματικού μέσου μαζικής «ενημέρωσης», οι «άγιες» αποφάσεις ακόμα και του καλύτερου και πλέον αδιάφθορου Υπουργού Οικονομικών όταν υπάρχουν διευθυντές υπουργείων με βίλες 600 μ2 και Μερτσέντες 500; Πως δεν θα χτιστούν αυθαίρετα όταν η σιωπή των «αρχών» και η «άγνοια» του γεγονότος εξαγοράζεται προς 200-300.000 δραχμές; Δεν καταλαβαίνετε όλοι σε τι λούκι έχει πέσει η χώρα; Εδώ, κάποιος πανύβλαξ, μεθυσμένος, άσχετος οδηγός σκοτώνει έξι παιδιά και τιμωρείται με (εξαγοράσιμη) φυλάκιση ….τριών μηνών επειδή κουβάλησε τρεις ψευδομάρτυρες και πήρε δυο ψεύτικες βεβαιώσεις από τον «γιατρό»… Εδώ ο χοντρός και οι φανεροί (και κρυφοί) συνένοχοί του τίναξαν στον αέρα μια τράπεζα και οι μόνοι που πήγαν (για λίγο) στη φυλακή ήταν οι …κλητήρες. Όταν γνωστοί και άγνωστοι με ρωτούν που «πάει το πράγμα» τους απαντώ «πουθενά» και μου λένε ότι «καταστροφολογώ».
Σεπτέμβριος λοιπόν και, το μόνο που (ξανα)απασχολεί την επιούσιο λαό της γης, είναι αν και πότε θα γίνουν εκλογές, αν θα «κερδίσει» το ΠΑΣΟΚ η Νέα Δημοκρατία και αν θα «κόψει» ψήφους η Πολιτική Άνοιξη, αν θα «ιδιωτικοποιηθεί» ο OTE και η ΔΕΗ. Πείτε μου, γιατί κοντεύω να τρελαθώ, ιδιαίτερα εσείς οι παλιότεροι: βλέπετε τίποτα διαφορετικό απ’ όσα έχετε «δει» τα προηγούμενα 40 χρόνια; Σε λίγο θα ξαναστηθούμε μπροστά στη τηλεόραση για να δούμε τους «μονομάχους» να ξελαρυγγιάζονται στα μπαλκόνια και τον «λαό» να χοροπηδάει στις πλατείες με πανό, βεγγαλικά, σημαίες και αυτοκόλλητα κολλημένα στο …μέτωπό του (ποτέ, όσο ζώ, δεν θα ξεχάσω τις εικόνες των κυριών με τα γένια και τα …μουστάκια που «γκάριζαν» μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης μ’ ένα πράσινο η γαλάζιο χαρτάκι κολλημένο στο κούτελό τους). Στην πολιτική αδιέξοδο, στον πολιτισμό το ίδιο (ένα Μέγαρο Μουσικής, δυο καλά βιβλία και 10 καλοί συνθέτες και ποιητές δεν φέρνουν την άνοιξη), στην παιδεία χάος (με πρωταγωνιστές τους, σε συνεχείς «απεργιακές κινητοποιήσεις» ευρισκόμενους «δασκάλους»), στους δρόμους …βιετνάμ, στη τηλεόραση τζόγος, στην αγορά χαμός από την φοροδιαφυγή. Στα σκυλάδικα, στα μπαρ και στις ντίσκο το αδιαχώρητο. Γιατί να …αυτοκτονήσουν οι Έλληνες Κώστα Ζουράρι και να μη ζήσουν 100+ χρόνια όταν δεν δίνουν δεκάρα για τίποτα. Δεν άκουσες ότι, τα τελευταία 10 χρόνια τρεις Ιάπωνες υπουργοί έκαναν χαρακίρι επειδή κατηγορήθηκαν ότι αναμείχθηκαν σε οικονομικά σκάνδαλα; Ακόμα και οι …Ιταλοί αυτοκτονούν επειδή κατηγορήθηκαν ότι μοίραζαν μίζες στα κόμματα. Ποιος Έλληνας πρωθυπουργός, υπουργός, γενικός γραμματέας, διευθυντής, υπάλληλος γραφείου, οδοκαθαριστής όχι αυτοκτόνησε, αλλά απλά παραιτήθηκε επειδή κατηγορήθηκε για απάτη; Άφησε λοιπόν τις συγκρίσεις γιατί εδώ διαφωνούμε «κάθετα», όπως λένε και οι ομιλούσες κεφαλές του KKE. Μπορεί να είμαστε «όμορφος» λαός (και είμαστε κάποτε), αλλά τα τελευταία χρόνια κανείς δεν φτάνει την χοντροπετσιά και την αναισθησία μας (για να μη πούμε τίποτα για τα άλλα «προτερήματα» της φυλής).
Λες, ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, το «έξω καρδιά» δηλαδή, επέτρεψαν στη φυλή ν’ αντιμετωπίσει τους μύριους κατακτητές και να επιζήσει. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά οι σύγχρονοι κατακτητές καμία σχέση δεν έχουν με τους Ρωμαίους, τους Ενετούς, τους Φράγκους, τους Τούρκους, ακόμα και τους Γερμανούς. Οι σύγχρονοι κατακτητές θα αλώσουν τη χώρα και τους ανθρώπους με νέες, πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους. Πολύ φοβάμαι πως, αν το αμεριμνοαμέριμνο εξακολουθήσει να είναι το κύριο γνώρισμα της φυλής, η Ελλάδα θα μεταβληθεί σύντομα σε χώρα διακοπών για την Αρία φυλή, όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Αδόλφος. Και καλά να δουλεύουμε στις επιχειρήσεις τους. Πληρώνουν καλά και προσφέρουν και ελκυστικά ασφαλιστικά πακέτα. Αλλά, να τους πηγαίνουμε «νεσκαφέ» και να καθαρίζουμε τις τουαλέτες τους πολύ δεν πάει; Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν πολλές χιλιάδες Έλληνες (επιστήμονες, επιχειρηματίες, εργάτες, δημοσιογράφοι, αγρότες, ποιητές, καθηγητές κλπ) που είναι χίλιες φορές καλύτεροι (και ικανότεροι) από τον πιο ικανό «Άριο».
Όπως κι εσείς, παλιοί και νέοι συνταξιδιώτες, έτσι κι εγώ τα βλέπω όλα αυτά και, για λίγα δευτερόλεπτα η λεπτά την ημέρα, η οθόνη φωτίζεται και ξαναγυρίζω πίσω σε άλλες εποχές που οι ανθρώπινες πράξεις είχαν ευγένεια, που η «μπέσα» και το «φιλότιμο» δεν είχαν χαθεί και οι φωνόγραφοι δεν είχαν αντικατασταθεί από τα beat box της εκκωφαντικής, αλλά τόσο ρηχής μας παρουσίας. Κάτι σαν προσωπικό Cinema Paradisso δηλαδή που με βοηθάει να μη τρελαθώ._Κ.Κ.