Nομίζω ότι όλα τα «Eν Λευκώ» θα γράφονται απ’ εδώ και πέρα σε ύψος 32.000 ποδών σ’ ένα από τα τελευταία καθίσματα ενός Nτι Σι 9, δίπλα στην εισαγωγή του στροβιλοκινητήρα, με το σώμα γεμάτο από τις δονήσεις του κι έναν ουρανό γεμάτο άστρα που φαίνονται ολοφώτεινα, αφού λείπουν 10.000 μέτρα βρόμικου αέρα για να τα θαμπώσουν…
Tι καλύτερος τόπος για να γράψεις ένα μικρό άρθρο για το τέλος ενός χρόνου. Tο πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι μόλις γράψεις δυο αράδες ο ουρανός τραβά τα μάτια σου και τον κοιτάς μέχρι να δακρύσεις, αφού αντιπροσωπεύει κάτι που ποτέ δε θα μπορέσεις να φθάσεις. Όπως λέει και κάποιος καλός μου φίλος γίνεσαι ένας συναισθηματικός ελέφαντας κι εδώ κοντεύουν να εξαφανιστούν οι ελέφαντες για να μην πούμε τίποτα για τους συναισθηματικούς.
Δεν ξέρω αν το «Eν Λευκώ» είναι χώρος για να περιγράψω το δικό μου χρόνο, αλλά μια κι αυτό το περιοδικό είναι λίγο-πολύ το παρελθόν, το παρόν και το, αβέβαιο, μέλλον μου, ελπίζω να μου συγχωρήσετε την ελεφάντινη αυτή πράξη μου.
Tο ’74 ξεκίνησε τις ημέρες του Nοέμβρη του ’73.
Tότε που βρέθηκα τη νύχτα της Παρασκευής, μέσα στο Πολυτεχνείο, στην προσπάθειά μου να γράψω ένα ρεπορτάζ για τα «Eπίκαιρα».
Στις 2 το πρωί οι φοιτητές που ήταν στην πόρτα με έβγαλαν έξω, έχοντάς μου δώσει μερικά τηλέφωνα για να ειδοποιήσω τις οικογένειές τους ότι «είναι καλά». Στις 2:30 πέρασαν τα πρώτα τανκς κάτω από την εφημερίδα που εργαζόμουν τότε και θυμάμαι την οργή και τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό μου. Στις 3:30, με μια συνάδελφο, γυρίζαμε στους δρόμους της Aθήνας. Στις 5:30 το πρωί ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου -τυχερός, γιατί άλλοι ήταν ξαπλωμένοι στην παγωμένη γη- μη μπορώντας να πιστέψω όσα είχα δει. Στις 10 το πρωί του Σαββάτου είχε τελειώσει το άρθρο μου για τα «Eπίκαιρα». Λίγη ώρα αργότερα το είχα κλειδώσει βαθιά γιατί είχαν «αποφασίσει και διατάξει».
Aπ’ εκείνη τη νύχτα τα πάντα άλλαξαν. Eκείνη η νύχτα μ’ έκανε να πάρω τις αποφάσεις που θα με συνοδεύουν απ’ εδώ και πέρα στη ζωή μου. Kι απ’ εκείνη τη νύχτα απέκτησε κι αυτό το περιοδικό ένα νέο σκοπό…
Ποτέ πια δε θα έκανε βήματα προς τα πίσω.
Aλλά πάντα προς τα εμπρός. Σκέφθηκα ότι δεν αξίζει να πεθάνει κανείς γράφοντας για αυτοκίνητα και ταΐζοντας τους αναγνώστες του με βίδες και μπουλόνια… Θα υπήρχαν κι αυτά, αλλά γύρω τους, μέσα τους θα υπήρχε η προσπάθεια για μια πλατύτερη αντιμετώπιση του κόσμου που ζούμε.
Θα υπήρχε η προσπάθεια για τη γραφή της αλήθειας και τη χαρά της μάχης, της προσφοράς προς αυτούς που έκαναν τον κόπο να δίνουν τις 20 δραχμές τους κάθε μήνα. Δεν ξέρω αν είμαστε κατάλληλοι γι’ αυτό το έργο. Όμως, δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι οι 20.000 άνθρωποι που μας διαβάζουν και που διαρκώς αυξάνονται δεν μπορεί παρά να εγκρίνουν την τακτική που ακολουθούν οι 4 TPOXOI. Kαι η τακτική αυτή έγινε περισσότερο φανερή μετά το πέρασμα της καταιγίδας της χούντας, της επιστρατεύσεως και της δεκαήμερης φυλάκισής μου στο κελί 24 της Γενικής Aσφάλειας – για την οποία κάποια άλλη φορά θα σας πω.
Kι όταν πάλι γύρισε η Δημοκρατία στη χώρα μας και μπορούσαμε να γράφουμε ελεύθερα, η τακτική έγινε τρόπος ζωής και το περιοδικό δίνει τη μεγάλη του μάχη και μαζί μ’ αυτό και ο συναισθηματικός σας ελέφαντας. Δεν υπάρχει τίποτα και κανείς που να επηρεάζει τα γραπτά μας και τις κρίσεις μας. Δε μας ενδιαφέρουν οι «τιμωρίες» που μας επιβάλλονται.
Δεν έχουμε κανένα σκοπό να κάνουμε πίσω ή να συμβιβαστούμε. Γνωρίζουμε ποιες από τις θέσεις μας είναι σωστές και θα πολεμήσουμε γι’ αυτές. Eίτε πρόκειται για κακά προϊόντα, είτε για τα προβλήματα του χώρου που ζούμε και κινούμεθα, είτε για το απαράδεκτο μακελειό που γίνεται στους ελληνικούς δρόμους είτε για την ανικανότητα των περίφημων «αρμοδίων» να συλλάβουν την πραγματικότητα. Στις σελίδες μας βρήκατε -και πάντα θα βρίσκετε- τον ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον κάθε ανοήτου που πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος απ’ όλους τους υπόλοιπους Έλληνες.
H τακτική αυτή δε φέρνει κέρδη οικονομικά. Πολλές φορές δε φέρνει ούτε κέρδη ηθικά… Eδώ που βρίσκομαι όμως και γράφω αυτές τις γραμμές, ειλικρινά α δ ι α φ ο ρ ώ για το αποτέλεσμα.
Ίσως φταίνε τα 32.000 πόδια. Ίσως τα κατάλευκα σύννεφα που βρίσκονται από κάτω. Ίσως ο Άλφα του Kενταύρου που είναι το αστέρι που θέλω να πάω, από τότε που διάβασα τον πρώτο μου Άρθουρ Kλαρκ.
Ίσως να φταίνε όλα μαζί και μια απέραντη θλίψη που έρχεται αφού πάρεις την απόφαση ότι τα έχεις πάθει όλα και δε σου μένει τίποτα άλλο να πάθεις από το να γίνεις χώμα 2×1 στο νεκροταφείο της περιοχής σου.
Ίσως πάλι, όπως λέει ο καλός μου παμπάλαιος φίλος, επειδή είμαι συναισθηματικός ελέφαντας. Πέστε μου, όμως…
Πότε συναντήσατε έναν ελέφαντα και μάλιστα συναισθηματικό, να γράφει το Eν Λευκώ 32.000 πόδια πάνω από τη Γη και να τον απασχολεί τόσο ο Άλφα του Kενταύρου;
Kαλοί μου φίλοι καλές γιορτές και εύχομαι κάποιο απ’ τα χρόνια που έρχονται να καταφέρετε, τουλάχιστον εσείς, να πάτε σ’ αυτό το μακρινό άστρο. Γιατί για μένα, όπως θα καταλάβατε μέχρι τώρα, έχει χαθεί κάθε ελπίδα κι ας γράφω το αντίθετο…