(συνέχεια από προηγούμενα)
«Περάστε, παρακαλώ», είπε χαμογελαστά, «καθίστε να συζητήσουμε για την πατρίδα σας που τόσο αγαπώ…».
Ήταν ένας νέος άντρας, αεροναυπηγός από το Πανεπιστήμιο του Άαχεν, σχεδιαστής ιπτάμενων μηχανών και κατασκευαστής μαζί με το φίλο του που στεκόταν δίπλα του χωρίς να μιλάει, μια και δεν ήξερε Αγγλικά κι εγώ δεν ήξερα Γερμανικά.
«Αυτό εδώ είναι ένα νέο πανάλαφρο αεροπλάνο που σχεδιάζουμε αυτή τη στιγμή. Θα πετάξει για πρώτη φορά γύρω στις 15 Αυγούστου και θα χαρούμε πολύ να ‘ρθετε να το δοκιμάσετε…»
Χαμογέλασα πικρά.
Ήταν τρεις μέρες τώρα που χαμογελούσα πικρά περπατώντας ανάμεσα στα εκθέματα της μεγάλης Αεροπορικής Έκθεσης του Ανοβέρου, μιλώντας με τους σχεδιαστές και τους μηχανικούς, πετώντας με τα πειραματικά τους αεροπλάνα και συζητώντας για τα προβλήματα του 21ου αιώνα στον τομέα των αερομεταφορών.
Ξεκινούσα το πρωί από ένα φριχτό ξενοδοχείο που κατάφερα να βρω σ’ ένα φριχτό προάστιο που το ‘λεγαν Λέτερ και, παίρνοντας πρώτα το τρένο (μάρκα 2) και μετά το λεωφορείο (μάρκα 3.70), έφτανα, φορτωμένος με 18 κιλά φωτογραφικές μηχανές και φακούς, στο μεγάλο αεροδρόμιο του Λανγκχόφεν κι άρχιζα τις επισκέψεις στα περίπτερα. Πρώτα στα μικρά «περίπτερα» των κατασκευαστών σαν τον όμορφο άνθρωπο που ανάφερα πιο πάνω.
Στο περίπτερο του Χόφμαν με τα μοτοανεμόπτερα και τα αγνά αεροπλάνα. Μετά, στο περίπτερο του Γκος που φτιάχνει ένα πλαστικό αεροπλανάκι με μια τόση δα μηχανή που μπορεί να πετάει 6 ώρες και να καλύπτει απόσταση 1.300 χιλιομέτρων. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να γίνει αεροπλάνο περιπολίας στο Αιγαίο!
Μετά, στα «περίπτερα» που οι Ρουμάνοι είχαν αραδιασμένες τις δικές τους πτητικές μηχανές και πιο κάτω στο υπαίθριο τσίρκο των hang gliders, με τα πολύχρωμα φτερά τους και τους μικροσκοπικούς κινητήρες τους.
«Αυτό πού το φτιάχνετε;»
«Σ’ ένα μικρό εργαστήρι που έχουμε πίσω απ’ το σπίτι».
«Και πού βρήκατε τα λεφτά;»
«Μας τα ‘δωσε η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζοντας την αξία του σχεδίου μας».
«Πόσα μικρά αεροπλάνα έχετε στην Ελλάδα;»
Με ρωτούν περιμένοντας να ακούσουν «500» ή «700» ή «1.600, από τα οποία τα 1.000 είναι φτιαγμένα από μαθητές σχολείων και φοιτητές Πολυτεχνείων…».
Πάλι όμως δεν απαντάς και πάντα βρίσκεις μια δικαιολογία ν’ αλλάξεις τη συζήτηση, γιατί όταν βρίσκεσαι εκεί, ανάμεσα σε ήρεμους και κατασταλαγμένους ανθρώπους, ανάμεσα σε πολίτες που δεν ασχολούνται τα τελευταία… δέκα χρόνια με τα «μονά- ζυγά» και το «νέφος», δε σου πάει να πεις ότι όχι μόνο μικρά αεροπλάνα δεν έχουμε αλλά ούτε ποδήλατα φτιάχνουμε, που να πάρει ο διάολος την ακατάσχετη φλυαρία μας και τις ατέλειωτες θεωρίες μας για το πώς πρέπει να είναι φτιαγμένος και να λειτουργεί ο κόσμος. Φεύγεις λοιπόν απ’ τα περίπτερα των μικρών στο ύπαιθρο και περπατάς μέσα στις τεράστιες αίθουσες.
Η Βρετανική Αεροδιαστημική Βιομηχανία. Η Γαλλική Αεροδιαστημική Βιομηχανία, η Ιταλική, η Γερμανική, η Καναδέζικη, η Αυστραλιανή, η Αμερικάνικη, η… Αιγυπτιακή, η… Ινδική, η Ισπανική, η Βραζιλιάνικη, η Σουηδέζικη, η Τσεχοσλοβάκικη, η Πολωνέζικη, μ’ ένα περίπτερο όμως που έχει γράμματα από φελιζόλ και απαράδεκτες φωτογραφίες. Ψάχνω να βρω κάποιον να μιλήσω. Δεν υπάρχει ψυχή. Ίσως τους κλείδωσε ο Γιαρουζέλσκι για να τους γλιτώσει από τους εαυτούς τους, δεν εξηγείται αλλιώς πώς χάθηκαν όλα τα γεμάτα ενθουσιασμό παιδιά που είχα συναντήσει στο Μπουρζέ.
Άλλο σοκ πιο κάτω…
Ηλεκτρονικά, διερευνητές, μέταλλα, κατασκευές, αλεξίπτωτα, αεροπλάνα, ελικόπτερα, ανεμόπτερα, τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι, το περίπτερο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Αστροναυτικής και Διαστήματος. Στέκω και μετρώ τις σημαίες των κρατών- μελών…
Πουθενά η Ελληνική.
Γιατί;
Διαλέξτε:
α. Δεν έ(χ)ουμε ανάγκη να πούμε, ρε μάγκα μου, απ’ αυτά τα μαραφέτια για να κάνουμε νταραβέρι (ν)α (π)ούμε.
β. Με τα χρήματα ενός δορυφόρου χτίζονται οκτώ νοσοκομεία και τρώνε 100 παιδάκια.
γ. Οι μορφές καταπίεσης στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία παίρνουν πολλές μορφές και μια απ’ αυτές είναι και η ανάπτυξη της Τεχνολογίας που δημιουργεί στους ανθρώπους όχι πραγματικές ανάγκες που οδηγούν σε μια γεωμετρική μπλα-μπλα…
δ. Εμένα μη μου μιλάτε για δορυφόρους… Εγώ παίρνω ταξί για να πάω κάθε πρωί στη δουλειά μου.
Ρωτάω κάποιον: «Γιατί δεν είναι η Ελλάδα μέλος της ESA;»
«Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω», απαντά, «ποτέ δεν το ζήτησε».
Κεραυνόπληκτος στέκω κάτω απ’ το ομοίωμα του δορυφόρου, που μόλις έστειλε η Ινδία στο διάστημα για να ακούει όλη η χώρα το… ινδικό ραδιόφωνο και να βλέπει τηλεόραση και το πιο μακρινό χωριό.
«Στοιχίζει ακριβά;» ρωτάω.
«Φθηνότερα από τη συντήρηση 1000 γραφειοκρατών», απαντούν.
Τι θα απογίνουμε όμως χωρίς γραφειοκράτες σκέφτομαι καθώς διαβάζω για τις δραστηριότητες της ARIANSPACE της διακρατικής εταιρείας που «ανυψώνει» την Ευρώπη στο Διάστημα χωρίς τη βοήθεια ή την ανάγκη των υπερδυνάμεων.
Συνεχίζω την επίσκεψή μου και τις συζητήσεις μου με τους ανθρώπους που βρίσκονται στα περίπτερα. Και καθώς οι ώρες περνούν τόσο περισσότερο αισθάνομαι να ξαναγίνομαι άνθρωπος με αρχή, μέση και τέλος κι όχι σημείο θεωρητικό των μαθηματικών.
«Ελάτε να σας δείξουμε πώς φτιάχνουμε τους διερευνητές μας», λέει ο ένας. «Θα μας ενδιέφερε να τους γνωρίσουν οι Έλληνες αναγνώστες σας…»
«Στη μία το μεσημέρι θα μπορέσετε να πετάξετε με το αεροπλάνο μας», λέει ο άλλος, «πήραμε ήδη άδεια απ’ τον Πύργο γι’ αυτό…».
Μαζί μ’ ένα Γάλλο συνάδελφο φοράμε τ’ αλεξίπτωτα μας και μπαίνουμε στ’ αεροπλάνα, εκείνος σ’ ένα Ιταλικό μαχητικό, εγώ σ’ ένα Γερμανικό εκπαιδευτικό. Μισή ώρα και πενήντα ακροβατικά αργότερα προσγειωνόμαστε κι αλλάζουμε αεροπλάνα και πετάμε νοτιοδυτικά απ’ το Ανόβερο στο «Ουίσκυ Ι», ενώ δίπλα μας περνάνε ελικόπτερα, τζετ, μικρά δικινητήρια και μεγάλα επιβατικά.
Στο έδαφος οι μηχανικοί- σχεδιαστές ζητούν τη γνώμη μας, ακούνε με προσοχή, συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι και όχι σαν αγριάνθρωποι, πρωτόγονοι και πεινασμένοι, ξεχειλωμένοι και μόνιμα εκστασιασμένοι. Η ώρα είναι, κάθε βράδυ που φεύγω, 18.30΄.
Κατευθύνομαι προς το σταθμό των λεωφορείων, τα πόδια μου να τρέχουν αίμα απ’ το περπάτημα, να τρέμουν απ’ την κούραση.
Δίνω 3.70 μάρκα και σωριάζομαι στο κάθισμα.
Σε 27 λεπτά το λεωφορείο με αφήνει μπροστά στο σταθμό του τρένου. Δίνω δύο μάρκα, περιμένω, και σε λίγο ανεβαίνω στο ηλεκτρικό τέρας που με πάει στο φριχτό Λέτερ.
Στη σοφίτα του απαίσιου ξενοδοχείου πέφτω «νεκρός» από την κούραση.
Σκέφτομαι αυτούς τους κουτόφραγκους.
Πέρα απ’ το ότι με εκνεύρισαν με την καταραμένη τεχνολογία τους, δεν μ’ άφησαν να περάσω και μέσα απ’ το Ανόβερο με το «Ι.Χ.» μου. Είχαν βάλει λεωφορεία και τρένα οι άσχετοι…
Και δεν είχαν και σύννεφο να (π)ούμε…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ