Αισθάνομαι μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση όταν παρακολουθώ αυτές τις γεμάτες ειλικρίνεια εκπομπές στην τηλεόραση που έχουν άλλοτε τίτλους χαζοχαρούμενους, όπως «Στρογγυλό τραπέζι», και άλλοτε τίτλους που προδιαθέτουν τον άλλον για πράγματα συγκλονιστικά και μεγάλα όπως «Ανοιχτά χαρτιά».
Η ευχαρίστηση αυτή δεν είναι φυσιολογική. Έχει μέσα της στοιχεία μαζοχισμού, σαδισμού και αυτοκαταστροφής, ανάκατα με ψήγματα παράνοιας, ψυχοπάθειας και κατατονικής σχιζοφρένειας.
Παρακολουθώ τις εκπομπές δηλαδή και έχω μεταπτώσεις. Όταν ακούω τη δυνατή δημοσιογραφική ερώτηση που είναι ειδικά σχεδιασμένη να φέρει σε δύσκολη θέση τον «αρμόδιο» πετάγομαι επάνω και φωνάζω: «μπράβο, ρε καταστροφέα του κατεστημένου της εξουσίας! Αυτή είναι ερώτηση που θα τον κολλήσει στον τοίχο».
Η ερώτηση που θα τον κολλήσει στον τοίχο έχει διαβαστεί από το χαρτί και η απάντηση του «αρμόδιου» είναι κι αυτή γραμμένη στο χαρτί (ή στο ώτο κιού ανάλογα με το πόσο μπροστά βρίσκεται το δίκτυο).
Λέει λοιπόν ο «αρμόδιος» διαβάζοντας:»η ερώτησή σας με βρίσκει θα ‘λεγα απροετοίμαστο και με φέρνει σε δύσκολη θέση. Θα προσπαθήσω όμως να σας δώσω μια όσο το δυνατόν πιο ειλικρινή απάντηση…»
Και, με ύφος λίγο πατρικό, λίγο αυστηρό, λίγο έκπληκτο, πολύ συγκαταβατικό απαντάει στον δαιμόνιο ανακριτή προσωπικοτήτων χωρίς να λέει τίποτα απολύτως.
Όπως προχτές που μια κυρία ρώτησε τον κ. υπουργό μια πολύ απλή ερώτηση. Του είπε: «Μα αφού πληρώνω φόρους για όλο το χρόνο, γιατί κυκλοφορώ μόνο το μισό;»
Και ο κ. υπουργός χαμογέλασε με συγκατάβαση και της είπε ότι κάποιος πρέπει ν πληρώσει όταν λαμβάνονται μέτρα για το «κοινωνικό σύνολο».
«Μα το κοινωνικό σύνολο είμαι εγώ», διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα, αλλά επενέβη ο συντονιστής και είπε πως «ο χρόνος τελείωσε».
Στο σημείο αυτό εγώ σαν τηλεθεατής αισθάνομαι ότι πρέπει να σπάσω κάτι, αλλά δεν θέλω να σπάσω την τηλεόρασή μου που την πλήρωσα τόσο ακριβά. Η αίσθηση του ανικανοποίητου με πνίγει, το γεγονός ότι δεν πήρα μια απάντηση σωστή και τίμια και λογική με κάνει έξω φρενών, αλλά τι να κάνω πέρα απ’ το να υποπέσω σε μία από τις ψυχολογικές καταστάσεις που παραπάνω περιέγραψα.
Όταν τελειώσουν οι ερωτήσεις των ανεξάρτητων ρεπόρτερ ο λόγος δίνεται στο κοινό.
Το κοινό σ’ αυτές τις εκπομπές είναι είτε αυστηρά επιλεγμένο (σε μία εκπομπή έκανε ερωτήσεις ένας τύπος που την προηγούμενη ημέρα χειροκροτούσε σαν τρελός στο Συνέδριο Κομματικών Στελεχών του Κόμματος (του όποιου κόμματος, δεν έχει σημασία) είτε, μετά από ένα απόγευμα γεμάτο τύψεις συνειδήσεων, κατά 50 τοις εκατόν επιλεγμένο και κατά 50 τοις εκατόν «στην τύχη».
Πάρτε τη συζήτηση για το «Κυκλοφοριακό» που έγινε προχτές. Σίγουρα θα αναρωτηθήκατε: γιατί, μωρέ, δεν κάλεσαν τον Καβαθά; Τουλάχιστον αυτός έγραφε στα Επίκαιρα το… 1971 τα μέτρα που ανακοίνωσε για καινούργια προχτές ο κ. Τρίτσης!
Όμως και να τον καλούσαν δεν θα πήγαινε, μιας και έχει πεισθεί πλέον, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι το Κοινό εμπαίζεται. Απόδειξη και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο εκπρόσωπος των γκαράζ, που όταν είπε ότι η μία μετά την άλλη οι επιχειρήσεις κλείνουν με τον «δακτύλιο» και πως έπρεπε να υπάρξει διάλογος με την τάξη τους πριν ληφθούν τα μέτρα, ο αρμόδιος απάντησε πάλι με τον ίδιο τρόπο που δεν απαντούσε στην ερώτηση του θιγόμενου πολίτη.
Τα στρογγυλά τραπέζια και τα ανοιχτά χαρτιά, είναι αλήθεια, μου έχουν προσφέρει- και φαντάζομαι σας έχουν προσφέρει- ανεπανάληπτες στιγμές ιλαρότητας.
Ποιος θα ξεχάσει εκείνες τις εκπομπές για τα χρώματα τους δρόμους; Ή τις άλλες για τα μονόζυγα; Ή εκείνη τη συνέντευξη του υπουργού του ΥΧΟΠ για τον «δακτύλιο» και τα πρόστιμα μέχρις «ενός εκατομμυρίου».
Ποιος θα ξεχάσει τις εκπομπές για τους τσιρκολάνους στη Πανεπιστημίου και τις πηγούλες και τους καταρράκτες στην Πεντέλη και τον Υμηττό; Ποιος θα ξεχάσει τον υπουργό Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης που έλεγε ότι είναι… αντικοινωνικό να χρησιμοποιεί κανείς… επιβατικό αυτοκίνητο και τον υπουργό της τωρινής να λέει ότι οι πλουτοκράτες «γιωταχήδες» πρέπει να φορέσουν μαύρες πλερέζες με τα νέα μέτρα;
Ποιος θα παραβλέψει το πολύ απλό γεγονός ότι οι άνθρωποι δε λένε τίποτα το νέο παρά επαναλαμβάνουν σαν μαγνητόφωνα τα όσα αυτός ο δημοσιογράφος γράφει τα τελευταία 22 χρόνια;
Είδατε τι έπαθα;
Μ’ αυτά που ακούω δεν αποκλείεται να καταλήξω στο –παρανοϊκό- συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν είμαι δημοσιογράφος αλλά… υπουργός!
Του Κώστα
Καβαθά