Κάθε χρόνο η στήλη ταξιδεύει σε διάφορα μέρη του κόσμου για να δοκιμάσει διάφορα αντικείμενα που κινούνται πάνω στην επιφάνεια της Γης ή πετάνε πάνω απ’ αυτή. Έτσι και τώρα… «Θα μας έκανε μεγάλη ευχαρίστηση», έλεγε η πρόσκληση «αν έρθετε στο Μαρόκο για να δοκιμάσετε τις νέες Γιαμάχα…».
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο αλλά Καζαμπλάνκα δεν είδα. Το μόνο που κατάφερα να δω ήταν τα βουνά της οροσειράς του Άτλαντα και την πεδιάδα της Καζαμπλάνκα, καταπράσινη, αληθινό μαγικό χαλί φτιαγμένο απ’ όλες τις αποχρώσεις του πράσινο και του καφέ.
Μετά από σύντομη πτήση φτάσαμε στο Αγκαντίρ, μια μικρή πόλη στα δυτικά που «βρέχεται» από τον Ατλαντικό ωκεανό.
Προσγειωθήκαμε σ’ ένα αεροδρόμιο, που θύμιζε ελληνικό επαρχιακό αεροδρόμιο, αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας. Οι οικοδεσπότες μας μας μετέφεραν εσπευσμένα στο Κλαμπ Μεντιτερανέ, ένα αρχοντοχωριάτικο σύμπλεγμα με «χωριάτικα» σπιτάκια φτιαγμένα –υποτίθεται- σύμφωνα με τις προσταγές της τοπικής αρχιτεκτονικής.
Οι Μαροκινοί ήταν απαγορευμένο είδος στο κλαμπ, ξένοι στην πατρίδα τους όπως λέμε, ακριβώς όπως συμβαίνει σε πολλά από τα δικά μας «τουριστικά συγκροτήματα» που οι τιμές τους και οι κανονισμοί τους τα καθιστούν απαγορευμένα για τους Έλληνες. Μόνο όταν έφτασε η στιγμή να φάμε εμφανίστηκαν οι άνθρωποι της χώρας, και το επόμενο πρωί τους ξαναείδαμε να καθαρίζουν τα τζάμια, τις πόρτες και τα δωμάτια, φτωχοί και κουρασμένοι που δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για 100 δραχμές μεροκάματο.
Ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν πήγαμε για ύπνο, καθόλου ευχαριστημένοι μ’ όσα αντικρίσαμε και παρόλο που στα τραπέζια του ξενοδοχείου υπήρχαν όλα τα καλά του Μωάμεθ για να φάνε οι πελάτες του όσο ήθελαν χωρίς να πληρώσουν πέρα απ’ όσα πλήρωσαν για να φτάσουν εκεί και να κάνουν «διακοπές».
Νωρίς το πρωί του Σαββάτου σηκωθήκαμε και, αφού πήραμε το πιο μεγάλο πρωινό που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος (στα τραπέζια του ξενοδοχείου υπήρχαν όλα εκείνα τα πράγματα που έπρεπε να υπάρχουν σε όλα τα ξενοδοχεία της Ελλάδας αλλά δεν υπάρχουν επειδή οι τσουρούτηδες ιδιοκτήτες δεν ξέρουν ποιο είναι το συμφέρον τους) φορέσαμε τις πέτσινες στολές και τα κράνη μας και με τις μοτοσικλέτες ξεκινήσαμε για να δούμε το αληθινό Μαρόκο και το είδαμε και μείναμε έκπληκτοι, άφωνοι, με το στόμα ανοιχτό, χτυπημένοι από τις χιλιάδες εικόνες, τις μυρουδιές της θάλασσας και της ερήμου, τις εικόνες από τα καφετιά χωριά και τους μελαψούς ανθρώπους και τα πρόσωπα των γυναικών που ήταν ευγενικά και όμορφα και εκείνα των παιδιών που χαμογελούσαν και χαιρετούσαν και έκαναν κύκλους γύρω απ’ τους λευκούς με τις πολύχρωμες στολές και τις μεγάλες μοτοσικλέτες, που για πρώτη φορά φαίνεται ότι έβλεπαν στη ζωή τους.
Ο δρόμος από το Αγκαντίρ στο Τάμρι ακολουθεί την παραλία του Ατλαντικού.
Ο ταξιδιώτης μένει έκπληκτος από το θέαμα των ατέλειωτων αμμουδιών που εκτείνονται για 10 και 15 χιλιόμετρα η καθεμιά με μέσο πλάτος 200 με 300 μέτρα!!
Τα κύματα της θάλασσας προχωρούν 100 μέτρα πάνω στην άμμο που είναι γεμάτη με κοχύλια που εύκολα μπορείς να βγάλεις και να φας αν έχει ένα λεμόνι στο χέρι.
Με τις μοτοσικλέτες κατεβήκαμε σ’ αυτές τις απέραντες παρθένες εκτάσεις και σαν μικρά παιδιά συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς το Τάμρι πάνω στην άμμο και μέσα στα νερά, αναπτύσσοντας που και που ταχύτητες που πλησίαζαν τα 150 χιλιόμετρα την ώρα , νιώθοντας τύψεις γι’ αυτό που κάναμε αλλά μη μπορώντας ν’ αντισταθούμε στην πρόκληση αυτής της απεραντοσύνης.
«Έτσι θα ήταν την πρώτη μέρα της δημιουργίας» είπε κάποιος απ’ τη μοσοσικλετιστική παρέα που είχε κλονιστεί από το θεϊκό θέαμα.
Πάνω στους βράχους στέκονταν Μαροκινοί που ψάρευαν με τα τεράστια καλάμια τους, πιο πέρα τα χαρακτηριστικά καΐκια του Ατλαντικού γεμάτα ψάρια, τσιπούρες και συναγρίδες και τόνους σαρδέλες που είχαμε την ευκαιρία να τις δούμε να ξεφορτώνονται στο λιμάνι απ’ τα 200 καΐκια που ήταν την ώρα που φτάσαμε, τ’ απόγευμα , πίσω στο Αγκαντίρ.
«Τρώτε ψάρι;» ρωτήσαμε ένα Μαροκινό πατέρα. «Δεν τρώμε τίποτα άλλο» απάντησε χαμογελώντας.
Αριστερά η θάλασσα, δεξιά τεράστιοι αμμόλοφοι και κόκκινα βουνά και στη θέση του πουρναριού ένας μικρός κάκτος που έλαμπε καταπράσινος αφού δύο μόλις ημέρες πριν είχε βρέξει για τα καλά κι αυτός, όπως μας είπαν, ήταν και ο χειμώνας τους!
Στο Τάμρι τ’ όνειρο δέχτηκε το πρώτο του χτύπημα.
Στο αριστερό μέρος του δρόμου μια σειρά από μαγαζιά που πουλούσαν πορτοκάλια και μπανάνες, ένα κρεοπωλείο όπου οι μύγες έκρυβαν την πραμάτεια, και άνθρωποι φτωχοί που στέκονταν αμίλητοι στον ήλιο ή κάθονταν στα ρείθρα των τοίχων ή παρακολουθούσαν τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν μ’ ένα ενδιαφέρον που δεν δικαιολογιόταν!
«Ακόμη τους κάνουν εντύπωση» είπε ο οδηγός μας. «Πολύ λίγοι Μαροκινοί έχουν αυτοκίνητο όπως θα δείτε».
Στο χωριό οι άνθρωποι ήταν φιλικοί όταν προσπαθήσαμε να φωτογραφίσουμε τα σπίτια τους.
«Δεν θα σας άφηναν αν δεν ήσαστε δημοσιογράφοι», είπε ο οδηγός μας. «Είναι περήφανος λαός που δεν τους αρέσει να γίνεται θέαμα».
Επιστρέψαμε στο Αγκαντίρ και πήγαμε στο παζάρι στο κέντρο της παλιάς πόλης. «Εκεί» είπε ο οδηγός μας, «θα ‘χετε την ευκαιρία να κάνετε ένα ταξίδι στο παρελθόν».
Δεν πιστεύω ότι μπορώ να σας περιγράψω, στο χώρο της μιας σελίδας, τα πράγματα που αντίκρισα σ’ εκείνο το χώρο.
Ο «δυτικός» άνθρωπος αισθάνεται ένα ισχυρό σοκ όταν έρχεται σ’ επαφή μ’ αυτή την πραγματικότητα.
Μέσα σ’ ένα χώρο ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου βρίσκει την κάσμπα των παλιών βιβλίων, τους ανθρώπους και τα αντικείμενα των χρόνων της Βίβλου.
Στην είσοδο ζητιάνοι, πιο μέσα γέροι τραγουδιστές, μαγαζάκια δεκάδες που πουλάνε τα πάντα, από σαπούνια που δεν είναι παρά ειδικά πετρώματα της ερήμου μέχρι σκοτωμένους σκαντζόχοιρους που «διώχνουν τα πνεύματα» όπως μας είπε ο Μωχαμέτ, ένας μικρός δώδεκα ετών που μιλούσε τρεις γλώσσες και μας έκανε, για πέντε ντιράμ (55 δραχμές), τον οδηγό στο παζάρι.
Έμποροι ζώων, χαλιών, αρωμάτων, ειδικών χρωμάτων από τη γη, μπαχαρικών, άλλοι που πουλούσαν μυρωδικά, πίπες για το χασίς, μπακίρια, καφτάνια, φτηνές κάλτσες και ρούχα αλλά και τάιντ και μέρυ κουάντ και ρέβλον καλλυντικά για τις Μαροκινές γυναίκες που πρέπει να ‘χουν τα πιο όμορφα μάτια στον κόσμο.
Φερετζέδες και μπερμπερίνοι και ζητιάνοι και οργανοπαίκτες και έμποροι μεταξιού και άλλοι που δούλευαν το ξύλο και ψαράδες και σιδεράδες και κλέφτες και παλιατζήδες.
Θαυματοποιοί και ταχυδακτυλουργοί και άλλοι με ζώα που κάνουν τούμπες και ραδιόφωνα τρανζίστορ και μυρωδιές που ανεβαίνουν στον ουρανό και μυρωδιές ανθρώπινες παντού και ένα πλήθος που κινείται αδιάκοπα, σπρώχνει και σπρώχνεται, πουλάει και παζαρεύει, Θεέ μου πώς παζαρεύει!
Περάσαμε τ’ απόγευμα της δεύτερης ημέρας εκεί και οι Μαροκινοί βρήκαν το διάολό τους και τους άρεσε που οι Έλληνες ήταν τόσο σκληροί διαπραγματευτές. Εκατό ντιράμ έλεγαν αυτοί, είκοσι λέγαμε εμείς και αρχίζαμε ατέλειωτη συζήτηση και έτρεχε ένας μικρός μπροστά και ειδοποιούσε τ’ άλλα εμπόρια ότι έρχονται σκληροί διαπραγματευτές, να ‘ναι έτοιμοι να βάλουν πρώτη τιμή 100 φορές επάνω για να μπορέσουν να πουλήσουν καφτάνι και να βγάλουν και κάποιο κέρδος!
Γεμάτοι εντυπώσεις πέσαμε στα κρεβάτια μας και τ’ άλλο πρωί πήγαμε 270 χιλιόμετρα μακριά στο Μαρακές και μπήκαμε στο παζάρι και νομίσαμε πως από κάπου θα εμφανιστεί ο Χριστός και είδαμε και την έρημο και…
Η σελίδα έφτασε στο τέλος της και εγώ δεν είμαι παρά στην αρχή του ταξιδιού μου στο παρελθόν.
Σας αφήνω λοιπόν να κάνετε εσείς όνειρα, λέγοντας σας…
«Είδατε πόσα πράγματα μαθαίνει κανείς οδηγώντας… μοτοσικλέτες;».
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ