Τεύχος 632
Τ’ αυτοκίνητο έστριψε δεξιά από τη στραβή μεριά του δρόμου και μπήκε στο μικρό δρομάκι που στις δυο του πλευρές ορίζονταν από ρείκια, αγριοβελανιδιές κι άλλα καταπράσινα δέντρα, κάνοντας το Βασίλη να κοψοχολιάσει για διακοσιοστή φορά. «Δεν μπορώ να το χωνέψω» είπε απ’ το πίσω κάθισμα του 131, «κάθε φορά νομίζω πως θα μου ‘ρθει ένα αυτοκίνητο από δεξιά και θα γίνουμε σμπαράλια».
Οι πρώτες εντυπώσεις ενός ανθρώπου που πηγαίνει για πρώτη φορά στη χώρα των Βρετανών έχουν κι ενδιαφέρον και –αν διαβάζει Αστερίξ- χιούμορ.
Οι γραμμές που θ’ ακολουθήσουν δεν αποτελούν προσπάθεια σύγκρισης ανάμεσα στη χώρα των Βρετανών και στη χώρα των Ελλήνων… Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί γιατί οι δύο χώρες απλά- απλά δεν συγκρίνονται σε τίποτα. Τόσο πίσω είναι για τους πολίτες της η χώρα των Ελλήνων.
Γράφονται μόνο έτσι, σαν μια φωτογραφία, σα μια ανάμνηση, σαν κάτι που έγινε κι άφησε ανάμεικτα αισθήματα όπως λύπη για τη στραβομάρα μας, πικρία για την κατάντια μας, πόνο βουβό για την ασχετοσύνη μας. Είναι κάτι που συμβαίνει σ’ όλους τους ανθρώπους που αγαπάνε αυτόν τον τόπο, όταν φεύγουν λίγες μέρες σε άλλη χώρα που, παρόλο που ξεκίνησε χιλιάδες χρόνια πίσω απ’ τη δική μας, βρίσκεται πολλές χιλιάδες χρόνια μπροστά.
Στρίψαμε λοιπόν στο στενό δρομάκι και μια δεξιά, μια αριστερά, πάντα στη στραβή μεριά του δρόμου, φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο, ένα καταπράσινο λιβάδι ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα που είχε μια ξύλινη καλύβα και μια μεγάλη πόρτα που έλεγε: Αεροδρόμιο.
Στην άκρη του καταπράσινου χωραφιού ένα πορτοκαλί ανεμούριο που στέκονταν ίσιο, ενενήντα μοίρες με τον πόλο που το συγκρατούσε αφού θα ‘χε 25 μίλια δυτικό άνεμο. Μπροστά μας, αραδιασμένα τακτικά στο χορτάρι καμιά εικοσαριά μονοκινητήρια αεροπλάνα. Πάιπερ και Σέσσνα και μικρά Γκρούμαν και Ζλίνγκ κι ένα Τσίπμανκ και καμιά δεκαριά ιδιοκατασκευές, δυο Γιοντέλ, ένα Μπήγκλ Παπ, δυο Πιτς, ένα άλλο μικρό χαμηλοπτέρυγο που το σκάλιζε ο κατασκευαστής -πιλότος του, πιο πέρα ένα ετοιμόρροπο γαλλικό Ραλλύ, ένα Τάιγκερ Μοθ, ένα Τζίπσυ Μου… Τα περισσότερα σιωπηλά, δεμένα με σχοινιά σε κρίκους χωμένους στη γη, τα άλλα σε λειτουργία στο έδαφος να κάνουν «τατς εντ γκοου» στο γρασίδι, άλλα στο μικρό ασφάλτινο διάδρομο. «Τι κάνουν όλοι αυτοί εδώ;» ρώτησα το φίλο που μας πήγε στο αεροδρόμιο.
«Πετάνε» απάντησε πολύ φυσικά.
«Μα πού είναι οι πύργοι ελέγχου, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, τα χαρτιά, οι σφραγίδες, οι φόρμες, τα βιβλία, οι μηχανικοί, τα σχέδια πτήσης, τα ντεκλαρέσιον; Πώς απογειώνονται; Πού κατευθύνονται; Ποιος τους ελέγχει;»
«Υπάρχει ένα ράδιο στην καλύβα» απάντησε ο φίλος. «Αρκεί ν’ αναφέρεις ότι απογειώνεσαι και να δηλώσεις τον προορισμό σου».
Προχωρήσαμε προς το μικρό, μονοκινητήριο Γκρούμαν που θα πετούσαμε και λύσαμε τα σχοινιά.
Δίπλα μας κατέφθασε τύπος, παρκάρισε τ’ αυτοκίνητό του έξω από το ύψος 30 εκατοστών «συρματόπλεγμα» του αεροδρομίου και κατευθύνθηκε προς το Γιοντέλ του, μια ιδιοκατασκευή με μηχανή Φολκσβάγκεν 1600, ενώ μαύροι υψισωρείτες μαζεύονταν πάνω απ’ το αεροδρόμιο μεταφέροντας χιλιάδες τόνους βροχή ο καθένας.
Με δυο αποφασιστικές κινήσεις έβαλε εμπρός τον κινητήρα με το χέρι κατεβάζοντας με δύναμη τη μικρή προπέλα και φωνάζοντας Contact στο φίλο του που καθόταν στο μικρό κάθισμα.
Μετά, ενώ ο πρώτος κρατούσε «κόντρα» το φτερό για να μην τσουλήσει το μικρό αεροπλανάκι, ο φίλος κατέβηκε και τη θέση του πήρε ο «πιλότος» που είχε στο μεταξύ φορέσει ένα σκούφο κι ένα αρχαίο ζευγάρι γυαλιά.
Μια κίνηση στη μανέτα και το Γιοντέλ άρχισε να κινείται χοροπηδώντας σα σπαστικό πάνω στις ανωμαλίες του χωραφιού κατευθυνόμενο προς κάποιο σημείο που βόλευε το χρήστη του. Εκεί, ακολούθησε μια γρήγορη δοκιμή και το Γιοντέλ άρχισε να τρέχει στα χόρτα, χοροπηδώντας ακόμα πιο πολύ μέχρι που σηκώθηκε ταρακουνώντας ακόμα πιο πολύ απ’ τις ριπές του ανέμου που τώρα έδειχνε πλαγιότητα.
Το παρακολούθησα να χάνεται μέσα σ’ ένα κατάφωτο άνοιγμα που άφηνε ανάμεσα στη δύση και στον ουρανό το κατάφορτο σύννεφο που στέκονταν από πάνω μας και που άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό του στο χώρο του αεροδρομίου.
«Πού πάει αυτός μ’ αυτόν τον καιρό;» ρώτησα το φίλο μου.
«Βόλτα» απάντησε κι άρχισε τις διαδικασίες για την απογείωση του δικού μας αεροπλάνου. «Πού πάμε εμείς μ’ αυτόν τον καιρό;» ξαναρώτησα.
«Βόλτα. Δε θέλεις;».
Απογειωθήκαμε πίσω από άλλα εφτά μικρά αεροπλάνα που βιάζονταν να προλάβουν την τρύπα ανάμεσα στα σύννεφα ανοιχτή. Περάσαμε κι εμείς δίπλα από τον μελανοσωρείτη που αναταράζονταν σα ζωντανός οργανισμός, απλώνοντας ένα μπαμπακένιο χέρι απ’ εδώ, ξεπετάγοντας μια κατάλευκη τούφα απ’ εκεί που έκανε μια κι ανέβαινε στα 30.000 πόδια, θαυμάζοντας το σύννεφο που ταξίδευε προς την ανατολή μεταφέροντας στα σπλάχνα του τη βροχή του και τον κεραυνό του.
Πετάξαμε νότια, χαζεύοντας τα καταπράσινα λιβάδια του Μπερκσάιρ, μετά ανατολικά, προσγειωθήκαμε σ’ ένα άλλο αεροδρόμιο, ήπιαμε καφέ με μια παρέα νεαρών που εκπαιδεύονταν εκεί και, αργά το βράδυ, επιστρέψαμε στη βάση μας πετώντας χαμηλά κάτω απ’ τα σύννεφα, μέσα στη βροχή που έπεφτε δυνατή.
Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε πρωί και, κάτω απ’ ένα λαμπρό ήλιο αυτή τη φορά, κατευθυνθήκαμε προς την αεροπορική έκθεση του Φάρνμπορο.
Το πρώτο αεροπλάνο που αντικρίσαμε στη ράμπα καθώς φτάσαμε ήταν ένα μικρό μονοθέσιο που είχε τα’ όνομα «The spirit of Truro».
Το είχαν φτιάξει με τα χέρια τους οι μαθητές του Γυμνασίου Truro.
«Μα είναι τρελοί αυτοί οι Βρετανοί» είπα φωναχτά κοιτώντας γύρω μου τις δεκάδες τα αεροπλάνα της αεροδιαστημικής τους βιομηχανίας που είχε τις ρίζες της στα αεροδρόμια του Ντένον και του Μπίγκιν Χίλλ, του Έλστρη και του Γκούτγουντ και, φυσικά, στις αίθουσες του Γυμνασίου του Truro.
Κάτι τέτοιες στιγμές ο πόνος και η θλίψη γίνονται αβάσταχτα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ