Η
μια οικογένεια έφθασε στην αμμουδιά
στις 8 το πρωί. Ο πατέρας κρατούσε στα
χέρια ψαροντούφεκο, πέδιλα και μάσκα.
Η μάνα, μια μικρή τσάντα κι ένα βιβλίο.
Τα παιδιά, τέσσερα αγόρια από 3 έως 14,
κρατούσαν μάσκες, πέδιλα, αναπνευστήρες.
Το πιο μεγάλο είχε ψαροντούφεκο. Το πιο
μικρό, ένα σωσίβιο- γιλεκάκι. Η μάνα
άνοιξε μια πετσέτα κι ανοίγοντας ένα
βιβλίο ξέχασε τους άντρες.
Ο πατέρας συγκέντρωσε γύρω του την ομάδα κι εξήγησε τι ο καθένας έπρεπε να κάνει όταν θα ‘πεφτε στη θάλασσα. Ένα ψαροντούφεκο τοποθετήθηκε στην πλώρη μιας βάρκας και η λειτουργία του εξηγήθηκε και επιδείχτηκε. Όταν το μάθημα τελείωσε, ο πατέρας βοήθησε τ’ αγόρια να ετοιμαστούν. Όλοι μαζί έπεσαν στο νερό. Πατέρας και μεγάλος εμπρός οπλισμένοι, οι δύο άλλοι πίσω. Το μικρό απόμεινε να παίζει στα ρηχά, κοντά στη μάνα του που το παρακολουθούσε διαβάζοντας το βιβλίο της.
Η φλοτίλα απομακρύνθηκε από την ακτή και σε λίγο δύσκολα τους ξεχώριζα από το βράχο που καθόμουν, διαβάζοντας και πίνοντας καφέ.
Πέρασαν δύο ώρες.
Και η ομάδα επέστρεψε κάνοντας χαρούμενη φασαρία γιατί ο πατέρας είχε πιάσει δυο χταπόδια κι ο μεγάλος γιος τρεις σαργούς. Έβγαλαν κι άφησαν τα πράγματά τους σε μια πέτρα και μετά άρχισαν να διηγούνται στη μάνα τους τα θαυμαστά και υπέροχα που είδαν στο βυθό.
Ο πατέρας τους, περπάτησε πίσω στο αυτοκινούμενο τροχόσπιτο και σε λίγο γύρισε μεταφέροντας ένα γουίντσερφ.
Η προσοχή όλων στράφηκε προς το όμορφο σκάφος. Χωρίς φωνές τα παιδιά βοήθησαν στη συναρμολόγηση και σε λίγο όλη η οικογένεια κανόνιζε τη σειρά. Ποιος θα πάει πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος τρίτος.
Η μάχη με τον αέρα και τη θάλασσα, η προσπάθεια για ισορροπία και ταχύτητα, η άθληση άρχισε στις 10 και μισή. Και συνεχιζόταν όταν στις δωδεκάμισι το μεσημέρι έφτασε η δεύτερη Οικογένεια.
Κοντή. Στρογγυλή. Υστερική. Η Μαμά. Μεταφέροντας τσάντες παραφουσκωμένες με φαγιά και πετσέτες, και λάδια.
Πίσω ακολουθούσε ο Μπαμπάς. Ψηλός. Ρομβοειδής και Άσπρος σαν κοιλιά ψαριού μεταφέροντας ομπρέλες της πλαζ (2), ψυγεία φελιζόλ (2), καρεκλάκια (3).
Δίπλα ο Υιός. Χοντρός. Σπαστικός. Βλαξ. Και η Κόρη. Παρθένος. Σπαστική. Προς γάμον.
«Εδώ Αλέκο», διέταξε η Μαμά.
«Όχι εδώ, εκεί» είπε η Κόρη.
«Γιατί καλέ εκεί κι όχι στις βάρκες», είπε ο Υιός.
«Βρε αϊ στο διάολο κάτσε κάτω», έκλεισε τη συζήτηση ο Πατέρας.
Απλώθηκαν…
Οι πετσέτες, τα ψυγεία, τα νερά, τα φρούτα, τα αντηλιακά.
Υψώθηκαν.
Οι ομπρέλες.
Φουσκώθηκαν.
Τα στρώματα.
Και άρχισε παράσταση.
Μη βρε, βρέχεσαι. Μην πατάς στις πέτρες. Μην ανεβαίνεις στη βάρκα. Μην πιάνεις τις πίσσες. Αχ! πάτησα μια πίσσα. Έχει τσούουχτρες. Μαααμαά έχει τσούουχτρες.
Βγες αμέσως έξω. Έλα αμέσως εδώ. Θα σου δώσω μια, ρε. Ντύσου. Γδύσου. Βγάλε το βρεγμένο σου. Δώσ’ μου την πετσέτα. Βάλε το λάδι σου. Βγάλε την άμμο. Εκεί είναι άπατα. Θέλω μάσκα. Τι λες, ρε… Να πνιγείς; Δεν πνίγομαι. Έχει σκυλόψαρα;
Προχτές μια φίλη μου είδε, αχ Θεέ μου τι τρομερό, ένα σκυλόψαρο. Μαμααά- Μαμααά. Κάτι με τσίμπησε.
Καλέ κοίτα απάθεια. Διαβάζει κι ούτε που τη νοιάζει που το παιδί της είναι πάνω σ’ αυτή τη σκυλοπνίχτρα (το γουίντσερφ).
Το παιδίιι. Πού είναι το παιδιιί.
Πού είναι, βρε;
Έλα να ΦΑΣ. Δε θέλω. Έλα να Φ-Α-Σ μη σε τσακίσω.
Κλάματα.
Τρώει. Μπουκώνει. Στουπώνει.
Μη μπεις τώρα στη θάλασσα. Μόνο 10 λεπτά είπε ο γιατρός.
Νέλλη, βγες από το νερό.
Βγαίνει η Νέλλη από το νερό.
Άσπρη. Με μπιμπίκια. Σπαστική. Παρθένος. Αλείβεται. Και κάθεται δίπλα στη Μητέρα.
Παρακολουθώ και ο δρ. Τζέκυλ ξυπνά πάλι μέσα μου και κάνω σκέψεις φοβερές, ζητώ φωναχτά των Ηρώδη.
Διαβάζω το άρθρο στην εφημερίδα και δε χρειάζομαι τίποτα άλλο.
Χαρείτε το :
Προχθές το βράδυ, στην οδό Φωκίωνος Νέγρη, ένα γελαστό δωδεκάχρονο αγόρι έτρεχε ισορροπώντας με το ένα πόδι στο «σκέιτμπορντ».
Κοντά στην οδό Δροσοπούλου, κατηφορίζοντας, έκανε να στρίψει και σωριάστηκε πάνω στην άσφαλτο. Χτύπησε σοβαρά στο κεφάλι και χρειάστηκε να πάει στο «Πρώτων Βοηθειών»…
Πάνε τα σκέιτμπορντς, σκέφτηκα.
Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν νωρίς, ζητούν ανεξαρτησία, αποκτούν δικό τους τρόπο ζωής, διαλέγουν τα παιχνίδια τους και τη διασκέδασή τους και ουσιαστικά έχουν φύγει από την εποπτεία των γονέων. Αρχή γίνεται με το ποδήλατο, που συχνά στα άπειρα χέρια τους μετατρέπεται σε εργαλείο θανάτου.
Πάει και το ποδήλατο, λέω φωναχτά.
Στην Αθήνα υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο πουλιούνται περισσότερα από 30.000 ποδήλατα μικρά και μεγάλα. Εντυπωσιακά μεγάλες είναι και οι πωλήσεις των μοτοποδηλάτων. Μόνο από την Τροχαία Αθηνών, μέσα στους οχτώ μήνες του 1979, εκδόθηκαν 15.000 άδειες. Οι περισσότεροι από τους ιδιοκτήτες αυτών των δικύκλων είναι ανήλικοι. Και τα μηχανάκια, σε μια πόλη όπως η Αθήνα, είναι διαβατήρια θανάτου. Το 30% από τον συνολικό αριθμό των ατυχημάτων αναλογεί στα μηχανάκια. Και το 80% των θυμάτων είναι παιδιά.
Πάνε και τα μοτοποδήλατα.
Στην αρχή της εβδομάδας, στο Θερμαϊκό, 117 μικροί ιστιοπλόοι, παιδιά από 8- 12 χρονών, γλίτωσαν από θαύμα, όταν το σφοδρό μπουρίνι μέσα στο πέλαγος ανέτρεψε τα ανάλαφρα πλεούμενα με τα οποία αγωνίζονταν. Ευτυχώς φύσαγε προς τη στεριά.
Θάφτηκε κι η ιστιοπλοΐα.
Τον περασμένο χειμώνα στη Πάρνηθα, χάθηκαν μέσα στα χιόνια 15 Λυκόπουλα. Τα βρήκαν ξεπαγιασμένα μετά από 24 ώρες δραματικής ανίχνευσης, εκατοντάδων στρατιωτών. Ευτυχώς βρέθηκαν ζωντανά.
Τινάχτηκε στον αέρα και η πεζοπορία και η ζωή στο ύπαιθρο.
Την ίδια εποχή στο Βέρμιο, κινδύνευσαν σοβαρά εφτά ανήλικοι ορειβάτες.
Έτσι η ορειβασία στάλθηκε κι αυτή στο πυρ το εξώτερο.
Ενώ η κοινή γνώμη δε μπορεί να ξεχάσει την τραγωδία που ξετυλίχτηκε στην Κρήτη, πριν μερικά χρόνια, όταν μια βάρκα ανατράπηκε και οι ξέγνοιαστες μαθήτριες, που λικνίζονταν πάνω στα κύματα, πνίγηκαν μέσα στο πέλαγος.
Αλλά και οι χαρές της θάλασσας πήγαν κι αυτές στον πάτο. Και συνεχίζει η εφημερίδα, τινάζοντας στον αέρα όλα εκείνα τα πράγματα που σε άλλους λαούς είναι μαθήματα στα σχολεία:
Στη θάλασσα όπου άλλα παιδιά δεν ξέρουν να κολυμπούν κι άλλα ξανοίγονται απ’ τις ακτές με το «σέρφινγκ», το κανό με το πλαστικό ιστίο…
Πάνε και τα σέρφινγκ, πάνε και οι κατασκηνώσεις. Τίποτα δεν πρέπει να κάνουν τα στεραλιζέ παιδιά των νεοελλήνων.
Κινδυνεύουν.
Από τι; ρωτάει το άρθρο. Μα από τους γονέους τους. Από τους χαρακτήρες αυτούς που δεν προσπαθούν να φτιάξουν ελεύθερους, ανεξάρτητους, ολοκληρωμένους ανθρώπους αλλά ΠΙΣΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ, κλώνους δικούς τους.
Από τους γονέους και από τα γραφτά σαν τα παραπάνω που τρομάζουν τις Μητέρες και τους Πατέρες.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ