Αυτή τη φορά στη μικρή μας μάχη εναντίον του νέφους δεν θα χρησιμοποιήσουμε πανό και μεγάφωνα, τρυκ και σλόγκαν.
Μόνο λίγες απλές σκέψεις και προτάσεις θέλουμε να κάνουμε πιστεύοντας βαθιά ότι οι αλλαγές- οι όποιες αλλαγές- δεν έρχονται από τη μια μέρα στην άλλη αλλά χρειάζονται χρόνια πολλά και προσπάθειες χωρίς σταματημό.
Τι είναι λοιπόν το «σύννεφο», πέρα από ένα αέριο που αποτελείται από ό,τι αποτελείται;
Το σύννεφο είναι το αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Το ίδιο σύννεφο, με άλλο χρώμα, παρουσιάστηκε πριν διακόσια χρόνια στις πόλεις της Αγγλίας, όταν η σκόνη απ’ το κάρβουνο σκότωνε χιλιάδες ανθρώπους κάθε μήνα. Παρουσιάστηκε στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες, στη Νέα Υόρκη, στη Δραπετσώνα και στον Ρήνο και στις μεγάλες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης, όταν η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας είχε μεγαλύτερη σημασία από τον φρέσκο αέρα. Το σύννεφο δεν είναι τέρας, δεν είναι κροταλίας.
Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων διαδικασιών στις οποίες έλαβε μέρος όλος ο κόσμος και όχι μόνο όλοι οι Έλληνες.
Υπάρχει μια τάση τώρα τελευταία να χαρακτηρίζεται το «σύννεφο» και γενικά η ρύπανση του περιβάλλοντος σαν μια πολιτική πράξη για την οποία υπεύθυνη είναι μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη!
Η θέση αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτική ανωριμότητα και εθελοτυφλία πρώτης γραμμής. Η ρύπανση του περιβάλλοντος δεν είναι μόνο πρόβλημα των «καπιταλιστικών» κρατών αλλά και των σοσιαλιστικών, όπως οι ίδιοι οι ηγέτες των τελευταίων αναγνωρίζουν.
Η διαφορά ίσως ανάμεσα στα δύο συστήματα είναι ότι τα σοσιαλιστικά μπορούν να πάρουν πιο γρήγορα αποφάσεις από τα καπιταλιστικά, αφού στη μέση δεν μπερδεύεται η χρονοβόρα διαδικασία της δικαστικής απόδειξης.
Στις «καπιταλιστικές» χώρε η ρύπανση προήλθε από την ανάγκη των ανθρώπων να ξαναχτίσουν τα ερείπια που άφησε ο πόλεμος.
Πρώτα έχτισαν τις πόλεις.
Και μια και οι πόλεις δεν χτίζονταν τότε-αλλά ούτε και τώρα- με το πάτημα ενός κουμπιού, έφτασαν εκεί οι εργάτες που προέρχονταν από τα κατεστραμμένα χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας.
Χτίζονταν λοιπόν οι πόλεις και, μια και για συγκοινωνίες ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει- είχε προτεραιότητα το ψωμί και το βούτυρο, η παραγωγή του σίδερου και των τρακτέρ- κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα άρχιζαν να χτίζονται τα εργοστάσια.
Κανείς άνθρωπος στα λογικά του δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το χτίσιμο ενός εργοστασίου στον Ρέντη το 1950 ήταν «πολιτική πράξη», εκτός αν θέλει να το πάει πολύ μακριά και να ξεκινήσει κουβεντολογία για το αν ο Χριστός ή ο Μωάμεθ ήταν καλύτερος προφήτης, κάτι που η στήλη δεν έχει το κουράγιο (και την πρόθεση) να κάνει.
Τα εργοστάσια έφεραν μαζί τους και τη ρύπανση.
Οι αναγνώστες μιας κάποιας ηλικίας θα θυμούνται καλά την εποχή που εργοστάσια και γαζίες ζούσαν αρμονικά στην Ελλάδα, παρόλο που τα πρώτα έσταζαν αργά το δηλητήριό τους στις ρίζες των δέντρων (και στα θεμέλια της «ρομαντικής» γειτονιάς).
Με το –απόλυτα δικαιολογημένο- όνειρο της προόδου πέρασαν οι δεκαετίες του ’50 και ’60 και εκεί κοντά στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας, οι άνθρωποι -όλοι οι άνθρωποι- άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι οι θάλασσες δεν ήταν απέραντοι σκουπιδοτενεκέδες, η ατμόσφαιρα δεν ήταν σφουγγάρι που μπορούσε αιώνια ν’ απορροφάει τα δηλητήρια, η γη δεν ήταν σκουπιδότοπος που αγόγγυστα δεχόταν τις βρωμιές τους.
Ήταν όμως για όλους αργά. Το κακό είχε συντελεστεί από την Ελλάδα μέχρι τη Κίνα και από την Μποτσουάνα μέχρι τη Μόσχα.
Η εποχή της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης είχε τελειώσει κι άρχιζε η εποχή της περισυλλογής και της αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Οι ειδικοί είδαν πρώτα ποιο είναι το πρόβλημα, ανέλυσαν τις παραμέτρους του, έκαναν τις μετρήσεις τους και μετά άρχισαν να παίρνουν μέτρα για τη λύση του. Χωρίς να επεκταθούμε σε πράγματα χιλιοειπωμένα θ’ αναφέρουμε μόνο το παράδειγμα του Λονδίνου (ούτε καν του Λος Άντζελες ή του Τολίατιγκραντ) για να δείξουμε πώς αντιμετωπίστηκε η ρύπανση.
Όσοι γνώρισαν το Λονδίνο στη δεκαετία του ’50 θα θυμούνται μια πόλη τρισάθλια, βρώμικη, μ’ ένα σύννεφο μόνιμα καθισμένο πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών της, που προέρχονταν βέβαια όχι απ’ τα αυτοκίνητα (δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εκείνη την εποχή) αλλά απ’ τα εργοστάσια και το κάρβουνο που έκαιγαν.
Όσο για τον Τάμεση, αυτός ήταν μια καφετιά βρώμικη υδάτινη γραμμή που η μπόχα της σου έκοβε την αναπνοή. Όσοι πηγαίνουν τώρα στο Λονδίνο βρίσκονται ξαφνικά μέσα σε μια πόλη με τον πληθυσμό ολόκληρης της Ελλάδας, με τέσσερα εκατομμύρια αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά, μοτοσικλέτες και εργοστάσια (τόσα εργοστάσια που θα προξενούσαν καρδιακή προσβολή στους ξελιγωμένους απ’ τις κραυγές Έλληνες «περιβαλλοντολόγους»), η οποία δεν έχει πρόβλημα ρύπανσης!
Και σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι οι κάτοικοί τους μπορούν ν’ αναπνεύσουν καθαρό αέρα, μπορούν να ψαρέψουν και πέστροφες στον Τάμεση!
Καλά όμως οι «ξένοι». Αυτοί κάτι κάνουν. Με μας τι γίνεται; Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν;
Το πρώτο και κύριο είναι, όχι να ξηλωθούν τα εργοστάσια (αυτό θα ήταν καταστρεπτικό για μια ήδη κλονισμένη οικονομία σαν την ελληνική), αλλά να τοποθετηθούν μηχανήματα καθαρισμού. Το κόστος των μηχανημάτων αυτών με κανένα τρόπο δεν πρέπει να πέσει στην κατανάλωση. Δεν πρέπει δηλαδή ο πολίτης να πληρώσει για τον καθαρισμό των αποβλήτων του κ. Βιομηχάνου.
Δεκάδες εργοστάσια στην Ευρώπη δουλεύουν μέσα στις πόλεις χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον. Το πρόβλημα λοιπόν δεν βρίσκεται στους… τοίχους και στις λέξεις (εργοστάσιο- βιομηχανία) αλλά στην ουσία (ρεαλισμός, εργοστάσιο απαραίτητο μέσαστην πόλη αλλά χωρίς να ρυπαίνει το περιβάλλον).
Το δεύτερο είναι να γίνει μια προσπάθεια επιτάχυνσης της κυκλοφορίας των οχημάτων. Με λύπη μου βλέπω ότι η κατασκευή των ανισόπεδων διαβάσεων κανένα δεν ωφέλησε γιατί οι Έλληνες μηχανοδηγοί εξακολουθούν να σέρνονται με 20 χιλιόμετρα την ώρα, μπλοκάροντας την ανισόπεδο και δημιουργώντας τεράστιο κυκλοφοριακό πρόβλημα.
Δεν αρκούν τα μεγάλα οδικά έργα για να λυθεί το κυκλοφοριακό. Χρειάζεται και λίγο μυαλό, που δυστυχώς λείπει απ’ τους περισσότερους που χρησιμοποιούν τους δρόμους.
Ένα ανώδυνο και πάμφθηνο μέτρο είναι να σβήνουν τις μηχανές τους οι οδηγοί στα φανάρια της τροχαίας. Κάποτε, που τ’ αυτοκίνητα ήταν λιγότερα, δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν. Με τις σημερινές συνθήκες κυκλοφορίας είναι επιβεβλημένο.
Ακόμη ένα είναι η εισαγωγή αυτοκινήτων με καταλύτες εξάτμισης, που «καθαρίζουν» σημαντικά τα καυσαέρια. Για να χρησιμοποιηθούν όμως οι καταλύτες πρέπει η βενζίνη να μην έχει μόλυβδο και για να μην έχει μόλυβδο πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί απ’ αυτήν το… πετρέλαιο που ασυνείδητοι ρίχνουν μέσα για να πλουτίσουν.
Το πιο σημαντικό όμως μέτρο είναι η σωστή ενημέρωση του Κοινού για το πρόβλημα.
Αυτή τη μάχη προτείνει η στήλη για την καταπολέμηση του κάθε λογής σύννεφου που πλανιέται πάνω απ’ την Ελλάδα.
Υ.Γ. Όταν το είδα ήταν αργά. Το Hotel California το τραγουδούν οι Eagles κι όχι οι Bee Gees. Συγνώμη για το λάθος. Κ.Κ