Ο Τζεφ και ο Τιμ ήταν
δυο νεαροί Άγγλοι που είχαν μεγάλο
πάθος με τις μηχανές. Ώρες ολόκληρες
κάθονταν οι δυο τους στο γκαράζ του
πρώτου σ’ ένα απ’ τα βόρεια προάστια
του Λονδίνου λύνοντας και δένοντας τις
μοτοσυκλέτες τους, τα ποδήλατά τους, τα
πικ- απ τους και γενικά ό,τι ήταν μηχανικό
και γύριζε ή πήγαινε πάνω κάτω ή εμπρός
– πίσω. Όταν δεν είχα διάβασμα συνήθιζα
να πηγαίνω στο παγωμένο γκαράζ, να
κάθομαι μπροστά στη σόμπα του πετρελαίου,
να τους παρακολουθώ και να συζητώ μαζί
τους. Ήταν τότε, το 1958, που με «βοήθησαν»
να «σχεδιάσω» το πρώτο ελληνικό αυτοκίνητο
και την πρώτη ελληνική μοτοσυκλέτα.
Θυμάμαι ότι τους είχα θέσει το πρόβλημα στις σωστές του βάσεις, τονίζοντας ιδιαίτερα την αφαίμαξη που υφίσταται η Ελλάδα από την εξαγωγή συναλλάγματος για την εισαγωγή αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ακόμα και… ποδηλάτων!
«Θες να πής ότι δεν φτιάχνετε ούτε ποδήλατα;» με είχε ρωτήσει ο Τιμ.
«Όχι» απάντησα. «Ούτε ποδήλατα».
Νέοι καθώς ήμαστε στις μεγάλες επιχειρήσεις (από το 1958 μέχρι σήμερα ο χαρακτηρισμός εξακολουθεί να ισχύη) αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε την επίθεσή μας με ένα αυτοκίνητο.
«Είναι καλύτερα να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε ένα αυτοκίνητο, Τζέφ » είπα. «Χρειάζεται περισσότερο στην Ελλάδα απ’ ό,τι το ποδήλατο».
Ο Τζέφ και ο Τιμ συμφώνησαν και στα Σαβββατοκύριακα του 1958 άρχισε και σχεδόν ολοκληρώθηκε η σχεδίαση και τελείωσε το πρώτο στάδιο (το πλαίσιο) του ίδιου του αυτοκινήτου.
Οι δύο νεαροί Άγγλοι ήταν κινητές εγκυκλοπαίδειες, άνθρωποι φωτισμένοι με τα κατσαβίδια τους και τους λογαριθμικούς κανόνες, με τα κλειδιά και τη γεωμετρία, με την ασετυλίνη, την ηλεκτροκόλληση και την ικανότητα να δίνουν απλές, πρακτικές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα.
Η αφεντιά μου ήταν γεμάτη «ιδέες», σωστές οι περισσότερες, όρεξη για δουλειά και καλή θέληση αλλά με μια τρύπα στο κεφάλι που είχε γίνει από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο με είχε κάνει να μισήσω τα βιβλία.
Τέσσερις μήνες μετά το Σεπτέμβρη της χρονιάς εκείνης είχαμε μπροστά μας το πλαίσιο με τον κινητήρα στη θέση του (πίσω), με ανεξάρτητες ρυθμιζόμενες αναρτήσεις και στους τέσσερις τροχούς και φρένα από ένα παλιό Ρίλυ Ιμπ που μας τα είχε δανείσει άλλος ψηλός περίεργος Άγγλος που λεγόταν Κεν. Έμενε απέναντι και στο δικό του γκαράζ είχε -λυμένο- ένα Ρίλυ Ιμπ που το συναρμολογούσε κομμάτι- κομμάτι, και ήλπιζε να το τελειώση – όπως έλεγε- το 1966!
Ο Τζεφ και ο Τιμ ήταν πολύ ευχαριστημένοι και περήφανοι για το έργο τους. Το ίδιο κι εγώ, που πίστευα στα όνειρα και στα φαντάσματα. Το κοιτούσαμε και δακρύζαμε γιατί ήταν πραγματικά όμορφο και σωστά φτιαγμένο. Το επόμενο βήμα θα ήταν η κατασκευή και η τοποθέτηση του αμαξώματος.
Για μένα το βήμα αυτό δεν ήρθε ποτέ.
Πίσω στην Ελλάδα τα χρόνια πέρασαν. Χωρίς ποτέ να ξεχάσω τ’ όνειρό μου να λάβω μέρος στη σχεδίαση και την κατασκευή ενός ελληνικού αυτοκινήτου.
Η επιθυμία μου αυτή με γνώρισε με μια σειρά νεαρών Ελλήνων που είχαν την ίδια επιθυμία. Δυο –τρεις απ’ αυτούς, μάλιστα, είχαν περάσει το στάδιο του σχεδίου και είχαν σκαρώσει τ’ αυτοκίνητά τους. Ο ένας μόνο κατάφερε να πάρη «αριθμό» στο αυτοκίνητο πούφτιαξε μετά από μια Οδύσσεια γραφειοκρατική που κράτησε πάνω από έξι χρόνια.
Οι άλλοι τα παράτησαν και πήραν των ομματιών τους, ένας για την Ιταλία, ο άλλος για την Αγγλία, άλλοι για την Αμερική.
«Δεν μπορείτε να φτιάξετε αυτοκίνητο, αεροπλάνο, μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα. Πρέπει να έχετε άδεια βιομηχανίας».- «Μα πως θα κάνω βιομηχανία αν δεν φτιάξω το πρώτο;» ρωτούσαν. Και οι αρμόδιοι σήκωναν τους ώμους ανοίγοντας τις πόρτες στην χωρίς φραγμό εξαγωγή του πολύτιμου συναλλάγματος της χώρας.
Ακολούθησε μια σειρά εθνικών εγκλημάτων σαν τη «σύμβαση Καρακώστα», τη «σύμβαση Ρενώ- Πεζώ», και πολλές άλλες που θάφτηκαν, ξεχάστηκαν, χωρίς κανείς να πληρώση για την καταστροφή που προξένησε.
Τίποτα δεν φτιαχνόταν στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα, γιατί χρειαζόταν «άδεια βιομηχανίας». Οι Έλληνες Τζεφ και Τιμ, ο Γιώργος και ο Γιάννης, ο Κώστας και ο Παύλος έφυγαν, με τις σάρκες τους σκισμένες από τα νύχια μιας κρατικής μηχανής που δεν ήξερε αν ήταν ημέρα ή νύχτα.
Οι δυο Άγγλοι μηχανικοί συνεχίζουν τη δημιουργική τους πορεία. Τα θυμήθηκα όλα αυτά προχτές που κοιτούσα τους δρόμους της Αθήνας που έχουν γεμίσει με αντίγραφα των ιταλικών τζιπ. Μια ζωή «ξεπατήκωμα», Τζεφ και Τιμ, είπα μόνος μου. Μια ζωή χωρίς φαντασία, χωρίς θάρρος, χωρίς πρωτοβουλία, χωρίς επαγγελματίες…
Είμαι
κουρασμένος, παλιοί μου φίλοι, και μόλις
βούλιαξε μπροστά μου μια ξεπατηκωμένη-
από ιταλικό σκάφος- πλαστική βάρκα που
της έφυγε η παπαδιά μαζί με τη μηχανή.