Ντυμένοι με ομοιόμορφες στολές οι ηλεκτρολόγοι και οι ξυλουργοί έβαζαν τις τελευταίες «πινελιές» στους χώρους που, κατασκευαστές απ’ όλο τον κόσμο, έδειχναν τ’ αυτοκίνητα και τα εξαρτήματα που κατασκεύασαν για το 1982.
Μέσα στον αχανή χώρο του Παλέξπο γινόταν για πρώτη φορά (αλλά για 52η στη Γενεύη) η έκθεση αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας, μια λαμπρή ευκαιρία για να ’ρθουν κοντά παραγωγοί και καταναλωτές αλλά και μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για να πέσει κανείς σε βαριά μελαγχολία.
Στις τέσσερις αίθουσες- που καθεμιά είχε το εμβαδόν ενός οικοδομικού τετραγώνου- μπορούσες να δεις τα πάντα, από γυαλιστερά αυτοκίνητα (αυτά τα αντικείμενα που θεωρούνται «είδη πολυτελείας» στην Ελλάδα) μέχρι μηχανές και εργαλεία για συνεργεία, λάστιχα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα, πέτσινες φόρμες, κινητήρες, ηλεκτρικά οχήματα, νέα μοντέλα, παλιούς γνώριμους.
Αν κοιτούσες καλύτερα μπορούσες να δεις και τους μηχανικούς- σχεδιαστές των μεγάλων βιομηχανιών, τους ήρεμους, χαμογελαστούς, πεντακάθαρους στην όψη ανθρώπους που κάνουν όλα αυτά να συμβαίνουν, τους Ιταλούς σχεδιαστές αυτοκινήτων και τα δημιουργήματά τους, τους Ιάπωνες αποφασισμένους να μην αφήσουν ούτε πέτρα που να μην τη σηκώσουν για να πουλήσουν τα πραγματικά θαυμάσια (επιτέλους!) αυτοκίνητά τους.
Αν σκεπτόσουν καλύτερα μπορούσες να μιλήσεις μαζί τους, να ανταλλάξεις απόψεις για τα δημιουργήματά τους, για την κατάσταση της βιομηχανίας αυτοκινήτου στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, για τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και στις οικονομίες δεκάδων χωρών, η ύφεση που συνεχίζεται.
Επαφές αυτού του είδους, με ανθρώπους που μιλάνε ακουμπισμένοι πάνω στην πολύχρονη παράδοση των χωρών τους στη δημιουργία, σε κάνει να μελαγχολείς βαθιά καθώς υποσυνείδητα κάνεις τις συγκρίσεις σου με το χώρο που γεννήθηκες και μεγάλωσες.
«Το κατασκευάζουμε μόνοι μας με τον αδερφό μου στο παλιό γκαράζ του σπιτιού μας» μου είπε ένας νεαρός Γερμανός. «Αυτός είναι μηχανικός- μηχανολόγος και εγώ είμαι απλός μηχανικός».
Στεκόμαστε μπροστά σε μια σειρά εξαρτημάτων για αγωνιστικά αυτοκίνητα που η ποιότητά τους ήταν τέλεια.
«Σύντομα θα φτιάξουμε ένα μικρό εργοστάσιο και θ’ αρχίσουμε εξαγωγές. Ήδη πήραμε δάνειο από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Έπρεπε να είσαστε στην Ελλάδα να βλέπατε τι θα παίρνατε, μιλούσε η δεύτερη φωνή μέσα μου.
Πιο κάτω ένας Ελβετός κατασκευαστής. Αντίγραφα παλιών αυτοκινήτων πάνω σε σασί Φολκσβάγκεν.
«Πουλιούνται;» ρωτήσαμε.
«Αν πουλιούνται;» μας κοίταξαν περίεργα. «Και βέβαια πουλιούνται. Τα αγοράζουν οι νέοι και τα φτιάχνουν μόνοι τους».
Όπως και στην Ελλάδα, συνέχισε η φωνή της μελαγχολίας. Όπως αυτά τα όντα που κάνουν επανάσταση μετά τα «ματς» της Κυριακής. Όπως στη θύρα Εφτά.
Στο περίπτερο της Καμπανιόλο στάθηκα άφωνος από την έκπληξη. Αυτά τα ποδήλατα ήταν έργα τέχνης και οι δυο νεαροί Ιταλοί μηχανικοί απ’ το Τορίνο ήταν περήφανοι για τη δουλεία τους.
«Ζυγίζουν μόνο 3.5 κιλά» μου είπαν «αλλά είναι πανίσχυρα».
… Και πανέμορφα, είπε η φωνή μέσα μου, μη ξεχνώντας να μου υπενθυμίσει ότι στη χώρα της ΕΡΤ και της Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης δεν κατάφεραν ακόμη να φτιάξουν ούτε ποδήλατα.
Στο περίπτερο της Φίατ οι μηχανικοί ήταν περήφανοι που η εταιρία ξεπέρασε τα προβλήματά της.
«Το ποσοστό απουσίας έπεσε από 28% στο 4% το 1981» είπε ένας απ΄ τους μηχανικούς. «Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι είχαν συμφέρον να κρατήσουν τη βιομηχανία τους ζωντανή. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να είναι περήφανοι για τ’ αυτοκίνητα που παράγουν. Και δεν κρατιούνται μπροστά στις προοπτικές που θ’ ανοίξει για την εταιρία το νέο μοντέλο της, το Φίατ UNO»
Ακριβώς όπως και στην Ελλάδα, συνέχισε η φωνή της μελαγχολίας μέσα μου, που η βιομηχανία είναι βρόμικη λέξη, ευκαιρία για τους κομπλεξικούς να γράψουν πύρινα άρθρα εναντίον της, ευκαιρία για τους άσχετους κουφιοκεφαλάκηδες να τα διαβάσουν, να παίρνουν θάρρος και να μην αφήνουν τίποτα όρθιο.
«Εσείς έχετε βιομηχανία αυτοκινήτου;» με ρώτησε ένας Τσεχοσλοβάκος μηχανικός.
«Εμείς όχι» απάντησα. «Έχουμε όμως βιομηχανία παραγωγής άσχετων, μεγαλόστομων κριτικών και πολιτικολογούντων παρλαπιπών. Θέλετε να σας στείλουμε μερικούς να σας διαλύσουν τη χώρα σε 24 ώρες;»
«Όχι ευχαριστώ. Δεν θα πάρουμε. Τώρα μάλιστα που αρχίζουμε να απαλλασσόμαστε απ’ τους δικούς μας παρλαπίπες».
Τον κοίταξα με απορία και ο νεαρός χαμογέλασε όπως κι ο Ιταλός συνάδελφός του που παρακολουθούσε τη συζήτηση.
«Σκούζι» φώναξε ο επικεφαλής και κάναμε στο πλάι για να περάσει μια Άλφα Ρομέο Φόρμουλα Ένα, που την έσπρωχναν τρεις- τέσσερις μηχανικοί του εργοστασίου.
«Εσείς έχετε αγωνιστικά αυτοκίνητα στην Ελλάδα;» ρώτησε ο Λουίτζι. «Εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητα στην Ελλάδα» απάντησε η φωνή, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό μου. «Τα παίρνουμε από σας και τους Τσεχοσλοβάκους που έχουν. Μια χρονιά παρά λίγο να τα πάρουμε κι απ’ τους Τούρκους» πρόσθεσε και κόμπιασε γιατί τέτοια πράγματα σε κάνουν να αισθάνεσαι ντροπή όταν τα λες.
«Τι φτιάχνετε στην Ελλάδα;» ρώτησε ένας Άγγλος δημοσιογράφος.
«Παπούτσια και τρικό, ηλεκτρικά ψυγεία και κουζίνες, τσιμεντόλιθους και παρλαπίπες» απάντησα. «Φτιάχναμε και ζάχαρη αλλά τώρα την εισάγουμε όπως και τη φέτα και το κασέρι». Σε λίγο «θα εισάγουμε και αγγούρια» πρόσθεσε η φωνή μέσα μου.
«Φτιάχνουμε κι εμείς αυτοκίνητα» είπα φωναχτά.
«Α! μπα! Και πού είναι;».
«Αν κατεβείτε στο υπόγειο, σε μια γωνιά στο δεξί σας χέρι, δίπλα στην αποθήκη, γεμάτα σκουπίδια και αποκόμματα μοκέτας θα δείτε δύο ‘‘ελληνικά’’ αυτοκίνητα. Τα φτιάχνουμε στην Ελλάδα», συνέχισα γεμάτος ενθουσιασμό, και κοστίζουν περισσότερο απ’ αυτά που φτιάχνετε εσείς στην Αγγλία».
«Πώς γίνεται αυτό;» επέμενε ο δημοσιογράφος.
«Τι ηλίθια ερώτηση» είπε η φωνή μέσα μου.
«Είναι πολλά. Δύσκολο να σας εξηγήσω .¨Έχουν να κάνουν με τα ξελιγωμένα ‘‘άρθρα” στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων που, εδώ και 15 χρόνια, ασχολούνται μόνιμα με τ’ αυτοκίνητο. Έχουν να κάνουν με τα μονόζυγα και το νέφος και τις συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων και τα χρώματα των πεζοδρομίων και την Εφορία και τον Χολαργό και…».
«Είσαστε καλά;» Με διέκοψε ο συνάδελφος. «Λέτε πράγματα που δεν καταλαβαίνω».
«Και πού είσαι ακόμη» συμπλήρωσε η φωνή μέσα μου. «Πού να ζήσεις στην Ελλάδα».
Σταμάτησα τη συζήτηση και απομακρύνθηκα. Δεν υπήρχε κανείς λόγος να τη συνεχίσω. Οι άνθρωποι δεν θα καταλάβαιναν ποτέ τι ήθελα να πω.
Μόνη μου παρηγοριά ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ποιος είμαι και τι κάνω στην Ελλάδα, ήξεραν το περιοδικό που διευθύνω, ήξεραν και σέβονταν τη δουλεία μου.
«Θέλουμε να τυπώσουμε τις εκδόσεις μας στην Ελλάδα» είπαν. «Η δουλειά που κάνετε είναι καλύτερη κι απ’ αυτή των Ελβετών που έχουν 300 χρόνια ιστορία στην τυπογραφία».
Ένα δάκρυ- αληθινό- κύλησε στο πρόσωπό μου.
Τρεις μέρες πριν η «αρμόδια υπηρεσία» είχε κατατάξει τη δουλειάς μας στην ίδια κατηγορία με τα πορνογραφικά περιοδικά και ο επικεφαλής της είχε αρνηθεί να με δεχτεί και να μ’ ακούσει. Παρόλο που περίμενα έξω απ’ το γραφείο του δυο μέρες.
Έβρεχε όταν έφυγα απ’ την έκθεση κι ο ουρανός ήταν γκρίζος και βαρύς, το ίδιο όπως κι η ψυχή μου.