Χθες
ήλθαν τα φορτηγά κι άδειασαν δέκα
καρότσες 3Α κι όπως πληροφορήθηκα
σύντομα θα πέσει η άσφαλτος και στα 100
μέτρα του δρόμου.
Με την έλευση των φορτηγών έκλεισε ένα ακόμα κεφάλαιο σε μια ιστορία καταστροφής, έλλειψης προγραμματισμού και ανευθυνότητας που πλησιάζει τα όρια του εγκλήματος, αλλά που δεν είναι δυνατό να γίνει έγκλημα, αφού οι υπεύθυνοι είναι τόσο, μα τόσο άσχετοι.
Εδώ και μήνες σ’ ένα από τα ωραιότερα προάστια της Αθήνας έφτασαν οι μπουλντόζες, οι εκσκαφείς, τα διατρητικά και τα εκρηκτικά.
Μπροστά στα έντρομα μάτια των κατοίκων έσκαψαν, κατέστρεψαν, άνοιξαν, διαπλάτυναν, μετέφεραν, ανατίναξαν και ΞΕΡΙΖΩΣΑΝ καμιά εκατοστή πεύκα, που είχαν ηλικία τα δεντράκια 40- 50 ετών.
Οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν πως αιτία της καταστροφής ήταν ο… Δρόμος. Ο οποίος Δρόμος θα άρχιζε Από και θα έφθανε Μέχρι, με προοπτική να φθάσει –κάποτε- Έως.
Μάλιστα, είπαν οι κάτοικοι. Αφού θα γίνει Δρόμος Από- Μέχρι με προοπτική Έως, να γίνει για να εξυπηρετηθεί ο κόσμος. Και αφού το είπαν αυτό παρακολούθησαν τα μηχανήματα να φέρνουν τον τόπο άνω- κάτω, να σηκώνουν τη γη τα μέσα έξω, να ξεθάβουν κοτρόνες που η κάθε μια ζύγιζε πέντε τόνους, να υπονομεύουν, να τινάζουν στον αέρα, να ανοίγουν υπονόμους, να μετρούν με διόπτρες, να ρίχνουν καλούπια, να τσιμεντώνουν να ξετσιμεντώνουν, να ευθυγραμμίζουν, να καταστρέφουν, να καταστρέφουν, να καταστρέφουν…
Και μια ημέρα να Εξαφανίζονται.
Μια ημέρα ο Δρόμος ησύχασε. Τα κίτρινα μηχανήματα απεχώρησαν στο εργοτάξιό τους (εκτός από ένα που έμεινε στη μέση και βρεχόταν) και μια ύποπτη Ησυχία έπεσε πάνω στην τεράστια ουλή που είχε ανοιχτεί στο προάστιο.
Οι κάτοικοι κοιτούσαν κάθε πρωί τη φαλακρή, καλά πατημένη γη και έβλεπαν τις ρίζες των ριγμένων δέντρων και θυμόντουσαν πως, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μέχρι κυκλάμινα φύτρωναν στο λιβάδι.
Πέρασαν Έξι Μήνες.
Η ύποπτη ησυχία συνεχίστηκε.
Πέρασε άλλος Ένας Μήνας.
Και έφθασαν τα φορτηγά με το 3Α.
«Θα τελειώσει ο Δρόμος;», ρώτησαν με αγωνία οι κάτοικοι.
«Όχι», απάντησε ο Εργοδηγός. «Μόνο αυτά τα 100 μέτρα».
«Και τα υπόλοιπα σκαμμένα έξι χιλιόμετρα;» ρώτησαν οι κάτοικοι.
«Κανείς δε γνωρίζει τι θα απογίνουν», απάντησε ο Επικεφαλής της Υπηρεσίας.
Πέρασαν Δύο Μήνες.
Και έφθασαν άλλα δέκα φορτηγά 3Α.
«Θα γίνει ο Δρόμος;» ρώτησαν με αγωνία οι κάτοικοι.
«Όχι».
«Γιατί;».
«Διότι, όταν ξεκίνησε, οι αποζημιώσεις είχαν υπολογισθεί τρία εκατομμύρια το στρέμμα, αλλά τώρα το δικαστήριο έδωσε εφτά και οι κάτοικοι θα προσφύγουν για δέκα και το κράτος έκρινε πως ο Δρόμος είναι Ασύμφορος και το Έργο σταμάτησε».
«Δηλαδή» ψέλλισαν οι κάτοικοι «όλη αυτή η καταστροφή έγινε για εκατό μέτρα άσφαλτο; Ούτε καν Από- Μέχρι; Μόνο Από;».
«Μάλιστα».
«Και τα δέντρα, το πράσινο, τα κυκλάμινα, το χορταράκι, ο καθαρός αέρας, η ομορφιά, η ξεκούραση; Πάνε; Έτσι; Επειδή το κράτος Υπολόγισε Λάθος;».
«Μάλιστα».
«Και ποιος είναι Υπεύθυνος γι’ αυτό;».
«Χα!».
«Τι εννοείτε, χα;».
«Εννοώ, χα. Κανείς δεν είναι υπεύθυνος. Δηλαδή οι υπεύθυνοι είναι πολλοί, αλλά είναι πιασμένοι αγκαλιά και φτιάχνουν μια μπάλα, κάτι σαν κουβάρι σπάγκο, που η αρχή του βρίσκεται στο κέντρο μαζί με το τέλος του».
«Μα αυτό δε γίνεται» είπαν οι κάτοικοι.
«Γίνεται», απάντησε ο Ειδικός. «Να το».
Και οι κάτοικοι γύρισαν και κοίταξαν δεξιά κι αριστερά μια ουλή μήκους δέκα χιλιομέτρων, που μέσα της είχε τις ρίζες πεντακοσίων πεύκων και, σ’ ένα της σημείο, 100 μέτρα άσφαλτο.
Και οι κάτοικοι έφυγαν για τις δουλειές λυπημένοι, ενώ ο Δρόμος άχνιζε κάτω από τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου.
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και δείχνει πως πολύ λίγα πράγματα γίνονται σωστά σε τούτη τη χώρα. Δείχνει ακόμα πώς ξοδεύτηκαν 200 εκατομμύρια από τα χρήματα των κατοίκων χωρίς λόγο. Δείχνει ακόμα πώς έγινε η επιστράτευση του ’74, πώς αντιμετωπίστηκαν οι πυρκαγιές του καλοκαιριού, και πώς οι παγωνιές του Γενάρη. Δείχνει πως ο μηχανισμός είναι ξεχάρβαλος, όχι γιατί του λείπουν οι μηχανές, αλλά γιατί δεν τον χειρίζονται καλά Επαγγελματίες.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ