«Χαλκίδα,
13… Δυο ψαράδες τινάχτηκαν στον αέρα
μαζί με τη βάρκα τους, όταν η δυναμίτιδα
που χρησιμοποιούσαν για ψάρεμα εξερράγη
πριν τη ρίξουν στη θάλασσα… Το δυστύχημα
έγινε ανοιχτά στην Κάρυστο χθες τα
ξημερώματα…»
( Στις εφημερίδες)
Ο βυθός είναι άσπρος από ένα λεπτό στρώμα λάσπης που καλύπτει τα- νεκρά- φυτά, τα φύκια και τις πέτρες. Δεκάδες πτώματα ψαριών, άλλα ολόκληρα άλλα φαγωμένα από τις πανταχού παρούσες καλόγριες , κουνιούνται δεξιά- αριστερά με το ρεύμα.
Σαργοί, παντελήδες, χειλούδες, ροφόπουλα, στήρες, μπαρμπούνια, μελανούρια, όλα νεκρά από τους δυναμίτες που «ψαρεύουν» αυτά τα χωρίς πρόσωπο, μάτια και μυαλό όντα που περιδιαβάζουν ελεύθερα με τα καΐκια τους τις ελληνικές θάλασσες.
Αγαπώ τη θάλασσα. Τόσο που, τις λίγες ημέρες της άδειάς μου τις περνάω ολόκληρες μέσα στο νερό που πέφτω απ’ τα άγρια χαράματα. Λέω πως ψαρεύω με ψαροντούφεκο αλλά αυτή είναι μόνο μια σαθρή δικαιολογία για τον εαυτό μου και τους άλλους.
Φορώ τη στολή μου και τη μάσκα μου και πέφτω μέσα σε ακτές απόκρημνες και απομακρυσμένες και ξεχνιέμαι ψάχνοντας στις χαράδρες και τις τρύπες και παρακολουθώντας την όποια ζωή απόμεινε.
Πάνε δεκατρία χρόνια τώρα που κοιτάω τους βυθούς. Και, στο διάστημα αυτό, παρακολουθώ τον αργό θάνατο του Αιγαίου από τη μόλυνση, τις ανεμότρατες και τους δυναμίτες.
Σβίιιν… ακούω τον ήχο από την έκρηξη του φιτιλιού μέσα στη θάλασσα εκεί που κολυμπάω στη νότια Εύβοια, στο Μπούρο.
Σβίιιν!… Κι εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να σκάσουν τα φιτίλια πριν φύγουν απ’ τα χέρια τους και να μείνουν κουλά τα σκυλιά που τα πετάνε στο νερό.
Σβίιιιν… και ο τόπος γεμίζει από νεκρά ζωάκια της θάλασσας μετατρέποντάς τη σε απέραντο νεκροταφείο.
Σβίιιν… και κάθε φιτίλι που σκάει τινάζει στον αέρα σάρκες κι αίματα της Ελλάδας και κανείς δεν ενδιαφέρεται, αφού όλοι είναι απασχολημένοι ή με τη λογοδιάρροια ή με το χτίσιμο διαλυομένων παρανόμων και τουριστικών συγκροτημάτων.
Σβίιιιν… Στην έρημη θάλασσα, σβίιιν και στη στεριά για να ανοίξουν τα θεμέλια της αγριοπολυκατοικίας, να μπή να κάτση μέσα ο λαός, που έχει χάσει τον μπούσουλά του.
Μπούμ… Και γεννήθηκε κτήνος δεκαπενταόροφο στο Μαρμάρι. Μπάμ… και γεννήθηκαν οικοδομικά τέρατα στις παραλίες των νησιών από τη Κρήτη μέχρι τη κυρά Παναγιά (παρά λίγο) κι από τη Ζάκυνθος μέχρι τη Κω.
Αργά, ψυχρά, μεθοδικά καταστρέφουμε το ίδιο μας το σπίτι μαγαρίζοντας, τσακίζοντας, τινάζοντας, διαλύοντας, εξαφανίζοντας. Βούταγα στο δροσερό νερό κι έπιανα στα χέρια μου τα νεκρά ψαράκια κι οι σάρκες τους διαλύονταν κι έπεφταν αργά πάνω στη λάσπη του βυθού.
Κολύμπαγα τρεις ώρες, έφερα γύρα το νησί, μάτωσαν τα πόδια μου απ’ τα ψαροπέδιλα, γέμισε η μάσκα μου αίμα απ’ τις βουτιές και ψάρι δεν είδα πουθενά.
Νεκροταφείο. Θάνατος. Χαμός. Χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται.
Μόνο το βράδυ, εκεί που βγήκαμε μια βόλτα με το καΐκι, συναντήσαμε ένα κοπάδι από μωρά δελφίνια που πήδαγαν ξέγνοιαστα γύρω μας ξεφυσώντας φστ, φστ σαν μικρά τραινάκια.
Τα κοιτάζω κοντά με δάκρυα. Σκεφτόμουνα πως αύριο θα πιάνονταν στα δίχτυα κάποιου αγριάνθρωπου που θα τα σκότωνε με το ρόπαλο επειδή του άνοιξαν τρύπες στο νάυλον.
Μόνο ένα βάλσαμο ένιωθα στη ψυχή μου εκείνο το βράδυ.
Αυτή τη μικρή είδηση που είχα διαβάσει στην εφημερίδα. «… Δυο ψαράδες τινάχτηκαν στον αέρα όταν η δυναμίτιδα που χρησιμοποιούσαν γα ψάρεμα…»
Γιατί όχι ολόκληρη η χώρα; αναρωτήθηκα. Γιατί όχι όλοι αυτοί που κρατάνε στα χέρια τους κάθε λογής δυναμίτες;
Φστ, φστ κάνανε τα δελφίνια και βούτηξαν στη ψόφια θάλασσα.
Σβίιιν!
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ