Είπα στον εαυτό μου τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί: Τώρα, που θα ξεκινήσης για την Κυλλήνη, για να πας στη Ζάκυνθο (εκεί με πήγαν το Πάσχα), θα οδηγήσης εις τας εθνικάς οδούς, συμφώνως τω Κώδικι Οδικής Κυκλοφορίας. Δεν θα κάμνης καμίαν παράβασιν. Θα τηρής τα όρια ταχύτητος. Δεν θα προσπερνάς από δεξιά. Δεν θα προσπερνάς ούτε από αριστερά, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει χώρος να προσπεράσης. Θα είσαι τυπικός, σαν Άγγλος μπάτλερ. Θα είσαι τύπος και υπογραμμός. Θα φορέσης το καλύτερό σου χαμόγελο. Και θα ξεκινήσης…

Αυτά είπα στον εαυτό μου. Και ξεκίνησα.

Από το Παγκράτι μέχρι την Ομόνοια τα πράγματα πήγαν καλά. Άλλαξα λωρίδα μόνο εξηνταδύο φορές, γιατί αν δεν το έκανα θα ήμουν ακόμη στο Παγκράτι, θα είχα διακόψει κάθε σχέση με πολλούς ταξιτζήδες και θα είχα μετατρέψει σημαντικά την εξωτερική εμφάνιση του αυτοκινήτου μου.

Από την Ομόνοια μέχρι τη λεωφόρο Καβάλας τα πράγματα σκούρηναν λίγο, διότι στο δρόμο γύρω μου ήταν άλλα 2.119 αυτοκίνητα.

Στο Δαφνί η κατάσταση ήταν ακριβώς αυτό που λέει η λέξη ‘‘Δαφνί’’. Τα 2.119 αυτοκίνητα είχαν γίνει 4.903 και 4.903 οδηγοί είχαν 4.903 γνώμες για το πώς έπρεπε να πάνε στα σημεία του προορισμού τους.

Ο οδηγός του Τάουνους 12Μ, επί παραδείγματι. Με τη σχάρα. Ήταν εμπρός μου. Αλλά ξαφνικά θέλησε να βρεθή πίσω μου, διαφορετικά δεν εξηγείται γιατί φρενάρησε απότομα, ώστε παρά λίγο να περάσω από πάνω του. Κοίταξα γύρω μου, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από το σοκ και η αδρεναλίνη πλημμύριζε τις φλέβες μου. Και είδα. Ότι ο οδηγός του Τάουνους είχε δει αριστερά του κάποιον φίλο του σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, τον οποίο έπρεπε να χαιρετήση και, φυσικά, να ρωτήση πού θα περνούσε το Πάσχα του.

Ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου και συνέχισα. Έφθασα πίσω από ένα γκρι Φάου Βέ. Πήγαινε με 33 χιλιόμετρα την ώρα. Αριστερά. Να ένας καλός και προσεκτικός οδηγός, είπα στον εαυτό μου. Και έμεινα πίσω του, πηγαίνοντας με 33 χιλιόμετρα την ώρα. Οι άλλοι, πιο πίσω, κορνάρησαν, άναψαν φώτα, άναψαν οι ίδιοι, σήκωσαν σφιγμένες γροθιές στον αέρα και είπαν Πολύ Κακά Λόγια- όπως κατάλαβα από τα χείλη τους. Κι άρχισαν να προσπερνούν, κορνάροντας, από δεξιά. Τη στιγμή που έφθαναν πλάι μου φώναζαν… (δεν το γράφω, σίγουρα με διαβάζουν και παιδιά)- και χάνονταν. Εγώ, όμως, είχα υποσχεθή στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω καμιά παράβαση. Δεν θα περνούσα, λοιπόν, το Φάου Βέ από δεξιά.

Γι’ αυτό του αναβόσβησα τα φώτα.

Τίποτα.

Χτύπησα κλάξον.

Καμιά αντίδραση.

Ξαναχτύπησα κλάξον.

Αντίδραση: Δεξί χέρι σηκώνεται και μου κάνει πολύ άσχημη κίνηση.

Κατακόκκινος από ντροπή δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Είμαι ένας οδηγός τυπικός, σαν Άγγλος μπάτλερ. Λέω να του δώσω μια με τον προφυλακτήρα μου, λέω να τον περάσω από δεξιά, λέω να τον σκοτώσω… Λέω πολλά. Αλλά τελικά δεν κάνω τίποτα, γιατί πρέπει να οδηγήσω «συμφώνως τω κώδικι».

Πίσω μας είχε σχηματισθή μια ουρά κάπου τρία χιλιόμετρα, και ήμαστε ακόμη στον Σκαραμαγκά. Μέχρι την Κόρινθο θα έχη φτάσει τα 12 χιλιόμετρα, σκέφτηκα… και χαμογέλασα.

Η κίνηση είχε φθάσει στα όρια του παρανοϊκού.

Αυτοκίνητα με περνούσαν από δεξιά, από αριστερά, από πάνω… Ένα μικρό με πέρασε από κάτω!

– Πώς πέρασε αυτός; ρώτησε ο φίλος μου ο Γιάννης.

– Ξέρει αυτός, είπα εγώ.

– Ζαλίζομαι, είπε η κυρία Γιάννη. Όλοι αυτοί γιατί πάνε έτσι; Γιατί αλλάζουν συνεχώς λωρίδες; Γιατί φρενάρουν; Γιατί σταματάνε; Γιατί αυτός προσπερνά αυτόν που προσπερνά τον άλλον; Που θα πάη εκείνος που έρχεται από απέναντι;

– Σκασμός, είπε ο Γιάννης. Εσύ δεν καταλαβαίνεις από οδήγημα.

Κοντά στην Κινέττα σταματήσαμε τελείως. Γιατί στο δεξί μέρος του δρόμου είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο και τα μωρά που μετέφερε έκαναν πιπί στα χαμομήλια.

Πίσω από το σταματημένο είχε σταματήσει άλλο, που προσπαθούσε να βγή. Πίσω απ’ αυτό που προσπαθούσε να βγή ήταν άλλο που προσπαθούσε να προσπεράση αυτό που προσπαθούσε να βγή.

Πίσω από το τελευταίο ήμουν εγώ. Σταματημένος. Πίσω από μένα ήταν 16.000 αυτοκίνητα. Ήταν υπέροχα. Τίποτα δεν κουνιόταν και τίποτα δεν θα κουνιόταν, μέχρι να τελειώσουν τα μωρά το πιπί τους.

Οι οδηγοί άρχισαν να ορύωνται…

– Τράβα, ρε! Φύγε ρε! Ρε….. Ρε…. Ρε….(Συμπληρώστε τα κενά αναλόγως).

Εκεί που όλοι έλεγαν «ρε….» ακούω τρομερό θόρυβο. Γυαλιά και σίδερα. Κάποιος φαίνεται ότι έφθασε πολύ γρήγορα στο πίσω μέρος της ουράς κι έφτιαξε μια μικρή καραμπολίτσα. Ευτυχώς δεν έφτασε μέχρι το δικό μας αυτοκίνητο.

Τα μωρά τελείωσαν το πιπί τους και το αυτοκίνητο ξεκίνησε και πίσω του ξεκινήσαμε όλοι. Σύντομα αποκτήσαμε τη σωστή ταχύτητα ταξιδιού. 44 χιλιόμετρα την ώρα. Πήγα δεξιά διότι ο Κώδιξ λέει ότι πρέπει να πηγαίνουμε δεξιά. Μετά από τρία χιλιόμετρα σταμάτησα πίσω απ’ ένα Όπελ που έβραζε. Ο οδηγός είχε πάρει ένα πλαστικό κουβά κι είχε ξεκινήσει για νερό.

Κοίταζα πίσω μου μήπως και μπορέσω να βγω.

Κάποια στιγμή βρήκα ένα άνοιγμα στην κυκλοφορία « έβγαλα» το φλας μου και κινήθηκα…

Μπίιιιίπ! Δυνατό κλάξον ακούστηκε από 100 χιλιόμετρα μακριά. Πώς τόλμησα να βρω πάλι στο δρόμο; Ποιος είμαι εγώ που πήγα να βγω εμπρός στο αυτοκίνητο του κυρίου με το ψιλό μουστάκι και το αθλητικό φανελάκι; Έπρεπε να μείνω εκεί. Να νυχτώση. Να σταματήσουν να περνούν αυτοκίνητα και μετά να βγω.

Είχαν περάσει δύο ώρες και είχα κάνει 50 χιλιόμετρα. Δεν είχα κάνει όμως ούτε μισή παράβαση.

– Δώδεκα η ώρα, είπε ο Γιάννης. Θα φθάσουμε σήμερα στην Κυλλήνη ή αύριο;

– Οδηγώ συμφώνως τω Κώδικι, απάντησα. Αν νομίζης ότι θα με αναγκάσης να γίνω παραβάτης είσαι απατημένος.

Το Φολκσβάγκεν είχε χαθή εμπρός. Σε μια στιγμή μόνο το πήρε το μάτι μου να πηγαίνη πάντα αριστερά. Εγώ ήμουν δεξιά. Συμφώνως τω Κώδικι. Σιγά- σιγά όμως άρχισα να επαναστατώ. Μια φωνή μέσα μου έλεγε: Θα φθάσης στη Ζάκυνθο βρε, ή όχι; Έχεις δυο ώρες στην εθνική οδό…

Το πόδι μου έλεγε: Άσε με να πατήσω το γκάζι, άσε με να πατήσω το γκάζι.

Τα χέρια μου έλεγαν: Άσε μας να κάνουμε σφήνα σ’ αυτόν που πέρασε με την τριπλή διαχωριστική γραμμή.

Όχι! Έλεγα εγώ. Θα καθίσετε όλα ήσυχα και θα οδηγήσετε συμφώνως τω Κώδικι.

Το μεσημέρι στις 2 φθάσαμε στην Κυλλήνη. Άνοιξα την πόρτα και σωριάστηκα σε μια καρέκλα. Χιλιάδες εικόνες άρχισαν να έρχονται στο νου μου. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάτι το συγκεκριμένο. Μόνο μια εντύπωση τρόμου, φρενοκομείου, τρέλας, γι’ αυτά που είχα δει.

Για μια στιγμή, κοίταξα το κάθισμα του αυτοκινήτου μου. Είδα ένα κόκκινο αυγό.

Ίσως ήταν το αποτέλεσμα των προσπαθειών μου να οδηγήσω συμφώνως τω Κώδικι.

Όταν γυρίσαμε απ’ τις «διακοπές» ξανακοίταξα το κάθισμά μου. Δεν υπήρχε κόκκινο αυγό. Φαίνεται ότι οδήγησα σύμφωνα με τους δικούς μου κώδικες. Που λένε ότι πρέπει να μείνω ζωντανός και να μην πεθάνω επειδή τρία μωρά ήθελαν να κάνουν πιπί τους.

Φωτογραφία: Ένα παλιό, αξιοπρεπές σπίτι, η ΜΕΤΑΧΑ Α.Β.Ε. χάρισε τα χρώματά της στην Πόρσε RSR του «Λεωνίδα». Ευχόμαστε νίκες.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.