ΜΕΧΡΙ
χθες, το γραφείο μου έβλεπε στη διασταύρωση
των οδών Καλλιρρόης και Βούρβαχη. Η οδός
Καλλιρρόης δεν είναι άλλη από την Ιλισού,
την πολυσύχναστη αρτηρία που περνά πίσω
απ’ το κολυμβητήριο και το εργοστάσιο
του Φιξ. Η Βούρβαχη είναι η οδός που
«φέρνει» αυτοκίνητα από τη Βουλιαγμένης
προς το Θησείο. Μπορείτε δηλαδή να
φαντασθήτε τι έβλεπαν τα μάτια μου καθώς
εργαζόμουν κοντά στο παράθυρο.
Τρακαρίσματα, φωνές, καυσαέρια, ταξιτζήδες
που έκλειναν γιωταχήδες και γιωταχήδες
που ήθελαν να πάνε αριστερά και
βρισκόντουσαν δεξιά και καθώς έστριβαν
χωρίς να κοιτάξουν κάρφωναν τα μηχανήματα
τους στις πόρτες άλλων γιωταχήδων.
Η Διασταύρωση ήταν μια μόνιμη πηγή θορύβου, τρέλας και διασκεδάσεως, μια και δεν είχε γίνει κανένα «σοβαρό» στους 32 μήνες που την έβλεπα. Το πιο «σοβαρό» συνέβη όταν ένας μ’ ένα Σίμκα 1000, με μαύρα καπώ και γραμμές και «εξάτμιση», τάχασε καθώς έπαιρνε τη στροφή με τη βροχή και παραλίγο να μπη στο μαγαζί του Ζαλμά που βρίσκεται από κάτω…
Από σήμερα η εικόνα άλλαξε. Βλέπω τις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Τα ερείπια και το μικρό πάρκο που υπάρχει γύρω. Βλέπω, θέλω, δε θέλω, την καταγωγή μου.
Και ακούω.
Ακούω την κίνηση της λεωφόρου Βουλιαγμένης! Πράγμα που σημαίνει ότι ακούω το παρόν μου. Και οφείλω να σας ομολογήσω ότι έτσι που βλέπω το παρελθόν μου και ακούω και μυρίζω το παρόν μου, μου αρέσει το παρελθόν μου. Το νέο μου γραφείο μ’ έκανε ν’ αλλάξω απόψεις για τα καλά!
Σκέφτομαι πως θα ήταν αν ζούσα τότε. Αν είχα το σπίτι μου απέναντι από τις Στήλες και ήμουν δημοσιογράφος κι έγραφα για άλογα. Θα είχα ολοκάθαρο αέρα, αυτό είναι αλήθεια. Και θα είχα και ησυχία γιατί δεν θα περνούσαν λεωφορεία. Κι αυτό είναι αλήθεια. Θα είχα και καλούς φίλους που θα έμεναν κάτω απ’ την Ακρόπολη τους οποίους θα έβλεπα κάθε απόγευμα και στους οποίους θα μπορούσα άνετα να πάω με τα πόδια, μια και η απόσταση δεν θα ήταν μεγάλη και τα άλογα θα ήταν έξω από τις δυνατότητες ενός δημοσιογράφου. Ίσως, καμιά φορά, που θα έπαιρνα κανένα άλογο για τεστ στο δρόμο, να το χρησιμοποιούσα για να τους κάνω εντύπωση… Όλα αυτά θα ήταν αλήθεια.
Θα ήταν μια υπέροχη ζωή, χωρίς άγχη και αγωνίες, χωρίς να κρύβεται ο ήλιος απ’ τα καυσαέρια των λεωφορείων. Μόνο λίγες μυρωδιές από γαϊδάρους, μουλάρια και άλογα θα πλανιόταν στην ειρηνική ατμόσφαιρα και τα σανδάλια μου θα πατούσαν που και που σε κοπριά, αλλά κατά τα άλλα η ζωή θα ήταν μάλλον πιο όμορφη απ’ ό,τι είναι σήμερα.
Στην εφημερίδα μου, που θα τη σκάλιζα μαζί με τους άλλους συναδέλφους στην αυλή του ιδιοκτήτη της, θα έγραφα για τις φιλοσοφικές τάσεις της εποχής, για τους τοπικούς πολέμους, τα εγκλήματα τιμής και αγάπης και ό,τι άλλο θα γινόταν μέσα στο ειρηνικό εικοσιτετράωρο… Στ’ αλήθεια, θα μ’ άρεσε να ζω εκείνη την εποχή.
Κοιτώντας τις Στήλες αφαιρέθηκα και ξέχασα ότι έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να πάω μέχρι τους Δελφούς για να συναντήσω κάποιον ξένο φίλο μου που χάζευε ό,τι χάζευα κι εγώ… Έκλεισα τη γραφομηχανή μου, κατέβηκα στο δρόμο, άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου μου και κάθισα πίσω απ’ το τιμόνι. Γύρισα το κλειδί και ο διπλός περιστροφικός κινητήρας του δόκτορος Βάνκελ πήρε μπρος και βάλθηκε να εργάζεται σαν στρόβιλος χωρίς ν’ ακούγεται διόλου. Μόνο το μεγάλο στροφόμετρο μου έδειχνε 1400 στροφές στο λεπτό. Απ’ την εξάτμιση καυσαέρια μόλυναν την ατμόσφαιρα, μαζί με τα άλλα των αυτοκινήτων που περνούσαν.
Σε λίγο βρισκόμουν έξω από την πόλη. Η ώρα ήταν επτά το πρωί και μη σας φαίνεται περίεργο, γιατί εργάζομαι τις πιο περίεργες ώρες…
Βγήκα στον ανοιχτό δρόμο, άνοιξα το ραδιόφωνό μου, ρύθμισα τους καθρέφτες μου και πάτησα το πόδι μου στο γκάζι.
Το αυτοκίνητο έφτασε γρήγορα τα 160 χιλιόμετρα και άρχισε να καταπίνη την αποστολή λες και δρόμος δεν υπήρχε…Αυτό το μεταφορικό μέσον είναι εκπληκτικό στο ταξίδι. Κόβω το κεφάλι μου ότι κανένα άλογο δεν θα μπορούσε να ταξιδέψη έτσι. Αισθάνομαι απόλυτα ασφαλής. Η ευστάθειά του είναι εκπληκτική και τα φρένα του μοιάζουν με τα φρένα που σταματούν τ’ αεροπλάνα στ’ αεροπλανοφόρα. Στις ευθείες, το κοντέρ δείχνει 180- 190 χιλιόμετρα και είναι σα να πηγαίνω με 90.
Σε δυο ώρες σταματώ στους Δελφούς. Ο φίλος μου περιμένει εκεί. Θα μείνη μόνο δυο ώρες και μετά θα φύγη για την πατρίδα του μ’ έναν τρόπο που μόνο οι ξένοι μπορούν να καταλάβουν. Τον περιμένει ένα αυτοκίνητο στην Πάτρα με το οποίο θα πάει στο Πρίντιζι, απ’ όπου θα μπη σ’ ένα ιδιωτικό τζετ και θα πάη στο Μιλάνο όπου θα πάρη μια Λαμποργκίνι για να επιστρέψη στην Αγγλία! Βλέπετε, είναι ειδικός δημοσιογράφος κι εργάζεται σ’ ένα μεγάλο εγγλέζικο αυτοκινητικό περιοδικό, γι’ αυτό μπορεί και να τα κάνη αυτά.
Εκεί που καθόμαστε, κάτω από ένα χλωμό χειμωνιάτικο ήλιο που φώτιζε τις χαράδρες και τις κολώνες των ιερών, του μίλησα για το νέο μου γραφείο και την επιθυμία μου να ζούσα εκείνη την εποχή.
– Πόσες μέρες θα έκανα να έλθω εγώ εδώ μ’ ένα άλογο; με ρώτησε. Και πόσες μέρες θα έκανες να έλθης εσύ από την Αθήνα με άλλο ένα; συμπλήρωσε. Μπορεί να μας σκότωναν οι λησταί, να έπεφτε το βουνό, να παγώναμε στο χιόνι, να παθαίναμε πνευμονία απ’ τη βροχή, να πέθαινε το άλογο, να σε κάρφωναν με το δόρυ τους οι εχθροί σου, να πέθαινες απ’ τη δίψα ή την πείνα, να είχες φριχτούς πόνους στο στομάχι πάνω στον Παρνασσό κι εγώ πάνω στις Άλπεις… Τώρα ήλθες σε δυο ώρες και σε λίγο θα είσαι πάλι στο γραφείο σου, απέναντι απ’ τις Στήλες που τόσο σε εντυπωσίασαν και αργότερα στο σπίτι σου για να ξεκουραστής ή να κάνης κάτι που σου αρέσει πολύ. Κι όλα αυτά γιατί χρησιμοποίησες τ’ αυτοκίνητό σου. Παραδέχομαι ότι μόλυνες την ατμόσφαιρα, τρόμαξες τις κότες και τις αγελάδες, σκότωσες ένα σπουργίτι . Παραδέχομαι ότι θα μπορούσες να έχης σκοτωθή κι εσύ ή να έχης σκοτώσει- άθελά σου όμως, μια και υποθέτω ότι είσαι απ’ τους ανθρώπους εκείνους που δεν θα κάνουν δυστύχημα αλλά ατύχημα- αλλά δεν νομίζεις ότι αξίζει τον κόπο για να μπορή να κινηθή όλος αυτός ο πλανήτης και να εξασφαλίση περισσότερη ώρα για τον εαυτό του;
– Με κλονίζεις, του είπα. Κι ότι είχα αρχίσει να κάνω μια στροφή 180ο και ν’ αρχίσω να γίνωμαι πολέμιος του αυτοκινήτου. Ήθελα να μπω κι εγώ στις τάξεις των σνομπ που λένε «αυτοκινητάκια, πφ!» αλλά με κλονίζεις. Πως θα μπορέσω τώρα να πω «αυτοκινητάκια, πφ» και να γυρίσω το κεφάλι μου απ’ την άλλη μεριά και να πάω την άλλη μέρα στην αντιπροσωπία της Τζάγκουαρ ν’ αγοράσω μια 4.2 για να τους δείξω ποιος είμαι; Είσαι ένας παραδόπιστος Άγγλος γραφιάς και αυτό που κάνεις αυτή τη στιγμή είναι πολύ κακό…
– Δεν είμαι παραδόπιστος Άγγλος γραφιάς. Βλέπω την πραγματικότητα και η πραγματικότης είναι ότι είσαι εδώ και έχουμε δυο ώρες καιρό για να τα πούμε μετά από 14 μήνες που έχουμε να ιδωθούμε. Κι αν, αυτή τη στιγμή, μ’ έπιανε η καρδιά μου, θα μπορούσες να με πας στο νοσοκομείο σε μισή ώρα και να μου σώσης τη ζωή. Μ’ αυτό το μηχάνημα που βρίσκεται εμπρός μας. Που δεν ζητά τίποτα εκτός από βενζίνη και λάδια και απέραντη προσοχή και ικανότητα εκ μέρους σου για να σε υπηρετή πιστά και ακίνδυνα. Μην ακούς τους σνομπ και τους προφήτες. Και μη θέλης να ζήσης με τ’ άλογα και τις Στήλες. Ήταν πιο επικίνδυνα τότε απ’ ό,τι είναι τώρα. Το κακό δεν το προξενούν τ’ αυτοκίνητα στην εποχή μας. Το προξενούν οι άνθρωποι. Κι ιδιαίτερα αυτοί που προσπαθούν να κυβερνήσουν μια τόσο θαυμαστή και ανεξάρτητη μηχανή χωρίς να ξέρουν ΤΙΠΟΤΑ γι’ αυτήν. Συνέχισε λοιπόν να τ’ αγαπάς και να τα υποστηρίζης γιατί, αν τα χάσης, χάθηκες. Και χάθηκες μ’ έναν τρόπο που δεν έχει ξαναγίνει. Φαντάζεσαι να ερχόσουν στους Δελφούς με το Μαζικό Σύστημα Συγκοινωνίας; Θάπρεπε να χάσης τουλάχιστον μια μέρα. Και είναι σίγουρο ότι θα μύριζε και άσχημα.
Την άλλη μέρα ξανακοίταξα τις Στήλες και ξανάκουσα την κίνηση της Βουλιαγμένης. Και ξαναβρήκα το αίσθημα της ισορροπίας μου.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ