Ας
χαμογελάσουμε και λίγο. Καιρός είναι
νομίζω να ασχοληθούμε με κάτι πιο ελαφρό.
Η ατμόσφαιρα έχει λιγότερο διοξείδιο,
κυκλοφόρησαν τόσες εφημερίδες, οι
συνάδελφοι γράφουν πιο ελεύθερα και ο
ουρανός της πατρίδας μας είναι πιο
γαλάζιος απ’ ό,τι πριν, τουλάχιστον γα
τα δικά μου μάτια.
Έτσι λοιπόν κι αφού επιστρατεύτηκα και πήγα στη Λάρισα για 12 ημέρες έτοιμος να πολεμήσω τους Τούρκους και αφού δεν πολέμησα και γύρισα πίσω φορτωμένος με χιλιάδες εντυπώσεις, αποφάσισα να φύγω για τέσσερις ημέρες και να πάω «διακοπές».
Η απόφαση πάρθηκε ένα Σάββατο βράδυ στις 11 και , την Κυριακή το πρωί το ερείπιο Ωτομπιάνκι της οικογένειας Κ.Κ. φορτώθηκε με: 1) Μια τσάντα που περιείχε μια στολή, μολύβια, ψαροπέδιλα, μάσκες και αναπνευστήρες. 2) Μια μικρή βαλίτσα που περιείχε δυο πετσέτες, δυο οδοντόβουρτσες και δυο «μαγιό» και 3) Χαρτί για γράψιμο στην «ησυχία» της εξοχής.
Την Κυριακή το μεσημέρι, το Α-112 είχε φθάσει στο χώρο του προορισμού του που ήταν το Χαζολίμανο σε μια «μαγευτική» περιοχή της Εύβοιας. Εκεί είχαν στρατοπεδεύσει άλλοι δεκαπέντε φίλοι και δεν ήταν άσχημη ιδέα να μείνουμε μαζί τους. Έτσι νομίζαμε…
Γιατί το Χαζολίμανο ήταν γεμάτο από «Αθηνίτσες» και στάθηκε αδύνατον να βρούμε δωμάτιο προς 810 δραχμές την ημέρα “ντεμί πανσιόν”.
Φορέσαμε λοιπόν τα “μαγιό” μας και κολυμπήσαμε στην παραλία που είχε άμμο ακριβώς όπως και τ’ Αστέρια Βουλιαγμένης* και το μόνο που δεν κάναμε ήταν να παίξουμε μπάλα και να φωνάξουμε ο ένας στον άλλον “έλα μπάλα”.
Στις 2 το μεσημέρι τα πράγματα σκούρηναν!
Εκεί που το τζετ σετ ήταν με τα “μαγιό”, ξαφνικά εμφανίστηκε με λευκά παντελόνια και μακρυά φορέματα για να καθίση να “φάη”.
Ήταν μια εντελώς πολιτισμένη εικόνα, απόλυτα σύμφωνη με το γενικότερο πνεύμα που επικρατούσε στη χώρα του πουλιού. Όλες οι περίεργες γριές, όλοι οι περίεργοι διατηρημένοι “γόητες” των Αθηνών με τις μόνιμες ή ημιμόνιμες “συνοδούς” τους ήταν εκεί, ανακατεμένοι με μερικούς σοβαρούς ανθρώπους που δεν περίμεναν ότι θα συναντήσουν…
Αφού λοιπόν το απαστράπτον πλήθος περιδρόμιασε, απεσύρθη στις 810, 1200, 1800 ή 2.600 του δραχμές (την ημέρα!) για να κοιμηθή, έτσι που να είναι “φρέσκο” το απόγευμα. Και το απόγευμα ήταν φρέσκο όπως εξακριβώσαμε.
Και το εξακριβώσαμε διότι κατέβηκε από τις 810, 1200, 1800 ή 2.600 του δραχμές για να ξαναφάη!
Αυτήν την φορά ντυμένο πούρ λε ντινέ. Ένας ξεπλυμένος Ολλανδός φορούσε ένα μαύρο σακάκι με τεράστια άσπρα καρρώ. Μια διατηρημένη κυρία φορούσε ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα και λύγιζε έντονα από τα χρόνια και το βραδινό αεράκι. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να ρωτήση τον “σικ” συνοδό της:
– Είδες την Βεγούσκα;
– Όχι… Νομίζω όμως ότι είναι με τον Κλώντ…
Αυτό ήταν πολύ για μένα και θα έφευγα εκείνη τη στιγμή αν δεν μου έκανε το τραπέζι ένας τετράγωνος άνθρωπος που ήταν πολιτικός μηχανικός, είχε ψαρέψει οκτώ κιλά σαφρίδια και απορούσε με τα συμβαίνοντα όσο κι γω!
Όταν τέλειωσε το δείπνο μπήκαμε στο Ωτομπιάνκι και πήγαμε στο διπλανό χωριό όπου νοικιάσαμε ένα δωμάτιο από μια κυρά. Κοιμηθήκαμε σε καθαρά σεντόνια, αλλά ο μανάβης της περιοχής είναι μηχανοκίνητος κι έχει και μεγάφωνο.
Στις 6 το πρωί λοιπόν φώναζε, η φωνή του ενισχυμένη από 6 Βαττ RMS.
– Εεεέλα μελιτζάνες, μπάμιες, ντομάτες, καρπούζια, πεπόνια, πατάτες. Εεεέλα. Με το δεύτερο “εεεέλα” ήμαστε όρθιοι και στο Α-112 κι έτοιμοι για δρόμο. Το ’χει η μοίρα μας φαίνεται να κινούμεθα ανάμεσα στο τζέτ σετ και τους πληβείους.
Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα αργότερα, σ’ έναν τόπο ανάμεσα Αγριοβοτάνι και Αγία Άννα, συναντήσαμε την κυρά- Λένη. Και τον κυρ Νίκο. Και τον κυρ Στάθη. Και μια μαγευτική περιοχή, γεμάτη πεύκα και άμμο και ένα νησί γεμάτο ροφούς και σμέρνες.
Καθίσαμε τη Δευτέρα, την Τρίτη και τη μισή Τετάρτη.
Μετά μπήκαμε στο Α-112 και γυρίσαμε πίσω. Αφού βιδώσαμε την εμπρός ζανφόρ που ξεβιδώθηκε στο χώμα προς την Άγια Άννα. Σ’ όλο το δρόμο σκεπτόμουν το Χαζολίμανο και τον κόσμο του. Τη νεκρή του θάλασσα, τη συμπεπυκνωμένη βλακεία των “κυριών” που έχουν λιγότερο μυαλό από μια κότα. Και τους ευνουχισμένους άντρες τους.
Και μετά, τον κυρ-Λάζαρο που πίναμε μαζί. Που ήταν παπατζής και οδηγός φορτηγού, και ψαράς και μέγας καλλιτέχνης “που παίρνει τα βότσαλα και τα κάνει μπρελόκ και δαχτυλίδια”, και τραγουδιστής και ήξερε και τον Αλέξη Δαμιανό.…
Και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το μόνο που θα μπορούσα να γράψω “γι’ αυτοκίνητα” αυτήν τη στιγμή είναι το ότι σου δίνουν την ευκαιρία να ρίξης μαύρη πέτρα στο Χαζολίμανο και να πας κάπου να συναντήσης τη χώρα σου που δεν πέθανε από την εποχή του –ανύπαρκτου;- Αλέξη Ζορμπά.
Γι’ αυτό και μόνο τ’ αγαπώ.
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΒΑΘΑΣ