Πήρα
δίπλωμα. Και θέλω να πάμε μαζί μια βόλτα,
γιατί ξέρω ότι «ξέρετε από αυτοκίνητα»
και θέλω να μου πήτε μερικά πράγματα.
Έτσι μου είπε η κυρία Βασιλική. Γνωστή η κυρία Βασιλική και δεν μπορείς να χαλάσης χατήρι στην κυρία Βασιλική, διότι φίδι που σ’ έφαγε. Μέσα σε τρεις μέρες, η μισή Αθήνα θα μάθει πράγματα για σένα που ούτε εσύ ο ίδιος δεν τα ξέρεις. Έτσι, είπα ναι.
Ήρθε και με πήρε. Στις 10 το πρωί μιας Κυριακής. Το αυτοκίνητο δεν έχει σημασία. Τι αυτοκίνητο θα μπορούσε να έχη αγοράσει η κυρία Βασιλική που είναι πρώην καθηγήτρια της μουσικής και έχει λουλακιά μαλλιά;… Ένα κάποιο αυτοκίνητο.
Κάθισα πλάι της. Έβαλε εμπρός γυρίζοντας το κλειδί, αλλά έχοντας ταχύτητα στο κιβώτιο. Τ’ αυτοκίνητο πήδηξε και χτύπησε την Μερσεντές του κυρίου διαχειριστού. Έκανε μια βόλτα στον προφυλακτήρα και άλλη μια στο πίσω καπώ.
–
Γελοίο αυτοκίνητο, είπε η κυρία Βασιλική.
Και ξαναδοκίμασε με την όπισθεν. Αυτή
τη φορά χτύπησε το δικό μου
αυτοκίνητο.
– Ε, όχι και το δικό μου,
φώναξα.
– Συγγνώμη, είπε. Δεν το
είδα.
– Το άκουσες όμως, απάντησα.
–
Έχετε δίπλωμα κυρία Βασιλική, ρώτησα
δειλά.
– Καλέ τι λες; Νάτο.
Και μου το ΄βαλε στη μύτη. Κόκαλο εγώ. Αφού πήρε δίπλωμα είναι οδηγός, σκέφτηκα. Έκανε ή δεν έκανε τον σαλίγκαρο; Έκανε ή δεν έκανε μαθήματα; Πέρασε ή δεν πέρασε εξετάσεις; Πέρασε. Λοιπόν, γιατί ανησυχώ;
Τρίτη προσπάθεια. Γκάζι 5.000 στροφές, χεράκια σφιγμένα στο τιμόνι, στήθος κολλημένο επάνω του, λαιμός τεντωμένος κατ’ ευθείαν εμπρός. Έξω ο συμπλέκτης. Τεράστιο πήδημα και στη μέση του δρόμου. Ταξιτζής! Που βρέθηκε αυτό το ταξί εκεί, απόρησα. Δεν είδε τι ερχόταν;
– Βρέεεε, ούρλιαξε η κυρία Βασιλική. Κοίτα που πας. Στραβέ! Μου στράβωσες τον προφυλακτήρα μου, ατζαμή.
Ο ταξιτζής έμεινε σαν στήλη άλατος. Είχε μόλις δεχτή το αυτοκίνητο της κυρίας Βασιλικής στην δεξιά του πόρτα. Και τον έβριζε κι από πάνω.
– Να βγω έξω μωρή να σου πω εγώ, της είπε και προσπάθησε να βγή. Μάταια. Η πόρτα του δεν άνοιγε.
– Αχρείεεε, ούρλιαζε η κυρία Βασιλική. Κάνε πίσω βρε, να ξεκολλήσουμε. Εσύ τι κάθεσαι σαν ξερός. Βγες έξω και σπάστου τα μούτρα.
– Δεν μπορώ, δήλωσα. Είναι τρίτος μου ξάδελφος.
– Πολύ αστείο, είπε η κ. Βασιλική και έκανε όπισθεν, ξεκολλώντας το αυτοκίνητο από το ταξί.
Άλλαξαν ασφάλειες. Η Βασιλική φανερά εκνευρισμένη. Ξαναμπήκε μέσα. Ξαναξεκίνησε. Στην πρώτη διασταύρωση ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα τρίκυκλο.
– Της…, φώναξε ο τρίκυκλος.
– Τι είπε αυτός, με ρώτησε η Βασιλική;
– Α, τίποτα. Κάτι για τη θεία σας, απάντησα.
Πηδήξαμε μέχρι την επόμενη διασταύρωση. Στο δρόμο κυνηγήσαμε ένα γέρο, τον μανάβη της γειτονιάς, μια πολύ σοβαρή κυρία με λουλακιά μαλλιά που πήγαινε επίσκεψη. Σταματήσαμε στη Μερκούρη. Έχει μεγάλη κίνηση η Μερκούρη και το είπα στην κυρία Βασιλική.
– Προσέξτε, κυρία Βασιλική. Μπορεί να προκαλέσετε κανένα ατύχημα. Ο δρόμος έχει μεγάλη κίνηση. Και βούλιαξα στο κάθισμα για να μη φαίνομαι. Πολύς γνωστός κόσμος περπατά στη Μερκούρη. Κόσμος που θέλω να με θυμάται όπως ήμουν.
– Μην ανησυχείς διόλου.
– Δεν ανησυχώ. Τρέμω από την κούραση.
– Έκανε μερικές προσπάθειες να βγάλη μύτη από την Αντήνορος στην Μερκούρη. Απέτυχε και εισέπραξε κάμποσες ανοιχτές παλάμες. Τελικά βρήκε ένα άνοιγμα στην κυκλοφορία, πάτησε γκάζι έκανε τρία μέτρα και της έσβησε…Είχε βάλει «τρίτη».
– «Πρώτη», είπα εγώ.
– «Πρώτη» είναι, είπε η κυρία Βασιλική.
– «Τρίτη» είναι, αντέδρασα.
Καμιά πενηνταριά αυτοκίνητα κορνάρησαν. Δυο- τρεις ταξιτζήδες έβρισαν άσχημα. Έβαλε πάλι εμπρός. Ξεκίνησε με Μεγάλη Ταχύτητα. Φρενάρησε με Μεγάλη Δύναμη. Πάτησε κλάξον Δυνατά.
Είχα χάσει το χρώμα μου. Έτρεμα σαν το καλάμι. Έβαλα το αριστερό μου χέρι πάνω στο χειρόφρενο. Πάντα το κάνω αυτό όταν κάθομαι αριστερά με κυρίες Βασιλικές και κυρίους Πελοπίδες. Έχω το δεξί μου χέρι έτοιμο να τιναχτή στο τιμόνι. Μου έχει σώσει τη ζωή μια φορά αυτή η στάση. Μπορεί να μου την σώσει κι άλλη μία. Με χίλιες – δυο βλακείες κατάφερε να βγή στην Βασιλέως Κωνσταντίνου. Μέσα στ’ άλλα αυτοκίνητα, η κατάσταση έγινε αμέσως κρίσιμη. Η κυρία Βασιλική ήταν μια περίπτωση ξεχωριστή. Δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τ’ αυτοκίνητο. Ούτε τ’ αυτοκίνητο είχε καμιά σχέση με την κυρία Βασιλική.
Και όμως είμαστε εκεί, με 1100 κιλά ατσάλι που κυλούσε πάνω σε τέσσερις τροχούς. Μ’ ένα κινητήρα 70 ίππων, μ’ ένα τιμόνι, με την κυρία Βασιλική που είχε πάρει δίπλωμα. Δεν ξέρω τι έγινε κι δεν πατήσαμε εσάς και σας και σας. Δεν ξέρω πως έτυχε και δεν τρακάραμε εσάς και σας και σας… Δεν καταλάβαινα πια τι συμβαίνει γύρω μου. Έψαχνα να βρω τρόπους να σταματήσω την χιονοστιβάδα, ενώ η κυρία μιλούσε μόνη της.
– Βρε. Τι νομίζεις ότι είσαι; Θα σου δείξω εγώ. Κοίτα τον ηλίθιο που βγήκε εμπρός μου. Θαύμα δεν πάω; Και να σκεφτής ότι οδηγώ μόνο δυο μήνες. Ασυνείδητε εγκληματία. Κοίτα αυτήν την κυρία πως οδηγεί… Πω… Πω… Πάω με εξήντα! Κόκκινο. Που είσαι Μιχάλη να με δης (Μιχάλης είναι ο κύριος Βασιλικής). Πες μου… όταν θέλω να στρίψω βγάζω ταχύτητα;
– Όχι.
– Μα ο δάσκαλος μου είπε ότι βγάζω.
– Λάθος.
– Μα αφού είναι δάσκαλος.
– Λάθος.
– Αυτό τι είναι;
– Αέρας.
– Τι αέρας, καλέ, μέσα στ’ αυτοκίνητο;
– Αέρας για τη μηχανή. Όταν τον κλείνεις, τραβά περισσότερη βενζίνη.
– Τρελάθηκες, παιδάκι μου; Τι είναι αυτά που λες;
– Λέω.
– Κι αυτό τι είναι;
– Λεωφορείο!
– Καλέ τι λεωφορείο; Αυτό εδώ τι είναι;
– ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΟΟ!
Πολύ μεγάλος θόρυβος. Πολλά γυαλιά στην άσφαλτο. Πολλές φωνές μέσα στ’ αυτοκίνητο. Πολύς κόσμος απ’ έξω. Πολύς θόρυβός, πολλές γνώμες. Αυτός έφταιγε. Όχι αυτή έφταιγε. Δεν κάθεται σπίτι της να κοιτάξη τα παιδιά της… Γιατί καλέ; Μόνο οι άντρες μπορούν να οδηγούν; Τα στοιχεία σου. Εγώ δεν έφταιγα. Αυτή πετάχτηκε. Αυτή έφταιγε…
Πολύ θα ήθελα να πω ποιος έφταιγε, πολύ θέλω να πω ποιος φταίει, αλλά αν δεν το έχω πει απ’ αυτή τη σελίδα τότε δεν νομίζω ότι θα βρω άλλη για να το πω τόσο πολύ.
Λίγες μέρες αργότερα διάβασα ότι πάτησε μια γριά και έπεσα σ’ ένα δέντρο. για την γιαγιά λυπήθηκα. Όχι όμως και για την κυρία Βασιλική με τα λουλακιά μαλλιά και το γαλλικό αυτοκίνητο «τύπου οικογενειακού, τεσσάρων θυρών, ενισχυμένης κατασκευής… ».
Κώστας Καβαθάς
232, 12/ 01/ ’73
Κάθε 7 μέρες
- Σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πια λόγος να αναφερθώ στα αυτοκινητικά δυστυχήματα και τις αιτίες τους. Απηύδησα! Τώρα μάλιστα που ακούω στην τηλεόραση ότι όλα φταίνε εκτός από την πλημμελή εκπαίδευση των οδηγών, δέχτηκα τη χαριστική βολή. Πέθανα! Θα αναστηθώ και πάλι όταν δεν θα γίνονται πια αυτοκινητικά δυστυχήματα. Η Μαύρη Μαγεία θα βοηθήση τους Αποφασίζοντες.
- Το είδος του δυστυχήματος που μ’ αρέσει περισσότερο απ’ όλα είναι η μετωπική σύγκρουση. Έγιναν πολλές απ’ αυτές τις άγιες μέρες. Σκοτώθηκαν 13, αν δεν κάνω λάθος, και ο αριθμός, για το σωτήριον έτος 1072, έφθασε τους 1.200 νεκρούς. Για όλους βέβαια τους θανάτους δεν έφταιγε τίποτ’ άλλο, παρά η υπερβολική ταχύτης και ο Μολώχ. Και οι μετωπικές συγκρούσεις από «υπερβολική» έγιναν… Αποκλείεται να έγιναν από βλακεία… Μη το συζητάτε.
- Η αλήθεια πάντως είναι ότι κάτι άρχισε να γίνεται. Κάποια σωστά μέτρα άρχισαν να συζητιούνται, ίσως γιατί μερικοί άνθρωποι διαβάζουν… «Επίκαιρα». Τα μέτρα όμως πνίγονται μέσα στις παχιές φράσεις του Τύπου «Η ταχύτης σκοτώνει», «Οδηγοί προσέχετε, η προσοχή σας σώζει ζωές», και «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Εύχομαι να βρεθή κάποιος μια μέρα και να πιάση το πρόβλημα απ’ τα μαλλιά, να το ξετινάξει και να δώση ριζικές λύσεις.
- Στις 14 του μηνός μπορείτε να ρίξετε επάνω σας τέσσερις κουβέρτες και να πάτε στο αεροδρόμιο του Τατοΐου για να παρακολουθήσετε έναν ακόμη αγώνα για το Πρωτάθλημα Ταχύτητος Αυτοκινήτων και Μοτοσυκλεττών 1972. ξέρω ότι είναι 1973. βλέπετε δεν μας έφθανε ο χρόνος που πέρασε να κάνουμε τους αγώνες μας γιατί- λέει- θα έφτιαχναν την πίστα του Τατοΐου. Αλλά η πίστα του Τατοΐου δεν φτιάχτηκε και γι’ αυτό οι αγώνες καθυστέρησαν χωρίς λόγο. Περασμένα- ξεχασμένα όλα αυτά τώρα και ατενίζουμε το νέο έτος με περίσσια αισιοδοξία (κάθε χρόνο το κάνουμε αυτό, αλλά ακόμη δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί) και περιμένουμε να συμβή κάτι που δεν πρόκειται να συμβή… Και δεν είναι μόνο στους αγώνες αυτοκινήτου.
- Τι θόρυβος γίνεται στο περιοδικό μας με τα… δώρα των δημοσιογράφων! Πρέπει να θυμηθώ να επιστρέψω τον αναπτήρα που πήρα στην παρουσίαση κάποιου αυτοκινήτου που δεν θυμάμαι πια και τον μετρητή χιλιομετρικών αποστάσεων επί χάρτου που πήρα, μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους, στην παρουσίαση βαρύγδουπου γερμανικού αυτοκινήτου. Ο μετρητής έκανε δεν έκανε 10 πφένιχ… Α! Ξέχασα και την κουβέρτα και ένα πορτοφόλι από μια άλλη παρουσίαση. Πάντως, το σημείωμα που διάβασε η «Μελίντα» σε κάποιο έντυπο σχετικά με τους δημοσιογράφους που παίρνουν δώρα, μου θυμίζει πολύ ένα άρθρο του Ίαν Μπρήτς στους «Σάνταιη Τάιμς» της 8.10.1972. Πιστεύω ότι είναι χειρότερο για έναν δημοσιογράφο να παίρνη τα κείμενα των συναδέλφων του από το να παίρνη πορτοφόλια πλαστικά και μετρητάς χιλιομετρικών αποστάσεων που δεν είναι παρά αναμνηστικά μιας συναντήσεως. Τώρα, ξέρω ότι υπήρξαν περιπτώσεις σοβαρότερων «δώρων», αλλά να είστε σίγουροι ότι τέτοιοι «δημοσιογράφοι» δεν μένουν για πολύ καιρό δημοσιογράφοι. Κανείς δεν τους εκτιμά. Ούτε αυτοί που έδωσαν τα «δώρα»!
- Θυμάμαι πάντως, στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, που κάποιος αντιπρόσωπος αυτοκινήτων (ο οποίος δυστυχώς εξακολουθεί να είναι αντιπρόσωπος αυτοκινήτων) ζήτησε πρώτα να διαβάση το κείμενο που είχα γράψει και όταν αρνήθηκα λέγοντας του να απευθυνθή στον αρχισυντάκτη μου –τον Τάκη Λαμπριά στη «Μεσημβρινή»- έβγαλε απ΄ το συρτάρι του ένα λευκό φάκελο και μου είπε ότι «είναι για τα έξοδά μου». Του είπα τι μπορεί να κάνει με το φάκελό του και από τότε δεν μου ξαναμίλησε. Έχασε η Βενετιά βελόνι, που λένε. Ένας άλλος θέλει μόνο υποκλίσεις… «Καλημέρα σας, άρχοντά μου. Πώς είσθε σήμερα το πρωί; Πώς πάνε οι θαυμαστές εργασίες σας; Πώς πωλούνται τα εξαιρετικά αυτοκίνητά σας;». προβλήματα υπάρχουν πολλά στο επάγγελμα. Και ίσως πολύ περισσότερα στη δική μου ειδικότητα. Θα γράψετε κάτι να σας δώσουμε και διαφήμιση; Θα μας «περάσετε» την είδηση για να σας βάλουμε στα προγράμματά μας;… Έχεις να κάνης μ’ έναν κόσμο παραδόπιστο, που δεν εκτιμά την εργασία, την ποιότητα που προσφέρης, την κυκλοφορία που έχει ένα έντυπο ή τη «διαβαστικότητα» – συγγνώμη για τον… νέο χαρακτηρισμό- που έχει μια στήλη και για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να «περάσουν» οι ειδήσεις του ή τα άχρηστα δελτία τύπου που σου στέλνει… Πώς μπορεί ν’ αντιμετωπίση κανείς αυτή τη θάλασσα των νηματιών, αυτόν τον κόσμο που εκβιάζει και εκβιάζεται, αυτόν τον κόσμο που γεμίζει με διαφήμιση έντυπα με τρία φύλλα κυκλοφορία τον μήνα και αγνοεί άλλα πολύ καλύτερα, δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι η γαλλική κυβέρνηση παίρνει χρήματα από την τηλεόραση και τα δίνει στις μικρές επιχειρήσεις Τύπου για να μπορέσουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και η δουλειά τους είναι να πληρώνουν καλά τους δημοσιογράφους για να εργάζονται μ’ ένα και μόνο σκοπό στο νου: Τον Αναγνώστη… Κι όχι τις ορέξεις του χωρικού που εργάσθηκε καλά στην Κατοχή. Θέμα πολύπλοκο, κάθε άλλο παρά αυτοκινητικό, αλλά πέρα για πέρα ανθρώπινο.