Ένα από τα αγαπημένα μου άρθρα γραμμένο ούτε ξέρω πότε ούτε θυμάμαι που
Τμήμα του “Ασημόσπιττου” ‘οταν και εφ’ όσον-Κ.Κ.
Στο θάλαμο του Μαρκόνι στέκουν βουβοί τεράστιοι λαμπάτοι πομποδέκτες, τα βύσματά τραβηγμένα, οι ασφάλειές βγαλμένες, οι μετασχηματιστές ξεχαρβαλωμένοι.
Στα μισάνοιχτα συρτάρια, βιβλία με κωδικούς για κλήσεις μακρινών σταθμών, καμένες λάμπες με τις πολύχρωμες ζωνίτσες τους, ξεχαρβαλωμένα ακουστικά
Ο αέρας του Γενάρη περνά από την καταπακτή που ενώνει το θάλαμο του τηλεγραφητή με το πιλοτήριο και το πορτάκι της χτυπάει τακ, τακ, τακ…
Στέκομαι ανάμεσα σε μονωτήρες και σινιάλα κινδύνου και ρουκέτες που είναι για να πετάνε τα χοντρά παλαμάρια στη στεριά, σωσίβια, χάρτες απ’ όλο τον κόσμο, που τους κοιτάω με έκσταση, θέλοντας να τους μεταφέρω σπίτι σαν μικρά παιδιά.
Είμαι μέσα σ’ ένα μεγάλο φορτηγό, ένα βαπόρι από δω μέχρι ‘κει κάτω, που πήρε φωτιά και μισοκάηκε στον Πειραιά και το ‘φεραν στο Λαύριο και το κόβουνε με τα οξυγόνα τραβώντας το έξω με βαρούλκα που το μέγεθός τους εντυπωσιάζει. Οι κόφτες έχουν φάει όλο το πίσω μέρος και τώρα στέκει κολοβό. Έμεινε μόνο η γέφυρα και τα μπροστινά αμπάρια γεμάτα νερά με τους γερανούς και τα παλάγκα ακίνητα στο γκρίζο ουρανό.
«Ημερομηνία κατά την οποίαν πρώτον ετοποθετήθη η τρόπις…» λέει το πιστοποιητικό στον θάλαμο του τηλεγραφητή. Ημερομηνία; 1937 κι ακολουθούν υπογραφές και σφραγίδες για τις άδειες τηλεγραφίας. Βρεθήκα στο κουφάρι μια απ’ αυτές τις Κυριακές του χειμώνα που γυρίζω την άγνωστη Αττική των καρνάγιων και των ταρσανάδων, των Βυζαντινών εκκλησιών και των παράνομων σπιτιών που τα κατοικούν γέροι γεωργοί εγκαταλειμμένοι από τα παιδιά τους. Βρέθηκα να περπατάω δίπλα στη μηχανή που είχε αλλάξει χρώμα και από μαύρη από τη μουτζούρα εέγινε καφέ, οι διωστήρες, δυο μέτρα ο καθένας, στέκουν ακίνητοι σφίγγοντας γερά σαν να μη θέλουν ν’ αφήσουν τον στροφαλοφόρο.
Πονάς, πλοίο; ρωτάω σιωπηλά το παλιό κουφάρι. Πονάς έτσι που σε κόβουν μέρα με τη μέρα, σήμερα την πλώρη, αύριο το σπιράγιο, μεθαύριο τα μπρούντζινα παράθυρα, όπου να ‘ναι την τσιμινιέρα;
Μιλάει ο αέρας καθώς περνά απ’ τα σπασμένα παράθυρα της γέφυρας. Μαζί φέρνει ψίθυρους τις διαταγές των καπεταναίων. Άμα αφουγκραστείς ακούς τη μοναδική μηχανή να δουλεύει, το χτύπημα των βαλβίδων, το καμπανάκι να χτυπά τις διαταγές. Βιβλία πεταμένα στο πάτωμα. Διαβάζω στις ράχες: China Sea Pilot, Vol I έκδοση του 1951. West Indies Pilot, Vol I, 1934, Antarctic Sea Pilot…Ανοίγω ένα στην τύχη, πέφτει ένα σημείωμα: Signals: Hong Kong 27/03/65, For free Pratique 3 White. For immigration: White, Red, White, Red. Και σε παρένθεση (άφιξη τη νύχτα). Στην ίδια σελίδα ταξιδεύω: Grand Baie des Fai tsi Long. Τα πιο σημαντικά νησιά του κόλπου είναι τα: Ίλ ντε Μιλιέ, Λα Κλοσέτ, Ίλ Ντε Σενάλ, Λα Βουάλ. Και δίπλα βράχοι και φάροι μακρινοί, σχεδιασμένοι από τον καπετάνιο Σμιθ το 1831.
Πιο κάτω πληροφορίες για τους αέρηδες, τα βαθιά, τα περάσματα, τ’ αγκυροβόλια. Εφτακόσιες σελίδες έχει ο «Πιλότος της Θάλασσας της Κίνας». Αφήνω τα βιβλία, κατεβαίνω από τη γέφυρα κάτω, μπαίνω στο στενό διάδρομο που βγάζει στην τραπεζαρία. Δεξιά οι καμπίνες του καπετάνιου και του πρώτου. Ανοίγω μια, η κουκέτα άδεια, στο τραπέζι ένα τασάκι ακόμα γεμάτο αποτσίγαρα, ένα κουτί χάπια πεψαμάρ, ένα σημειωματάριο, αφημένα όλα ξαφνικά όταν έπιασε η φωτιά. Α νεβαίνω στη γέφυρα, κάθομαι δίπλα στο τραπέζι που κάθονταν τις ζεστές νύχτες ο καπετάνιος καθώς το φορτηγό διέσχιζε τις νότιες θάλασσες με εφτά κόμβους την ώρα.
Βρίσκω φωτοβολίδες, πίτουρα για τη φωτιά, ένα σωληνάριο βενziτρίνη, θυμάμαι τα βιβλία για τους πιλότους του 2ου Πολέμου. Το πλοίο με τυλίγει και βρίσκω πως αρκετά, δεν αντέχω να στέκω μες στα φαντάσματα. Κατεβαίνω σιγά, προσεχτικά κάτω, πιάνοντας τα κομμένα σίδερα, πατώ στη γη.
Ο γύρος του κόσμου τελείωσε. Και δεν κουνήθηκα βήμα.
4 Comments
Νοσταλγικό νοερό ταξίδι από μια εποχή που είχαμε το θάρρος να ταξιδεύουμε, άλλοτε πραγματικά και άλλοτε με τη φαντασία μας, για να ανακαλύψουμε νέους ωκεανούς…, όπως ακριβώς το ζητούσε ο συγγραφέας των «Κιβδηλοποιών» (Les Faux-monnayeurs), Andre Gide, λέγοντας ότι «ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει νέους ωκεανούς, παρά αν έχει το θάρρος να χάσει την όψη της ακτής» (l’homme ne peut découvrir de nouveaux océans que s’il a le courage de perdre de vue le rivage).
Σ’ αυτά τα «ταξίδια» ανακαλύψαμε τον κόσμο, στον οποίο, τελικά, «βρεθήκαμε γυμνοὶ κρατώντας τὴ ζυγαριὰ ποὺ βάραινε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀδικίας…» (Σεφέρης).
Ξέμπαρκοι ναυαγοί, γυμνοί αλλά ασυμβίβαστοι.
1000 μπράβο
Συγκλονιστικό! Ευχαριστούμε πολύ αγαπημένε μας Δάσκαλε!
Να και το… teaser, μέσα στην ραστώνη του Αυγούστου!…
Άντε επιτέλους, “φτιάξε” μας κι εμάς τους…Καββαθικούς!…
Το πόσχομαι, στην παρουσίαση, θα σου φέρω Βιτσέντζο Κορνάρο σε “ραπ” να…πορωθείς… 🙂
Υ.Γ.
Έχεις ξανακούσει γι’ αυτήν την…Γερμανίδα;
1993 Porsche Schuppan 962CR – Jay Leno’s Garage