Στην πραγματικότητα το ειδύλλιο ξεκίνησε αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οχι πως πριν δεν υπήρχαν «γιωταχί». Υπήρχαν, αλλά ήταν λίγα και ανήκαν στις πολύ «καλές» οικογένειες που τα χρησιμοποιούσαν για εκδρομές στην Κηφισιά και στη Χαλκίδα. Τα πρώτα «γιωταχί» (όπως οι νεότεροι μπορούν να δουν στις παλαιότερες ελληνικές ταινίες) ήταν μεταποιημένα τζιπ και «τριών τετάρτων». Οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες «βγήκαν» από τον πόλεμο με τα πανάκριβα επιβατικά τους αυτοκίνητα απείραχτα. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στους δρόμους της Ελλάδας έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα ευρωπαϊκά και αμερικανικά οχήματα, πίσω από τα οποία έτρεχαν οι πιτσιρικάδες (μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων) για να δουν «πόσα πιάνει το κοντέρ».
Ως τότε η σχέση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού με το «γιωταχί» ήταν καθαρά πλατωνική. Οι άνθρωποι το έβλεπαν, το θαύμαζαν, αλλά δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν αφού ήταν πανάκριβο. Τα τείχη άρχισαν να πέφτουν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν στις αίθουσες των αντιπροσωπειών την εμφάνισή τους έκαναν τα Φίατ 600D, τα Οστεν Μίνι και Α40, τα Πανάρ 17, τα BMW 700, αλλά και οι Αλφα Ρομέο Τζουλιέτα SZ και τα Αμπαρτ Bialbero 1000, για όσους είχαν ήδη «δαγκώσει τη λαμαρίνα» με αυτό το καινούργιο παιχνίδι που λεγόταν ιδιωτικό αυτοκίνητο. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι εκείνα τα χρόνια η σχέση του κοινού και των αρμοδίων με το «γιωταχί» κάθε άλλο παρά εχθρική ήταν. Ακριβώς επειδή ήταν νέο όλοι το έβλεπαν με συμπάθεια και, φυσικά, όλοι ήθελαν να το αποκτήσουν. Τρανή απόδειξη οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που πήγαιναν να δουν τις αναβάσεις στη «μεγάλη» Πάρνηθα και τους αγώνες ταχύτητας στο Τατόι και στα νησιά.
Και ενώ αυτή τη δεκαετία (του ’60) έπρεπε να μελετηθούν τα μέτρα και να τεθούν οι βάσεις για να αντιμετωπισθεί η πλημμυρίδα της αυτοκινούμενης λαμαρίνας που με μαθηματική ακρίβεια θα ερχόταν τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε… χούντα!
Σύντομα ο αγνός έρωτας μεταβλήθηκε σε πληρωμένο και η χώρα γέμισε με «μάντρες» και «εμπορίες» που πουλούσαν τα σαράβαλα των Κεντροευρωπαίων (ακριβώς όπως τώρα οι Αλβανοί και άλλοι λαοί – θύματα του «υπαρχτού» αγοράζουν τα σαράβαλα των Ελλήνων).
Από ευγενικό και χρήσιμο μέσο μεταφοράς το «γιωταχί» μεταβλήθηκε σε εργαλείο καταστροφής και πλουτισμού για αρκετές εκατοντάδες ατσίδες, που φρόντισαν να «αγοράσουν» τις υπηρεσίες των «αρμοδίων» αλλά και των πολιτικών προϊσταμένων τους.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με μια σειρά από 100% κατευθυνόμενες αποφάσεις, φημολογίες και (φαινομενικά) άσχετα μέτρα, οι τιμές των «γιωταχί» εκτοξεύτηκαν στα ουράνια, με αποτέλεσμα να είναι συμφερότερο να επενδύει κανείς στα αυτοκίνητα αντί στη… βιομηχανία. Υπήρξε μια εποχή όπου οι γνωστοί – άγνωστοι ατσίδες γέμιζαν τα υπόγειά τους με «γιωταχί» και θησαύριζαν πουλώντας τα με καπέλο σε ένα κοινό που «είχε ακούσει» ότι σε δύο μήνες οι φόροι θα αυξάνονταν κατά 200% ή θα «έμπαινε κουότα» στις εισαγωγές.
Αλλά δεν ήταν μόνο οι γνωστοί – άγνωστοι ατσίδες που οδήγησαν το επιβατικό αυτοκίνητο και την αγορά στο (θλιβερό) σημείο που είχε φθάσει προτού εφαρμοσθεί το (απόλυτα σωστό και πρωτοπόρο) μέτρο της απόσυρσης, που με τη μία ή την άλλη μορφή εφαρμόζεται τώρα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Κύρια υπεύθυνοι για το χάος που δημιουργήθηκε, για το κυκλοφοριακό, τη ρύπανση, ακόμη και τον εξοργιστικά μεγάλο αριθμό των τροχαίων δυστυχημάτων, αλλά και για τον εξοστρακισμό της χώρας από τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό κορμό ήταν και επιτρέψτε μου να πω εξακολουθούν να είναι εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις.
Κάποιες εφημερίδες της περασμένης Κυριακής είχαν πρώτο θέμα την «είδηση» ότι αλλάζει ο χάρτης στα «γιωταχί» και ότι, επιτέλους, το «όνειρο του Ελληνα» για φθηνό αυτοκίνητο γίνεται πραγματικότητα.
Και όλα αυτά όχι γιατί το ελληνικό κράτος δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε στη χώρα να κάνουν εργοστάσια οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες (όπως για παράδειγμα κάνουν στην Τουρκία, στην Τσεχία, στην Πολωνία και στα… Σκόπια), αλλά γιατί, άκουσον άκουσον, η χώρα κινδυνεύει να καταδικαστεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (και να πληρώσει τεράστια πρόστιμα) αν δεν εναρμονίσει τη νομοθεσία της με την κοινοτική μειώνοντας τους φόρους για τα μεταχειρισμένα.
«Ωρα για φθηνά μεταχειρισμένα από την Ευρώπη», ανέκραξαν οι αρμόδιοι και ένα ρίγος (εθνικής) υπερηφάνειας διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου καθώς κατάλαβα ότι, επιτέλους, έφθασε η στιγμή να δούμε και μερικές Καρέρα στα πάρκινγκ των σκυλάδικων (και όχι μόνο «Μερσεντέ» και «Μπεμβέ»).
Βέβαια, όπως λένε οι πιο ψύχραιμοι, είναι εύκολο να κάνεις κριτική. Δύσκολο είναι να κάνεις προτάσεις.