Καθισμένος στην κουρελού, με τα χέρια να τρέμουν από τη συγκίνηση και την καρδιά να χτυπάει δυνατά, έσκισε το από χαρτί εφημερίδας περιτύλιγμα του κουτιού. Θέλοντας να επιμηκύνει τον χρόνο της προσμονής, άρχισε πρώτα να κοιτάει τις ζωγραφιές που έδειχναν το αυτοκίνητο να τρέχει σε έναν δρόμο που δεν πήγαινε πουθενά, και ύστερα να ανοίγει με αργές κινήσεις το κουτί.
Στη μέση, ανάμεσα σε εκατοντάδες χάρτινες μπαλίτσες, βρισκόταν το αντικείμενο της χριστουγεννιάτικης επιθυμίας, ένα μικρό, κόκκινο κατευθυνόμενο αυτοκινητάκι. Το σήκωσε και το εναπόθεσε στο πάτωμα. Με αργές κινήσεις έβγαλε τον μηχανισμό «οδήγησης», ένα λεπτό ατσαλόσυρμα δύο μέτρα μήκος. Η μία του άκρη είχε ένα κουτάκι με ένα «τιμόνι» και η άλλη του έμπαινε στο πίσω μέρος του παιχνιδιού. Οταν έστριβε το τιμόνι το σύρμα συστρέφονταν και, με έναν απλό μηχανισμό, γύριζε τους εμπρός τροχούς.
Το επόμενο βήμα ήταν να κουρδίσει το ελατήριο που έδινε κίνηση στο αυτοκινητάκι (πού μπαταρίες εκείνη την εποχή) και να ξεκινήσει για το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής του.
Από το χολ στην κουζίνα και από εκεί στο σαλόνι γύρω από το τραπέζι, ανάμεσα στις καρέκλες και στα… πόδια του πατέρα και των φίλων που έπαιζαν «πινάκλ», και πάλι στο χολ και στην κουζίνα, για να εισπράξει από τη μητέρα ένα «φύγε επιτέλους από τα πόδια μου». Και επειδή η κουζίνα ήταν η Αθήνα και το σαλόνι η Θεσσαλονίκη και επειδή έπρεπε να φθάσει παρά τα χιόνια που είχαν σκεπάσει τους δρόμους, η οδήγηση ήταν αργή και προσεκτική. Πώς αλλιώς μπορούσε να αποφύγει τα εμπόδια;
Βρουμ, βρουμ, και οι ήχοι που κάνει ο κινητήρας όταν ο οδηγός αλλάζει ταχύτητες στις ανηφόρες και όλα αυτά σιγανά και σιωπηλά για να μην ενοχλήσει τους μεγάλους στο σαλόνι, να μην μπερδευτεί στα πόδια της μάνας του.
Βρουμ, βρουμ, και η ώρα περνούσε και το «ταξίδι» στη Θεσσαλονίκη γινόταν πιο δύσκολο. Ιδιαίτερα η ανάβαση του Μπράλου (μια γωνιά του χαλιού που δεν ήταν επίπεδη όπως οι άλλες) και τα «δέντρα» στο πλάι του δρόμου (τα πόδια των καρεκλών και του «κομό» του σαλονιού) που εμπόδιζαν την ορατότητα.
Βρουμ, βρουμ, αλλά να που βλάβη σοβαρή τον αναγκάζει να σταματήσει, να κατεβεί από τη θέση του οδηγού, να ανοίξει το καπό και να ελέγξει τον κινητήρα.
«Χμ…», σκέφτεται. «Τα πράγματα είναι σοβαρά, έχει πέσει η νύχτα και συνεργείο δεν υπάρχει πουθενά. Πρέπει να κοιμηθώ στο αυτοκίνητο».
Και αυτό κάνει. Λίγο μετά την «ανάβαση», κάτω από μια πολυθρόνα, σε ένα μέρος του χαλιού όπου δεν έφταναν τα πόδια των παικτών, σταματάει το πληγωμένο αυτοκίνητο, δένει το χειρόφρενο και ξαπλώνει δίπλα του.
Τον ξυπνούν οι φωνές της μητέρας: «Πού ήσουνα, παιδάκι μου, και σε έψαχνα;». «Στον Μπράλο», σκέφτεται, αλλά δεν το λέει φωναχτά.
Υστερα από λίγο στο κρεβάτι, με τα δόντια του να χτυπάνε από το κρύο (η σόμπα ήταν μόνο για το χολ) σκεφτόταν τη χαρά της οδήγησης, αλλά και τις δυσκολίες της διαδρομής. «Πρέπει να ξεκινήσω μόλις ξημερώσει αλλιώς ποτέ δεν θα φτάσω στον προορισμό μου», σκέφτηκε και αποκοιμήθηκε.
Η αλήθεια είναι πως άργησε να ξυπνήσει. Για 45 ολόκληρα χρόνια άλλα πράγματα (δουλειά, οικογένεια, καριέρα) δεν τον άφησαν να τελειώσει το «ταξίδι».
Το θυμήθηκε προχθές που η ανάγκη να δει τι «ταξίδια» κάνουν τα σημερινά παιδιά τον οδήγησε σε ένα από αυτά τα μεγάλα σαν αεροδρόμια υπερκαταστήματα, που πουλάνε παιχνίδια.
Από τον χώρο στάθμευσης, όπου έφθαναν συνεχώς αυτοκίνητα που θύμιζαν συναρμολογούμενα και «διαστημικά» από τις τηλεοπτικές σειρές Σπάιντερ Μαν, Μεταλλαγμένα Χελωνονιτζάκια και Εντερπράιζ, έβγαιναν τα προϊόντα της μικρής οθόνης συνοδευόμενα από τους χαμένους στο άπειρο γονείς τους.
«Θέλω Βέγκα μεγκαντράιβ», φώναζε το ένα
«Θέλω Χελωνονιντζάκια», φώναζε το άλλο
«Θέλω Ινσινερέιτορ», «θέλω Ινκουμπέιτορ», το τρίτο, το τέταρο, το πέμπτο.
Στους διαδρόμους του υπερμάρκετ γινόταν «το έλα να δεις».
Ενα ψηλό και άχαρο προσπαθούσε να ξεκολλήσει τα αφτιά ενός αρκούδου. Ενα κοντό και έξυπνο προσπαθούσε να κόψει το κεφάλι μιας κούκλας. Ενα παχύ και στριμμένο έκλαιγε γιατί ο πατέρας του δεν του πήρε δύο «μάουντεν μπάικς». Ενα κακομαθημένο πέταγε τα κουτιά στο πάτωμα, ενώ ένα τέρας… νοημοσύνης προσπαθούσε να καταλάβει ποιο είναι το εμπρός και ποιο το πίσω μέρος ενός μοντέλου αεροπλάνου.
Γονείς έσπρωχναν καρότσια γεμάτα «παιχνίδια». Στα 18 ταμεία οι μηχανές πετούσαν φωτιά.
Τριάντα πέντε χιλιάδες, 48.000, 70.000, 110.000. Το χρήμα έρρεε άφθονο και τα πορτ μπαγκάζ των μπεμβέ και των μερσεντέ στέναζαν από το βάρος των παιχνιδιών.
Μπουκωμένα από αμερικανικά πρότυπα, αλλήθωρα από τις ατέλειωτες ώρες μπροστά στο «κουτί», σέρνοντας πίσω τους μοιραίους γονείς, τα μεταλλαγμένα Χελωνονιτζάκια, οι κάπτεν Κερκ και τα σπάιντερ κιντς έφευγαν ευτυχισμένα για τα σπίτια τους.
Εκεί σίγουρα τα περίμεναν και άλλα «παιχνίδια». Αυτοκινούμενα, συναρμολογούμενα, μεταλλασσόμενα, αυτοδιαλυόμενα, όλα βγαλμένα από τις οθόνες, όλα διαλυμένα, ξηλωμένα, κακοποιημένα, πεταμένα σε σωρούς…
«Μπαίνω, βλέπω και παθαίνω», ακούστηκε η φωνή του μικρομέγαλου. «Φορτώστε, αγοράστε, μπουχτίστε τα ορίτζιναλ».
Τα κοίταξε με θλίψη και, παρά τον μισό αιώνα από τη μέρα όπου σταμάτησε με βλάβη στον Μπράλο, συνέχισε το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη.