Φεύγοντας από τον μπιντέ σκέφθηκε πως όσες Πόρσε, Φεράρι και Μερτσέντες κι αν τους πάρουν οι γονείς τους,

ποτέ δεν θα κάνουν τα ταξίδια που έκαναν τα παιδιά από τον Νέο Κόσμο,

το Κουκάκι, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη, το Θησείο…


Οπως σε κάθε παιδί της ηλικίας του, έτσι και σ’ εκείνο άρεσαν τα αυτοκίνητα. Το πιο ωραίο «ταξίδι» ήταν εκείνο που έκανε στη Λ. Συγγρού για να δει τις βιτρίνες των αντιπροσωπειών αυτοκινήτων, ιδιαίτερα τις ημέρες των γιορτών, όπου όλες, εκτός από τα δέντρα, είχαν και από μια φάτνη να δείξουν. Ξεκινούσαν από την αρχή και την αντιπροσωπεία της Μερτσέντες και έφθαναν κάτω ως τις αντιπροσωπείες της Λάντσια, της Φίατ, της Πεζό και της Αλφα Ρομέο. Και σε κάθε βιτρίνα έκαναν και από μία στάση. Με τις μύτες κολλημένες στο τζάμι «έμπαιναν» στα αυτοκίνητα και ξεκινούσαν για τα μεγαλύτερα ταξίδια της ζωής τους, χωρίς να το κουνήσουν ούτε ένα εκατοστό από τη θέση τους.


Βρουμ, βρουμ, και να η Τρίπολη, η Σπάρτη και η Καλαμάτα. Βρουμ, βρουμ, και να το Ράλι Μόντε Κάρλο, που τότε ξεκινούσε και από την Αθήνα. Καθένας είχε την προτίμησή του. Στον Νιόνιο άρεσαν τα Φορντ, στον Ντίνο τα Φολκσβάγκεν, στον Μιχάλη τα MG, στον Λευτέρη τα Πανάρ και στον Τάκη τα Σανμπίμ.


Σε εκείνον όμως είχε «κολλήσει» μια διθέσια Μερτσέντες με πόρτες που άνοιγαν προς τα πάνω κάνοντάς την να μοιάζει με γλάρο (αργότερα έμαθε ότι η 300SL λεγόταν Gullwing). Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, σταματούσε μπροστά στην αντιπροσωπεία και τη θαύμαζε. Τον είδαν οι πωλητές να στέκει τουρτουρίζοντας στο κρύο και τον λυπήθηκαν. «Πέρασε», του είπαν. «Αν θέλεις, μπες να δεις πώς είναι».


Η αριστερή πόρτα άνοιξε και εκείνου του φάνηκε σαν φτερούγα αγγέλου που σηκώθηκε για να μπει από κάτω. Εβαλε πρώτα το δεξί πόδι, κάθησε και μετά το αριστερό, προσπαθώντας να μην ακουμπήσει, μη σπάσει τίποτα. Εβαλε τα χέρια στο μεγάλο, «κοκάλινο» τιμόνι και προσπάθησε να το γυρίσει, όμως τίποτα. Μπροστά τα όργανα. Μεγάλα, με λευκούς δείκτες και στεφάνες από χρώμιο. Το ένα έγραφε τη ταχύτητα, το άλλο τις στροφές του κινητήρα. Υπήρχαν κι άλλα για τη θερμοκρασία του νερού και του λαδιού, για την μπαταρία… Υπήρχε και ραδιόφωνο. Κι αυτό με άσπρα, κοκάλινα πλήκτρα. Διάβασε τους σταθμούς. Ηταν ίδιοι με εκείνους του Τέσλα που είχαν στο σπίτι. Μπέογκραντ, Σόφια, Ελσίνκι, Μόσχα, Λονδίνο… Ολοι στα μεσαία κύματα. Και η μυρουδιά. Αχ, η μυρουδιά… Ποτέ δεν θα ξεχάσει το άρωμα της «καινουργίλας». Ενας συνδυασμός «αρωμάτων». Πλαστικά, καλώδια, ύφασμα, λιπαντικά και μια αδιόρατη μυρουδιά βενζίνης. «Ωρα να βγεις», είπε ο πωλητής. Εφυγε με το κεφάλι γεμάτο ονειρεμένες διαδρομές. Από την Αθήνα στο Μόντε Κάρλο, στη Σόφια, στο Βουκουρέστι… Γιατί όχι και στο Λονδίνο, ίσως και στη Μόσχα, ακόμη και στο Πεκίνο. Σε ένα βιβλίο που είχε βρει στο Μοναστηράκι είχε διαβάσει για έναν αγώνα από το Παρίσι στο Πεκίνο. Μια 300SL θα το έκανε σε μια εβδομάδα αφού μπορούσε να τρέξει ως και 300 χιλιόμετρα την ώρα… Στα βραχάκια της Αγίας Φωτεινής συνάντησε τους φίλους: τον Διονύση και τον Γιώργο, τον Μιχάλη και τον Λευτέρη. Συζητούσαν για τα μοντέλα που είχαν δει στις βιτρίνες. Ο Διονύσης, παθιασμένος όπως ήταν με τις μοτοσικλέτες, παραληρούσε με την καινούργια Αντλερ. Ο Σάββας με την BMW. Ο Θόδωρος θαύμαζε το Οστεν Χίλι. Η ώρα περνούσε και τα «ταξίδια» έδιναν κι έπαιρναν. Οδηγώντας τα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες των ονείρων τους, οι φίλοι από τη Λεύκα και τον Νέο Κόσμο έκαναν τα ωραιότερα ταξίδια της ζωής τους χωρίς να το κουνήσουν από τις όχθες του Ιλισού.


Εχοντας πάντα την απορία τι κάνει όλος αυτός ο κόσμος που γεμίζει τις πλατείες και τα μπαρ τις ώρες της δουλειάς, κάθησε στην πολυθρόνα ενός «κέντρου» στο κέντρο της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι αισθανόταν σαν ψάρι έξω από το νερό με τόσα σπορ αυτοκίνητα να περνούν εμπρός του. Παρ’ όλο που είχε λάβει μέρος στην εξέλιξη του φαινομένου, ένιωθε τελείως ξένος απ’ αυτό. Η αιτία πρέπει να ήταν ο φλώρος που βγήκε από την Πόρσε. Μια ματιά ήταν αρκετή για να πεισθεί ότι το αγοράκι θα πέθαινε από την καρδιά του αν κάποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο όπως πρέπει να οδηγείται μια Καρέρα. Ισως όμως να έφταιγε και η ξανθιά που βγήκε από την SLK. Κάτι ανάμεσα σε Μαντόνα και σε (μακαρίτη) Φρέντι Μέρκιουρι. Θυμήθηκε τον Πόλεμο των Αστρων και τα μεταλλαγμένα όντα που έπιναν το ποτό τους στην κοσμική μπάρα. Μπορεί να ήταν το τεκνό με τη Φεράρι. Γιος του μπαμπά, αναιδής, προκλητικός και πέρα για πέρα άχρηστος. Σταμάτησε πάνω στο πεζοδρόμιο και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έμεινε κανείς που να μη δει την άφιξή του, στράφηκε σε έναν άλλον κλώνο με Ράνγκλερ και είπε: «Hi Tassos…». Φεύγοντας από τον μπιντέ σκέφθηκε πως όσες Πόρσε, Φεράρι και Μερτσέντες κι αν τους πάρουν οι γονείς τους, ποτέ δεν θα κάνουν τα ταξίδια που έκαναν τα παιδιά από τον Νέο Κόσμο, το Κουκάκι, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη, το Θησείο… Καλή χρονιά.

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.