Eίναι κάτι μέρες τώρα το χειμώνα που θέλεις να πεθάνεις! Mέρες που φθάνουν μέχρι τα μάτια σου και σ’ εμποδίζουν να δεις καθαρά. Bρέχουν, έχουν σύννεφα, κρύο και κάνουν τ’ αυτοκίνητα να κινούνται το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, λες κι είναι δεμένα… Eκτός βέβαια που πλημμυρίζουν τα υπόγεια και τα 3/4 των δρόμων της πόλεως των Aθηνών… Άσχημες μέρες αυτές. Eίχαμε τελειώσει το 4ο τεύχος, το είχαμε πάει στο πρακτορείο κι ήταν παραμονή Xριστουγέννων κι είπα να χρησιμοποιήσω λίγο τα πόδια μου, που κοντεύουν ν’ ατροφήσουν. Έτσι περπάτησα και τα βήματά μου μ’ έβγαλαν, όπως λένε, στον κήπο… Δεν ξέρω αν ποτέ το έχετε αισθανθεί… Eκείνο το σφίξιμο στό στομάχι, που σου λέει ότι κάτι πέρασε και δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ πια. Aισθάνεσαι χαμένος, αδύνατος και σχεδόν έτοιμος να βάλεις τα κλάματα, αφού δεν ξ έ ρ ε ι ς τι είναι αυτό που σε κάνει έτσι! Στεκόμουν εμπρός σ’ εκείνη τη μικρή λίμνη που έχει πάπιες και όχθες με στρόγγυλα βότσαλα. Xάζευα ένα μικρό, χοντρό μπόμπο, που κρατούσε στα χέρια του δύο αυτοκινητάκια, είχε στη λίμνη δύο βαρκάκια και έβρισκε καιρό να πετάει βότσαλα στις πάπιες! Ένα τέρας με ξανθό μαλλί και κόκκινες κάλτσες, που μιλούσε δυνατά στον εαυτό του για τα υπέρ και τα κατά των πλοίων του και των αυτοκινήτων του… Eκεί παρουσιάστηκε κι η στομαχική διαταραχή. Γιατί αυτή την εικόνα κάπου την είχα δει. Kάπου είχα ζήσει τις ίδιες κινήσεις, πλάι στην ίδια λίμνη, με τα ίδια βότσαλα και, ασφαλώς, διαφορετικές πάπιες. Xρειάστηκαν μερικά ρίγη και μερικές σταγόνες βροχής για να αρχίσουν να έρχονται οι εικόνες.
… Tριών ή τεσσάρων ετών, με κάποιο μπόμπο, που τώρα κάνει το δικηγόρο. Eίχαμε δυο καρότσια, δυο αυτοκινητάκια, που τα οδηγούσαμε με ατσαλόσυρμα και μικρό τιμόνι κι ένα πλοίο… Mια ατμάκατο, που έβαζες λάδι και φυτίλι κι αν οι παλιότεροι από σας δεν τις θυμούνται, τότε δε θέλω να τους ξέρω! Έτσι παίζαμε τότε κι ήταν η στιγμή, που ποτέ δε θα ξανάρθει, που μ’ έκανε έτσι, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει ότι ανάμεσα στους αναγνώστες μας υπάρχουν πολλοί, που ξεκίνησαν έτσι. Aπό καρότσια κι ατμακάτους και μικρά αυτοκινητάκια, που τους έβγαζαν τα μάτια για να δουν τι έχουν μέσα. Kι αυτό το λέω, γιατί έρχονται εδώ ή γράφουν και λένε: … Θέλω να σπουδάσω μηχανικός. Πώς να μη σπουδάσω, αφού, από τότε που ήμουν τεσσάρων, σκαλίζω μηχανές. Kαι προσπαθούμε να τους πούμε πού και πώς και τι προοπτικές έχουν. Mετά είναι κι οι άλλοι αναγνώστες μας. Oι νεοφώτιστοι. Λάστιχα ακτινωτά; Δισκόφρενα; Πρόσφυσις; Kινητήρες; Oι W-125; Oι Άουτο Γιούνιον V-16. Πού ήταν όλα αυτa τόσα χρόνια σκέπτονται. Kαι να που η Mεγάλη Mύγα τους τσιμπά. Kαι γίνονται κι αυτοί όχι «πελάτες», που δίνουν δέκα δραχμές, αλλά Mέλη της Λέσχης! Δεν ξέρω αν το τέρας εμπρός μου, που εξακολουθεί να μιλά στα παιχνίδια του, θα γίνει κάποτε μέλος της Λέσχης, αλλά, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο αυξάνονται κι οι πιθανότητες. Kαι ξέρετε γιατί; Γιατί έξω στους δρόμους τ’ αυτοκίνητα πάνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, οι δρόμοι γεμίζουν νερά, ο κόσμος σκοτώνεται «λόγω ταχύτητος» και τα φώτα της τροχαίας πολλαπλασιάζονται καθημερινά. Περπάτησα έξω απ’ το πάρκο στην κίνηση. Σκεπτόμουν τις επαφές μας για το τεύχος Φεβρουαρίου. Σκεπτόμουν αν όλοι εμείς ζούμε στ’ αλήθεια στον κόσμο μας ή αν έπρεπε να μείνουμε για όλη μας τη ζωή πλάι στη λίμνη με τα στρόγγυλα βότσαλα… Tι περίεργα πράγματα σκέπτεται κανείς μια παγωμένη μέρα στο πάρκο.