Πείτε μου… Εγώ φταίω που ο Ιούνιος ήταν ίδιος με το Μάιο; Πριν αρχίσω αυτό το σημείωμα έριξα μια ματιά στα όσα είχα γράψει στο προηγούμενο τεύχος και διαπίστωσα ότι κάτι δεν πάει καλά. Αντί, όπως λένε οι καλοί μου φίλοι, να γεμίσω τις σελίδες που έχω στη διάθεσή μου με 100% αυτοκινητιστικά θέματα, σας ρωτούσα αν θέλετε ένα αριστερό η ένα δεξιό Μάαστριχτ ή αν νομίζατε ότι ο κ. Ντεμιρέλ θα αμφισβητήσει και τον Πάτροκλο (νησί έξω από το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο)… Καθόλου σοβαρά πράγματα για έναν τεχνικό δημοσιογράφο που, παρεμπιπτόντως, έχει στεναχωρηθεί πολύ με το θάνατο του Ζακ Υβ Κουστώ. Γιατί; Διότι, σαν καλός αιθεροβάμων, σαν Γουόλτερ Μίτι, σαν συνεπής ονειροπόλος μαλάκας τέλος πάντων, που ποτέ δεν κατάφερε να ακολουθήσει τη συμβουλή του Cutty Shark και ν’ ακολουθήσει την καρδιά του, αλλά μια ζωή έκανε μισά πράγματα, δεν έστειλε στο γάλλο εξερευνητή εκείνο το γράμμα που είχε γράψει πριν από πολλά πολλά χρόνια, στο οποίο του ζητούσε να τον πάρει στο Καλυψώ! Όχι πως θα γινόταν τίποτα δηλαδή. Υπήρχαν δεκάδες άλλοι, χίλιες φορές καλύτεροι σε όλους τους τομείς από τον παχουλό Έλληνα, που ζητούσε να γίνει μέλος του πληρώματος. Το γράμμα ποτέ δεν έφυγε και ο Καββαθάς ποτέ δεν ανέβηκε τον Αμαζόνιο, ποτέ δε βούτηξε στη θάλασσα των Σαργάσων, αλλά από ταξίδια άλλο τίποτα. Αν προσέξατε, τα εκπληκτικά του ντοκιμαντέρ δεν προβλήθηκαν ποτέ στα «μεγάλα» κανάλια και σε ώρες «μεγάλης ακροαματικότητας». Αν κάποιος τους έκοβε τα καφροσίριαλ για να τους δείξει φάλαινες και δελφίνια, οι κατίνες και οι πατσοκοιλιάδες, που βάζουν σπίτι τους (για λίγα ψωροχιλιάρικα) τα μηχανάκια της AGB, θα έκαναν επανάσταση. Για να τα δω έπρεπε να ψάχνω σε σταθμούς δεύτερης κατηγορίας μέχρι που έδωσα 80.000, έβαλα ένα «πιάτο» δορυφορικής και μπόρεσα να δω Κουστώ και Νάσιοναλ Τζιογκράφικ μαζί.
Όταν λοιπόν είχα την τύχη (και το χρόνο) να τα δω, έμενα άφωνος από τον τρόπο που ο εξερευνητής και η ομάδα του αντιμετώπιζαν τη δουλειά τους. Επαγγελματίες μέχρι το κόκαλο, αλλά και ευαίσθητοι σαν μικρά παιδιά, δεν άφησαν γωνιά του πλανήτη που να μην επισκεφθούν, να μην καταγράψουν, φωτογραφήσουν ή βιντεοσκοπήσουν. Όταν τους έβλεπα, πάντα έκανα συγκρίσεις με έλληνες παιδοβούβαλους που παριστάνουν τους δύτες ή τους εξερευνητές. Δεν αναφέρομαι βέβαια στους «θωκταρίδηδες». Αυτοί, και μερικοί άλλοι που τα ονόματά τους δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι από τους καλύτερους στον κόσμο. Απλά, οι πανικόβλητοι νεοέλληνες γονείς δε θέλουν να τους ξέρουν (καλέ… εγώ να κάνω το παιδί μου δύτη; Τρελάθηκες;).
Τους άλλους σκεπτόμουν. Αυτούς που πνίγονται (10 πνίγηκαν σ’ ένα σαββατοκύριακο), που τινάζονται στον αέρα ή πέφτουν σε χαράδρες από βλακεία, ατσουμπαλοσύνη και ασχετοσύνη. Κάτι τυπάδες που είναι ντυμένοι με τελευταίου τύπου στολές καταδύσεων η αναρριχήσεων, για παράδειγμα, που, όταν πάνε να προσφέρουν βοήθεια ή να βρουν κάτι, οι αγριοφωνάρες τους ακούγονται μέχρι την Αίγυπτο! «Έλα, ρε Τάκηηηηη. Μην τραβάς, ρε μα…κα, τόσο πολύ το σχοινί….» και άλλα άκρως ελληνικά.
Έφυγε λοιπόν και ο μεγάλος ωκεανογράφος και μείναμε μόνοι με τα βαρελάδικα, τα «ελληνάδικα», τα όπα-όπα και τις Μερτσέντες «εκατονενήντα». Τι έκανε πάλι η Μερτσέντες θα ρωτήσετε… Τίποτα. Μια χαρά είναι η εταιρία και τα εκπληκτικής ποιότητας αυτοκίνητα που παράγει. Από «μικρός» θαυμάζω τους μηχανικούς της και γράφω για τις νίκες της στους αγώνες. Απλά, η Μερτσέντες Ελλάς που τα εισάγει με κάλεσε στα εγκαίνια των νέων της εγκαταστάσεων και στην παρουσίαση των νέων A Class, M Class και CLK στην Κάτω Κηφισιά, και έμεινα άφωνος από τις προσπάθειες που καταβάλλουμε εμείς οι Έλληνες για να πάει ακόμα καλύτερα το εργοστάσιο. Το είπε και η υπουργός Ανάπτυξης Κα Βάσω Παπανδρέου που έκοψε την κορδέλα. «Η Ελλάδα έχει ανάγκη από τέτοιες επενδύσεις», αναφερόμενη βέβαια στα κάπου 10 δισεκατομμύρια που η Μερτσέντες διέθεσε για να φτιάξει αυτό το, πράγματι, αληθινό κόσμημα για την εξυπηρέτηση των πελατών της.
Σας μπέρδεψα εντελώς; Αφού όλα ήταν τέλεια και η υπουργός Ανάπτυξης ήταν ικανοποιημένη, γιατί κάτι θέλω να πω και δεν το λέω; Διότι… Πολλή χλιδή. Πολλά χρυσά βραχιόλια και αλυσίδες σε λαιμούς κυρίων και κυριών. Πολύ χρήμα, πολλές παραγγελιές, πολλά εκατομμύρια και δεν ξέρω από πού βγαίνουν όλα αυτά, ρε παιδάκι μου, που λέει κι ο Χάρι Κλυν. Για να είμαι ειλικρινής, τα ‘χασα. Εγώ, ο «αυτοκινητάνθρωπος», ο γραφιάς, που είδα και φωτογράφισα τον Φάντζιο, που οδήγησα την W196 στο Χοκενχάιμ και έπαθα έρωτα, τα ‘χασα από τη μαγική εικόνα που αντίκριζα (και αντικρίζω σε κάθε «πτυχή» της ζωής μου), και το ερώτημα δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου…. Πού βρίσκεται όλο αυτό το χρήμα, όταν ο κ. Σπράος και ο κ. Σημίτης λένε ότι, αν δεν ακολουθήσουμε «σφιχτή» εισοδηματική πολιτική, κινδυνεύουμε να τιναχτούμε (οικονομικά) στον αέρα.
Σίγουρα κάπου βρίσκεται, διαφορετικά δεν εξηγείται η φράση του κυρίου με τα μπλε σουέτ παπούτσια (αλήθεια!) που ανακοίνωσε στο φίλο του ότι μόλις έδωσε προκαταβολή μια «εικοσπεντάρα» (εκατομμύρια, καλέ) για ν’ αγοράσει τη νέα «μερσεντέ» (δεν άκουσα ποια), χωρίς ακόμα να έχει πουλήσει την παλιά. Για να μη σας τα πολυλογώ και επειδή δεν θα άντεχα να τους δω να επιτίθενται στα τραπέζια με τα εδέσματα (ορισμένοι είχαν πιάσει θέση από νωρίς!), μπήκα σ’ ένα Αλμέρα GT χρώματος μεταλλικού τσιρλί που οδηγούσα εκείνη την ημέρα και έφυγα για τη Βούλα όπου πήγα στο «Σινέ Πλανήτης» και είδα το «Εντολή Εν Λευκώ» με το Νικ Νόλτε και τη «δικιά μου» Στέφανι Γκρίφιν, αλλά ήταν η πατάτα όσο και αν ο Νόλτε έφτιαχνε τη ρεπούμπλικά του για να φαίνεται πιο σκληρός και προπολεμικός αστυνομικός. Αλλά και εκεί δεν πέρασα καλύτερα, γιατί ο «Πλανήτης» άλλαξε τα καθίσματα με άλλα επί το ορθοπεδικότερον και ύστερα από μισή ώρα προβολής πονάει όλο σου το σώμα.
Όλα αυτά όμως ωχριούν μπροστά στο γεγονός της χρονιάς που ήταν μία ακόμα «πρωτιά» του περιοδικού μας: το διάρκειας έξι ημερών Σεμινάριο Ασφαλούς Οδήγησης που κάναμε για τους οδηγούς της Panafon (διαβάστε αλλού). Τρεις μέρες για τα θεωρητικά μαθήματα στο φιλόξενο ξενοδοχείο Chandris στη Λ. Συγγρού και άλλες τρεις πρακτική εξάσκηση στην πίστα καρτ στα πρώτα διόδια της E.O.1. Πιστεύω ότι έγινε καλή δουλειά και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι, ακόμα και ο Διευθυντής Σύνταξης που μαζί με το Σπύρο Κάγκα «πέθαναν» στην κούραση όλες αυτές τις ημέρες. Εμένα δε με ήθελαν στα πόδια τους. Μου ζήτησαν να μείνω στο γραφείο και να οργανώσω τη μετακόμιση που, επιτέλους, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται ΕΓΙΝΕ!
Τώρα είμαστε στα καινούρια μας γραφεία (ουάοουυυυ κ.λπ) στην οδό Ηλιουπόλεως 2-4 ακριβώς πίσω από τις εγκαταστάσεις της Γυμναστικής Ακαδημίας και απέναντι από τη μάντρα της ΠΥΡΚΑΛ και όπως και άλλη φορά σας είπα θα μείνουμε εκεί μέχρι να πεθάνουμε.
Πρέπει να παραδεχθώ ότι το εν λόγω κτίριο είναι κάπως μεγάλο για μας, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι (εκτός από την αναχώρηση για τόπο χλοερό) μπορεί να φέρει το αύριο. Μπορεί να βγάλουμε κι άλλα περιοδικά, μπορεί να συνεργαστούμε με άλλη εταιρία, μπορεί να το κάνουμε Λέσχη Αναγνωστών ή να το πουλήσουμε, αν κάποιος μας δώσει μια τιμή που θα μας επιτρέψει να κάνουμε εκείνο το ταξίδι στις Αμερικές.
Πάντως (μισο-)τελείωσε (ο πρώτος όροφος είναι ακόμα γιαπί), το χορτάρι και τα φυτά που βάλαμε στην πρασιά «έπιασαν» και είναι καταπράσινα (εκτός από εκείνα που ξερίζωσε και έκλεψε η τουρκοσπορά ‘βλέπε και φωτογραφία). Το καλό σ’ αυτό το μέγα λάθος (τα «μπετά» θα είναι εκεί όταν εμείς θα έχουμε γίνει χώμα) είναι ότι έχουμε μεγάλους υπόγειους χώρους στάθμευσης και έτσι δε θα επιβαρύνουμε τους κατοίκους της περιοχής με τα αυτοκίνητά μας. Αυτό που ελπίζουμε είναι και η γειτονιά να μην επιβαρύνει με τα σκουπίδια της τα γραφεία μας. Και κάθε τρεις μέρες αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε φορτηγό και φορτωτή για να πετάξει τα παλιά στρώματα, ψυγεία, καθίσματα, ντουλάπια και κομμάτια πλαστικού που κάθε πικραμένος πετάει εκεί (τα οικοδομικά υλικά τα απομακρύναμε κάθε δύο μέρες).
Πριν προχωρήσω σε άλλα εξίσου μη σημαντικά για το μέλλον της χώρας και της Ευρώπης θέματα οφείλω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους της Δ.Ε.Η. στην περιφέρεια Αττικής (κ. Αγγελόπουλο και Τσιρλή), τον κ. Μαύρο και την Κα Νάκου στη ΔΕΗ Καλλιθέας, αλλά και τον κ. Ελαιόπουλο στη Δ.Ε.Η. Αγίου Δημητρίου και όλους όσοι μας βοήθησαν στην επίλυση των τεχνικών προβλημάτων και των παροχών. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους ανθρώπους του O.T.E. στην Αργυρούπολη καθώς και στις πολλές υπηρεσίες που ασχολούνται με τα διεπιλογικά κέντρα, που πραγματικά ξεπέρασαν τον εαυτό τους για να λυθούν τα προβλήματα της μεταφοράς κάπου 60 απλών γραμμών, αλλά και των ευθειών που χρησιμοποιούμε στο TechLink.
Να φαντασθείτε ότι ξεκινήσαμε τη μετακόμιση το πρωί της 4ης Ιουλίου (Ημέρα Ανεξαρτησίας;!) και στις 14.00 ο O.T.E. είχε θέσει σε λειτουργία το σύστημα αυτόματης μεταγωγής των τηλεφωνημάτων σας στο νέο μας κέντρο (το SOPHO της Φίλιπς, οι άνθρωποι της οποίας με επικεφαλής τον κ. Τσιουράκη μας εξυπηρέτησαν όσο δε λέγεται).
Μπορείτε να δείτε τους νέους αριθμούς τηλεφώνων και φαξ στην «ταυτότητα» κάθε περιοδικού. Το κέντρο πάντως είναι 97.92.500. Για λόγους που καμία σχέση δεν έχουν με τη Δ.Ε.Η. και τον O.T.E, το κτίριό μας καθυστέρησε πάνω από ενάμιση χρόνο, αλλά τελικά μετακομίσαμε και από εδώ και πέρα ο θεός βοηθός. Το μόνο που ελπίζω να μη συμβεί είναι αντί χώρος δημιουργίας να γίνει το μαυσωλείο των 4T. Τέλος πάντων. Κάποτε θα γράψω κι εγώ ένα βιβλίο!
Πριν από λίγο καιρό σας έλεγα ότι ο συνδυασμός της νεοελληνικής μιζέριας και γκλαμουριάς με εμποδίζει (τρόπος του λέγειν) να γράψω περισσότερα για τα όσα θαυμαστά συμβαίνουν στον τομέα της αυτοκίνησης. Το εμπόδιο είναι 100% «ψυχολογικό», γιατί εκτός από την ισχυρή δόση που πήρα στη γιορτή των εγκαινίων των εγκαταστάσεων της Μερτσέντες, πήρα και μια άλλη μικρότερη(;) στην παρουσίαση του Νταεγού Λάνος.
«Όταν, πριν από ενάμιση χρόνο, πήραμε την αντιπροσωπεία», είπαν οι υπεύθυνοι, «η Νταεγού παρήγαγε 500.000 αυτοκίνητα το χρόνο. Τώρα παράγει περισσότερα από 2 εκατομμύρια και έχει στόχο να γίνει η 8η σε μέγεθος αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο…»
Τι θέλουν και τα λένε αυτά τα πράγματα, αφού ξέρουν ότι εκνευρίζουν τον υπογράφοντα! Ακούς εκεί, κύριε, μια διηρεμένη χώρα, με το βόρειο τμήμα της να λιμοκτονεί (επειδή καταδυναστεύεται από ένα στυγνό δικτάτορα που παριστάνει το σοσιαλιστή!) να τολμάει να χτίζει μια ισχυρή βιομηχανική βάση και να φτιάχνει τα πάντα, από ηλεκτρονικά μέχρι σούπερ τάνκερ και από αυτοκίνητα μέχρι χορτοκοπτικές μηχανές, να απειλεί ανοιχτά την Ιαπωνία και, το χειρότερο, να εξάγει αυτοκίνητα στην Ελλάδα! Πώς είναι δυνατόν ο «προοδευτικός» λαός μας, με τις ακόμα πιο προοδευτικές και εθνικά υπερήφανες κυβερνήσεις των τελευταίων 15 ετών να δέχεται τέτοια προσβολή.
Δηλαδή, ποιοι νομίζουν ότι είναι αυτοί οι νοτιοκορεάτες και φτιάχνουν 2 εκατομμύρια Νταεγού το χρόνο (που να βάλουμε και τα Χιουντάι και τα Σανγιόνκ και τα όποια παράγονται ή ετοιμάζονται αυτή τη στιγμή). Αντί να οργανώνουν «πολιτιστικές εκδηλώσεις», να κάνουν «αγώνες» για τη διατήρηση των σκουπιδιών στη θέση όπου βρίσκονται και να θέτουν «18 όρους-σοκ» (τίτλος σε λαϊκίστικη εφημερίδα) στην παγκόσμια οικονομία, φτιάχνουν σούπερ τάνκερ και αυτοκίνητα και τα εξάγουν στην Ελλάδα, τη χώρα όπου οι αρλουμπολόγοι, οι πολυλογάδες και οι βλάκες έχουν επιβάλει ένα ιδιότυπο ιδεολογικό μεσαίωνα που λέει ότι όσα κάνουν οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιάπωνες ή οι Νοτιοκορεάτες είναι δημιουργήματα του «σκληρού καπιταλισμού» και ως εκ τούτου «ιδεολογικά» επιλήψιμα. Στη χώρα όπου οι εν λόγω συμπλεγματικοί βλάκες σπεύδουν να αγοράσουν τα πάντα, από πλυντήρια «γερμανικής» ή «αμερικάνικης» τεχνολογίας μέχρι Νταεγού και «μερσεντέ» χωρίς να σκεφθούν, αυτοί και οι εξίσου συμπλεγματικοί και κατευθυνόμενοι «ηγέτες» τους, ότι τα περισσότερα από δαύτα θα μπορούσαμε να τα φτιάξουμε στην Ελλάδα, αν η χώρα δεν κατοικούνταν και δεν κυβερνιόταν από τόσους βλάκες.
Ωραία λοιπόν τα Νταεγού Λάνος, τα σχεδιασμένα από την Ιταλντιζάιν και τον Τζουτζάρο, που έχουν κινητήρες σχεδιασμένους από τη Ρικάρντο, και αναρτήσεις «με τη βοήθεια της Πόρσε», ωραία και τα σχέδια και οι προοπτικές της ελληνικής αντιπροσωπείας, ωραίοι κι εμείς, που στο προηγούμενο τεύχος είχαμε «αποκλειστική» δοκιμή και, το κυριότερο, θα πάρουμε και καμιά «ρεκλάμα» για να «επικοινωνηθεί (!)» το μήνυμα που λέει «αποκάλυψη τώρα» ή «επανάσταση τώρα» ή «έκρηξη αύριο» ή όποιο σύνθημα οι καλοί άνθρωποι επιλέγουν (και, μα το θεό, ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ KANOYN) για να προωθήσουν την πραμάτειά τους.
Και άσε τον Καββαθά να γράφει και να λέει ότι όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα 100% σωστή, αλλά συνάμα 100% λάθος, μια υγιής, αλλά συνάμα βαριά άρρωστη, μια προοδευτική, αλλά συνάμα βαθύτατα αντιδραστική πραγματικότητα, την οποία όλοι κάνουν ότι δε βλέπουν, μια και δε συνάδει προς το γενικότερο κλίμα της βλαχο-μπουρτζο-γκλαμουριάς που δέρνει αυτό το λαό, αλλά και τις ηγεσίες του μετά τη αποκαλούμενη «μεταπολίτευση» (η λέξη σε εισαγωγικά, γιατί μόνο μια Δημοκρατία της Βλαχο-Μπούρτζο-Γκλαμουριάς μπορούσε να γεννήσει τη χούντα το 1967).
Έτσι λοιπόν πήγε να περάσει ο μήνας, αλλά την τελευταία στιγμή κάτι έγινε και πήγα λίγες μέρες διακοπές με το ιστιοφόρο του παλιού και πολύ αγαπητού μου φίλου του Γιώργου του Ζαΐμη (από το 1980 μου το ‘λεγε) και εκεί, στους έρημους κόλπους των κυκλαδονησιών που αράζαμε για να μην πέσουμε δίπλα στην πλωτή βλαχο-μπουρτζο-γκλαμουριά των νεόπλουτων που συνωστίζεται στα «κοσμικά» νησιά. Βέβαια, δεν τους απόφυγα εντελώς. Κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να πέσουμε δίπλα τους και, σαν γραμμένο στα σύννεφα μήνυμα από το θεό, το Μεγάλο Ερώτημα έκανε πάλι την εμφάνισή του: πού τα βρίσκουν αυτά τα εκατομμύρια.
Ένα εκατομμύριο (δολάρια) ο ένας, δύο ο άλλος, τρία ο τρίτος. Όπως και παλαιότερα, έτσι και τώρα, χαμογελούσα ηλίθια προσπαθώντας να υπολογίσω πόσες δραχμές είναι τα 2,5 ή 3 εκατομμύρια δολάρια και οι νεόπλουτοι με κατάλαβαν και χαμογέλασαν με συγκατάβαση, γιατί εκδότης χωρίς ιταλικό «πενηνταπεντάρι» δεν πιάνει μία στην αγορά αξιών της Ύδρας, της Μυκόνου και του Κόρφου όπου πηγαίνουν οι πολύ καλοί καπετάνιοι (επειδή είναι «μακριά» και πού και πού έχει «καιρό», κακοχρόνο να ‘χουν τα μαμμόθρεφτα με τις οζυζενέ οδαλίσκες τους). Τέτοια λέω (και γράφω), γι’ αυτό και δε με δέχτηκε η «καλή κοινωνία», γι’ αυτό και δεν αγόρασα «πενηνταπεντάρι», δεν «πήγα Μύκονο», αλλά κάθομαι στο «κωσταλέξι», Σαββάτο 28 Ιουνίου, και γράφω αυτές τις αράδες.
Αυτό πάντως που μου τη σπάει είναι ότι δεν έχω ούτε tender. Μερικοί από τους φλώρους που συνάντησα είχαν στα σκάφη τους tender 6.25, σαν το φουσκωτό που λέω ν’ αγοράσω για να με δει λίγο ο ήλιος (του χρόνου, γιατί για φέτος πάει). Και όχι μόνο αυτό, αλλά γιατί θέλω να δω αν η θάλασσα μυρίζει όπως τότε που βουτάγαμε με τις στολές, τα βαρίδια και τα ψαροντούφεκα και χτυπάγαμε και κανένα σαργό για το βραδινό.
Θεέ μου, λέω. Πώς γίνεται και ορισμένες στιγμές το παρελθόν εκρήγνυται μπροστά μου. Εκεί που κάθομαι, ύστερα από μια μέρα επίπονη και κουραστική, να ‘σου κι εμφανίζονται οι γονείς μου ή οι φίλοι που έχω να δω πάνω από 30 χρόνια. Τι θέλετε εσείς εδώ, ρωτάω, καθώς με πλημμυρίζει η γλυκιά θλίψη που συνοδεύει τις (καλές) αναμνήσεις, αλλά απάντηση δεν παίρνω. Τα πρόσωπα που υπήρξαν απλά με κοιτάνε, χαμογελάνε αχνά και, θα ‘λεγα εξίσου θλιμμένα, και χάνονται στον αιθέρα. Τι είναι τούτο πάλι, αναρωτιέμαι… Και καλά οι μακαρίτες οι γονείς και οι φίλοι των καλοκαιριών της δεκαετίας του ‘50. Μια ζωή περάσαμε μαζί στο σπίτι και στους χωματόδρομους του Νέου Κόσμου, δικαιολογημένο είναι να τους «βλέπω» σαν οπτασίες. Αλλά πού «κολλάνε» οι Στέρλινγκ Μος, Ζαν Μπερά, Γιόεν Ριντ, Χάρι Σέλστρομ, Πάντι Χόπκιρκ και Μπιόρν Βάλντεγκαρντ; Τι δουλειά έχουν οι εικόνες από τα παλιά Ακρόπολις και από τις αναβάσεις της Πάρνηθας;
Σύνελθε, λέω στον εαυτό μου και σκαμπιλίζομαι, αλλά μάταια. Οι οπτασίες δε χάνονται αλλά μένουν εκεί για να μου θυμίζουν τους Ανθρώπους που Έφυγαν. Για τους οποίους, οφείλω να σας ομολογήσω, έχω μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το πόσο μεγάλο ή μικρό είναι το σύμπαν. Με ενοχλεί, βλέπετε, το γεγονός ότι έφυγαν και δε μας είπαν πού πάνε και όχι μόνο αυτό, αλλά πήραν μαζί τους, οι μεν γονείς μας την αγάπη τους για μας, οι δε Τζίμι Κλαρκ, ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο και Αϊρτόν Σένα το θείο δώρο της οδήγησης. O Μιχάλης, ο Γιάννης, η Μαρία ή ο Τάκης πήραν την άδολη φιλία τους για μας (ή για σας που διαβάζετε αυτές τις γραμμές).
Πιο απλά, έφτασα, νομίζω, σε μια ηλικία που όταν ακούω τους Μπιτλς ή τους Φόρμινγκς, μπορώ να «μετρήσω» τη γέφυρα του χρόνου κι αυτό με ενοχλεί και με φοβίζει.
Δεν είναι ότι σκέπτομαι τον «κυρ Θάνατο» όπως τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο καταπληκτικό του τραγούδι για τον άνδρα και τη γυναίκα. Το πρόβλημα ποτέ δε με απασχόλησε και, απ’ ό,τι προβλέπω, δε θα με απασχολήσει στο μέλλον σε αντίθεση με κάποιους νέους σχετικά φίλους μου που έχουν πανικοβληθεί με την προοπτική!
Παρόλα αυτά δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τις αναμνήσεις μου. Θα σας αναφέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Εκεί, στις αρχές τις δεκαετίας του ‘50, κάποιος φίλος που είχε πάθος με τα παλιά αυτοκίνητα μας πήγε (με μια τρίκυκλη Zundapp) σ’ ένα σπίτι στην Κηφισιά στο γκαράζ του οποίου αναπαυόταν μια μαύρη Μπουγκάτι (δε θυμάμαι ποια). Θυμάμαι τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης ανέβασε το ρολό. Θυμάμαι τη μυρουδιά των λαδιών και του χρώματος, θυμάμαι την εικόνα του όμορφου αυτοκινήτου, τη σκόνη που έχει μαζευτεί στα «φτερά» του, τα καρμπιρατέρ που ήταν ακουμπισμένα στο δεξί κάθισμα.
Ναι, όλοι θυμόμαστε, κι είναι αυτές ακριβώς οι εικόνες που μας κυνηγάνε σε όλη μας τη ζωή και που μας κάνουν να νιώθουμε τη γλυκιά θλίψη που ανέφερα πιο πάνω.
Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το κυριακάτικο πρωινό και ακόμα προσπαθώ να θυμηθώ το δρόμο που ήταν αυτό το σπίτι. Τόσα περίπου έχουν περάσει και από μια αξέχαστη εκδρομή στο Μπράλο με μια Μπιούικ Ελέκτρα. Ξέρετε… O θείος, οι θείες και ο Γουόλτερ Μίτι στο πίσω κάθισμα να φαντάζεται ότι άρχισε το ταξίδι για το βόρειο Πόλο!
Από πού ως πού ο βόρειος Πόλος; Μα, αν είχες την τύχη να διαβάσεις τις περιπέτειες των Πίρι και Σκοτ, αν είχες ζήσει την αγωνία τους και αν είχες δακρύσει, όταν έμαθες (από τον πατέρα) ότι ένας απ’ αυτούς ή και οι δύο, δε θυμάμαι, βρέθηκαν νεκροί, παγωμένοι μέσα στις σκηνές τους, τότε η Ελέκτρα ήταν το τέλειο όχημα για να σε μεταφέρει στο βόρειο αρκτικό κύκλο.
Οι αναμνήσεις από την «πρώτη φορά» είναι βέβαια οι ωραιότερες απ’ όλες. H πρώτη φορά που ανέβηκες σε ποδήλατο (το 1949 σε χωματόδρομο δίπλα στον Ιλισό), η πρώτη φορά που οδήγησες «μηχανάκι» (Τσούνταπ με λουρί), η πρώτη που φίλησες κοπέλα, που πέταξες σόλο πρώτα με ανεμόπτερο (το …1955) και μετά με αεροπλάνο (το 1977). H πρώτη φορά που έτρεξες σε αγώνα αυτοκινήτου, η πρώτη πτήση με μαχητικό (το Μιράζ 2000 το 1982), η πρώτη επαφή με το βυθό (με μάσκα με διπλό αναπνευστήρα και μπαλάκια πινγκ πονγκ!), το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό, ακόμα και η μουσική απ’ έναν κουρδιστό φωνόγραφο που έπαιζε σ’ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείο «Σεμίραμις» στην Κηφισιά όπου είχες πάει για μίνι διακοπές κάποιο Πάσχα τόσο παλιό που δεν τολμάς να σκεφτείς πόσο! Όλες οι εικόνες, οι ψίθυροι από τις φωνές αγαπημένων προσώπων που έφυγαν, ακόμα και ο τρόπος που σε κοιτούσαν ή κουνούσαν την ουρά τους τα ζωάκια που έζησαν δίπλα σου 10-15 χρόνια, όλα σε κάνουν να χάνεσαι στον αιθέρα της «θλίψης» που γεννούν οι αναμνήσεις.
Τι κάνουμε, λοιπόν; Πώς αντιμετωπίζεται το middle age crisis (γιατί μάλλον περί αυτού πρόκειται και παρακαλώ διορθώσετε με αν κάνω λάθος!). Κολλάμε στο παρελθόν ή ξεκολλάμε και ορμάμε μπροστά αδιαφορώντας για το πότε θα μας επισκεφθεί ο κυρ Θάνατος; Μέγα το ερώτημα αλλά έχω την απάντηση! Δηλαδή όχι ακριβώς την απάντηση, αλλά μια βολική θεωρία που ένα βράδυ την είπα στο φίλο μου το Γιάννη τον Τριάντη και παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό (κάτι έγραψε μάλιστα στη στήλη του στην Ελευθεροτυπία).
Του είπα: «Ήταν ο Αϊνστάιν ένα μεγάλο μυαλό;» «Ήταν», απάντησε ο Γιάννης. «Το βρίσκεις λογικό μια τέτοια μεγαλοφυΐα να σταματήσει να λειτουργεί, επειδή πάτησε μια μπανανόφλουδα, χτύπησε το κεφάλι στην κόχη του πεζοδρομίου και πέθανε;»
«Ναι», απάντησε ο φίλος μου, «αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων στο σύμπαν». «Λάθος», είπα, «ένα μυαλό που βλέπει, καταλαβαίνει και περιγράφει το Σύμπαν είναι το Σύμπαν, άρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να πεθάνει. Αρα», συμπλήρωσα, «αρνούμαι να δεχτώ το θάνατο. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια 100% μηχανική διεργασία φθοράς που σύντομα οι επιστήμονες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν…»
Δεν πέρασαν δύο χρόνια και τα πρώτα βήματα για την αντιμετώπιση της πέρα για πέρα αφύσικης, αντιεπιστημονικής και εν τέλει άχρηστης και ανόητης διεργασίας του θανάτου έγιναν. Τα λένε: πρόβατο Dolly, αλλά σταματάω εδώ, γιατί αφενός δε θέλω να ταράξω άλλο τον Τριάντη και αφετέρου γιατί θα ήθελα και τις δικές σας απόψεις για το θέμα!
Αν η «θεωρία» μου είναι σωστή, τότε ποτέ δε θα χάσουμε ξανά τα αγαπημένα μας πρόσωπα, εικόνες ή ζώα. Σκεφθείτε το λοιπόν εκεί όπου κάθεστε στις παραλίες και στα βουνά και πάρτε χαρτί και μολύβι (γιατί λίγοι θα έχετε κουβαλήσει laptop) και γράψτε επιστρατεύοντας βέβαια το καλύτερό σας χιούμορ!
Μετά τη συζήτηση για την παιδεία και τη γλώσσα μία ανταλλαγή ιδεών για το «τι είναι ο άνθρωπος» δε θα έβλαπτε. Έτσι κι αλλιώς σ’ αυτή τη χώρα δεν έχουμε και τίποτα καλύτερο να πούμε._Κ.Κ.
Φασίστες και γουρούνια
H ιστορία κυριολεκτικά με συγκλόνισε. Τον έσυραν ημίγυμνο (με τα παντελόνια κάτω), επειδή νόμισαν ότι άναψε τσιγάρο σε τουαλέτα αεροπλάνου της Αιρ Φρανς σε πτήση προς τη Νέα Υόρκη. Και ο επιβάτης (που δεν κάπνιζε!) ζητάει αποζημίωση 12 εκατ. δολαρίων (που ελπίζω να πάρει) για να μάθουν οι φασίστες, δήθεν «αντικαπνιστές», να συμπεριφέρονται.
Και επειδή το θέμα του καπνίσματος ενδιαφέρει πιστεύω πολλούς αναγνώστες, θα ήθελα να καταθέσω, εκτός από την προσωπική μου εμπειρία, και μερικές μάλλον σκληρές θέσεις.
Όπως εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι της ηλικίας μου, άρχισα να καπνίζω στο Γυμνάσιο. Το γιατί δεν έχει καμία σημασία, μια και τότε στη δεκαετία του ‘50 δεν υπήρχε Έλληνας, Ευρωπαίος, Αμερικανός ή Ασιάτης που να μην κάπνιζε. Δεν ξέρω αν το είδα στο σινεμά, στο Μεγάλο Αλφα ή στο Ροζικλέρ, δε μ’ ενδιαφέρει, το πρώτο τσιγάρο το κάπνισα με πανσέληνο στην Ακρόπολη, στις τουαλέτες του 1ου, του 2ου ή του 6ου Γυμνασίου Αρρένων, πριν ή μετά την πρώτη μου επαφή με το ασθενές φύλο. Κάπνιζα από μικρός και δεν αισθανόμουν καμία απολύτως τύψη, για τον απλό λόγο ότι, αν ούτως είχε το πράγμα, τύψεις έπρεπε να αισθάνονται και εκείνοι που κάπνιζαν πίπα ή πούρα (άρα και ο Τσε που θαύμαζα και τώρα θαυμάζω πιο πολύ!), έπιναν κρασί, ούζο ή ουίσκι. Κάπνιζα μέχρι το 1977. Εκείνη τη χρονιά το έκοψα επί 13 ολόκληρα χρόνια.
Όχι επειδή αρρώστησα ή επειδή το επέβαλε ο γιατρός ή με έπεισε η αντικαπνιστική υστερία, αλλά γιατί έτσι ήθελα. Το έκοψα γιατί δεν ήθελα να αισθάνομαι «σκλάβος» ενός κατά βάση αθώου «πάθους». Το 1990 το ξανάρχισα! Θα σας πω αμέσως πώς. Ένα βράδυ του 1990 έξι συνάδελφοι, μεταξύ των οποίων ο φωτογράφος Μπερνάρ Καγιέ, ο Λέοναρντ Σετράιτ (που καπνίζει μαύρα Σομπράνι) και ο Μάορι Σάλο, δειπνούσαμε σε μια εκπληκτικής ομορφιάς αίθουσα του ξενοδοχείου Σλος έξω από τη Φρανκφούρτη. Όταν μας έφεραν τον καφέ και ενώ η συζήτηση για τους Φάντζιο, Μος και φον Τριπς είχε ανάψει, ο Καγιέ έβγαλε μια κασετίνα με πούρα και τα πρόσφερε στους συναδέλφους. Όλοι αρνήθηκαν ευγενικά εκτός από τον υπογράφοντα που ακολούθησε τη συμβουλή του παλιού του φίλου «να μην πάει κάτω τον καπνό!».
Αυτό ήταν. Άρχισα να καπνίζω την πίπα μου (ποτέ δεν κάπνισα τσιγάρο) και συνέχισα μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου του 1996, οπότε μια Κυριακή βράδυ άφησα πίπα, καπνό και αναπτήρα στο τραπέζι και το έκοψα ξανά εντελώς! Τι θα κάνω απ’ εδώ και πέρα; Δεν ξέρω. Ίσως ποτέ να μην καπνίσω, ίσως ύστερα από 3-4 χρόνια να αποφασίσω να καπνίζω μία πίπα ή ένα πούρο την ημέρα, ίσως μετακομίσω στη Βολιβία για να γράψω ένα βιβλίο για τις τελευταίες ημέρες του Τσε και να καπνίζω 30 πούρα την ημέρα, ίσως πεθάνω από εγκεφαλικό ή καρδιακό στο μαυσωλείο της οδού Ηλιουπόλεως 2-4, κανείς δεν ξέρει, και πολύ περισσότερο εγώ.
Πώς αντιμετωπίζω τους ανθρώπους που καπνίζουν; Με συμπάθεια, γιατί ξέρω ότι το κάπνισμα κάνει κακό στην υγεία, αλλά όχι περισσότερο απ’ ό,τι το αλκοόλ ή τα δηλητήρια που αναπνέουμε κάθε μέρα στο άντρο της πόλης.
Αυτούς που αντιμετωπίζω με εχθρότητα είναι τους απολίτιστους «κάφρους» που πετάνε τα τσιγάρα τους από τα παράθυρα των «γιωταχί», που τα σβήνουν όπου βρουν, που δε σκέπτονται τους άλλους. Αυτά τα απολίτιστα «γουρούνια» (ζητώ συγγνώμη από τα συμπαθή ζώα) όλοι τα εχθρευόμαστε όμως έτσι κι αλλιώς. Πολλοί γνωστοί μου καπνίζουν, αλλά δεν τους βρίζω, δεν τους κατεβάζω τα παντελόνια, δεν τους συμπεριφέρομαι σαν απόβλητα. Αν θέλουν να καπνίσουν, ας το κάνουν φροντίζοντας βέβαια να ενοχλήσουν εμένα και τους άλλους όσο λιγότερο γίνεται. Όλα τ’ άλλα είναι από ηλίθια έως 100% φασιστικά και τα έχω (όπως και τους ιεροκήρυκες της αντικαπνιστικής υστερίας) επιεικώς εγγεγραμμένα εις τα παλαιότερα των υποδημάτων μου, όπως εγγεγραμμένους έχω και τους βαριά άρρωστους Αμερικανούς, Ευρωπαίους και λοιπούς «πολιτισμένους» που σηκώνουν τον κόσμο ανάποδα τα φασιστόμουτρα αν κάποιος ανάψει ένα τσιγάρο σ’ ένα γραφείο, αλλά κάνουν γαργάρα ή καταπίνουν αμάσητο το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις τους έχουν σκάσει τουλάχιστον 200 ατομικές βόμβες σε ατόλες, ερήμους και ωκεανούς, έχουν αφανίσει τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, έχουν γεμίσει τις αποθήκες τους με χημικά όπλα, έχουν κάνει σαπούνι εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου και γενικώς έχουν κάνει το παν για να καταστρέψουν όχι έναν αλλά εκατομμύρια αθώους ανθρώπους.
Σαν ελάχιστη συμπαράσταση στον άτυχο επιβάτη της Αιρ Φρανς δηλώνω ότι, όποτε είναι στο χέρι μου, δε θα πετάω με την Αιρ Φρανς ή όποια άλλη αεροπορική εταιρία συμπεριφέρεται στον κόσμο μ’ αυτόν τον ηλίθιο φασιστικό τρόπο. Αρκετά πια._Κ.Κ.