Δεν ξέρω αν είναι η πολύχρονη «συμβίωση», η συνήθεια, η ανασφάλεια, η ηλικία, ο τρόπος που με αντιμετωπίζετε όταν συναντιόμαστε ή ένα μίγμα των προηγούμενων! Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτές οι γραμμές στις σελίδες του Αντίλογου (που λόγω των προβλημάτων που ανέφερα στο προηγούμενο τεύχος συνεχώς λιγοστεύουν) έχουν γίνει απαραίτητες. Αν δε σας πω τις σκέψεις, τις αγωνίες, τους φόβους και τις ελπίδες μου, είναι σαν να μην υπάρχω! Αυτό λοιπόν κάνω κάθε μήνα από το 1970 που πρωτοκυκλοφόρησε αυτό το περιοδικό και αυτό σκοπεύω να κάνω μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσω να αφήσω το επάγγελμα ή εάν (δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε) η υγεία μου με προδώσει. Πολλές φορές σκέπτομαι ότι αν, ο μη γένοιτο, με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου και βρεθώ (αν προλάβω) στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου, πάλι θα ζητήσω ένα «φορητό» για να γράψω το Εν Λευκώ ή αυτές τις αράδες στον Αντίλογο. Είναι, βλέπετε, τόσα τα ψυχικά «τραύματα» που κουβαλάνε οι άνθρωποι της γενιάς μου που, αν δεν αφήσουν την τελευταία τους πνοή πάνω στο χειρόγραφο (ή στο πληκτρολόγιο), θα πιστέψουν ότι πρόδωσαν τους αναγνώστες τους.
Μεγάλη ιστορία αυτή, φίλοι μου. Που για τον υπογράφοντα ξεκίνησε από ένα γραφείο στον πρώτο(;) όροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Χαβρίου(;) όπου στεγαζόταν η εφημερίδα «Υδραυλικός», που «έβγαζε» για να ζήσει την οικογένειά του ο μακαρίτης ο Λούης ο Δάνος. O Λούης ήταν ο πρώτος μου «δάσκαλος» στη δημοσιογραφία, ο άνθρωπος που με έμαθε (όχι μόνο εμένα αλλά και άλλους νέους της εποχής) τι σημαίνει προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια, πίστη στο σκοπό και σκληρή δουλειά. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε (περισσότερα από 35), αλλά οι «συμβουλές» του Λούη δεν έχασαν την αξία τους, όπως δεν την έχασαν και εκείνες των άλλων «δασκάλων» του επαγγέλματος που είχα την τύχη να εργαστώ κοντά τους.
Κι ήταν τα δικά τους παραδείγματα, οι συμβουλές και προτροπές που με κάνουν να λειτουργώ όπως λειτουργώ όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν πολλοί που λένε (και ίσως να έχουν δίκιο) ότι έχω μείνει πίσω και πως δεν καταλαβαίνω τις σύγχρονες μορφές (ή εφαρμογές) της δημοσιογραφίας. Υπάρχουν όμως κι άλλοι (που έχω την εντύπωση πως είναι και οι πιο πολλοί) που εγκρίνουν και συμπαραστέκονται. Κι είναι αυτή ακριβώς η συμπαράσταση που βλέπω όταν συναντιόμαστε στο δρόμο ή σ’ ένα κέντρο που με κάνει να σας απευθύνω κάθε μήνα αυτή την «επιστολή».
Ποιες είναι όμως αυτές οι «σύγχρονες μορφές;» της δημοσιογραφίας; Θα σας δώσω δύο πρόσφατα παραδείγματα. Το ένα το άκουσα σε εκπομπή «μοντέρνου» ραδιοσταθμού, το άλλο το διάβασα σε μεταμοντέρνο έντυπο. O εκφωνητής μιλούσε για τη δικτατορία της 21ης Απριλίου την οποία «δικτακτορία» την ανέβαζε, «δικτακτορία» την κατέβαζε. Με μια γλυκιά φωνούλα, που δεν ήξερες αν το εν λόγω υβρίδιο αντιπροσωπεύει το πρώτο, δεύτερο ή τρίτο φύλο, έλεγε στο κοινό του πόσο μακριά είναι αυτή η εποχή και πόσο δεν πρέπει να δίνει «δεκάρα τσακιστή για τη δικτακτορία», αλλά να κάνει ό,τι μπορεί «για να περνάει καλά». Με το «να περνάει καλά» εννοούσε σε ποιες ντισκοτέκ μπορεί και πρέπει να πάει το βράδυ, ποια μπίρα ή ποιο σφηνάκι πρέπει να πιει και με ποιον τρόπο πρέπει να λικνισθεί στα «ελληνικάδικα». Επί μία ολόκληρη ώρα (από μια άρρωστη περιέργεια άκουσα όλη την εκπομπή) μας βομβάρδιζε με τη φιλοσοφία της επαρχιώτικης γκλαμουριάς που έντεχνα πουλήθηκε στη νεολαία αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια. Πιο απλά, το τεκνό μιλούσε σαν να είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Μανχάταν ή στο Σίλικον Βάλι και όχι στη Νέα Σμύρνη ή στον Κορυδαλλό. H ζωή γι’ αυτό και τα όμοιά του δεν είναι παρά μια ευκαιρία για να «περάσουν καλά» και ν’ αφήσουν τους «άλλους» να ανησυχούν για τις κοινωνικές αδικίες, τα οικονομικά και στρατηγικά προβλήματα και τις «δικτακτορίες».
Ακούγοντάς το σκεπτόμουν πόσο καλά θα ήταν να ήμουν …«δικτάκτορας» και να το στείλω να δουλέψει ένα χρόνο στα χωράφια, αλλά, αν λάβουμε υπόψη ότι αυτό ακριβώς σκέπτονται οι αληθινοί δικτάτορες για τον καθένα από ‘μας που δε συμφωνεί μαζί τους, απλά χαμογέλασα με το φελλό των ερτζιανών. Το άλλο παράδειγμα αφορά το στιλ του γραπτού λόγου. Το βλέπω συχνά και απορώ πώς έπειτα από όσα έχω κάνει (και μου έχουν κάνει) στη ζωή μου δεν το εφαρμόζω.
Αν το ακολουθούσα με την ευκαιρία κάποιου σχολίου που γράφτηκε για το περιοδικό ή για μένα ή με αφορμή τη μη φιλική ενέργεια κάποιου πρώην συνεργάτη ή ανταγωνιστή ο Αντίλογος ή το Εν Λευκώ θα ήταν κάπως έτσι… «…Και ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ, ρε καραγκιόζη; Ξέχασες ότι για 5, 10 ή 15 ολόκληρα χρόνια σου μάθαινα τη δουλειά και σε έκανα άνθρωπο και επαγγελματία ξαναγράφοντας τα ορνιθοσκαλίσματά σου και κάνοντας τα κείμενα τέτοια ώστε να μπορούν να δημοσιευτούν; Ξέχασες ότι πριν από μένα δεν υπήρχες ή και αν υπήρχες, δούλευες στην κεντρική λαχαναγορά; Αν τολμάς, ουτιδανέ, ξαναγράψε κάτι για τους 4T, και σου ορκίζομαι ότι θα πω στον κόσμο τι πτώμα είσαι…» και λοιπά ανόητα και, στην ουσία, συμπλεγματικά. Να όμως που αυτό το στιλ ποτέ δεν ευδοκίμησε στους 4T (και στα άλλα περιοδικά της T.E.) παρ’ όλο που μας δόθηκαν δεκάδες «ευκαιρίες». Κι αν σπάνια φθάνω στο σημείο να σχολιάσω κάτι ή να απαντήσω σε κάποιον, φροντίζω να το κάνω με δυο-τρεις λέξεις.
Ας μη μας διαφεύγει ότι το ύφος ενός MME (περιοδικού, εφημερίδας ή ραδιοτηλεοπτικού σταθμού) αντικατοπτρίζει το ποιόν εκείνου που το έφτιαξε ή το διοικεί. H «Καθημερινή», για παράδειγμα, ήταν αυτή που ήταν, διότι είχε (τότε) επικεφαλής την Ελένη Βλάχου και πρόσφατα τον A. Καρκαγιάννη και το Στάμο Ζούλα. Το ίδιο και η «Ελευθερία» του Κόκκα και άλλα έντυπα που οι καλοί τρόποι δε μου επιτρέπουν να αναφέρω.
Ίσως, κάποτε, όταν θα έχουμε φύγει από τη ζωή, κάποιος καλός συνάδελφος να κρίνει και τη δική μας παρουσία στα δημοσιογραφικά/εκδοτικά πράγματα και ελπίζουμε να μας τοποθετήσει σε καλή θέση! Θα πείτε… Τι αξία θα έχει αυτό, όταν θα είμαστε δύο μέτρα κάτω από τη γη; Πιστεύω πως έχει, γιατί, όπως το παράδειγμα των παλαιοτέρων βοήθησε εμάς να γίνουμε καλύτεροι στη δουλειά μας, έτσι και το δικό μας ίσως να βοηθήσει τους νεότερους.
Μέσα σ’ αυτό το όχι και τόσο χαρούμενο κλίμα πέρασα τις γιορτές του Πάσχα. Όπως πλέον γνωρίζετε, δεν πήγα «πουθενά». Έμεινα σπίτι, στο «κωσταλέξι» παρέα με τον H/Y, τα ζώα και τις δουλειές που ποτέ δεν τελειώνουν. Υπήρξαν δύο προτάσεις για Πάσχα στο νησί ή σε σπίτι φίλου, αλλά απορρίφθηκαν. Τι αξία έχει να φεύγεις αν κουβαλάς μαζί τις στενοχώριες; Καλό είναι να πας κάπου και, πραγματικά, να περάσεις όπως λένε καλά, αλλά αυτή την κατάσταση έχω καιρό να τη ζήσω, όπως σας είπα και στο Εν Λευκώ του προηγούμενου τεύχους.
Σπίτι λοιπόν παρέα με τα ζώα (έφυγε ένα, η Σγουρίτσα), αλλά αμέσως προστέθηκε άλλο λυκόσκυλο (η Ντούντι), και έτσι ο συνολικός αριθμός είναι οκτώ σκύλοι διαφόρων σχεδίων, δύο γάτες και δύο πρόβατα, τα οποία έχουν αφεθεί προσωρινά από φίλο που θέλει να έχει «φρέσκο γάλα για το παιδί του». Σπίτι λοιπόν και μια βόλτα στη Γλυφάδα και στο Πόρτο Ράφτη, όπου μένει φίλος με την K100 (που είχε να κυκλοφορήσει 6 μήνες), αλλά και το νέο Νισάν Πριμέρα GT. Όσο το οδηγούσα τόσο περισσότερο αποθυμούσα το παλιό. Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τα καλά σχόλια για εκείνο το αυτοκίνητο που στα χρόνια που ακολούθησαν είχε γίνει ένα είδος σημείου αναφοράς με το οποίο κάποιος μπορούσε να κρίνει άλλα «ζωντανά» και σωστά οικογενειακά αυτοκίνητα. Το παλιό GT ήταν «κοφτερό» και «λαμπερό». Το νέο είναι «θαμπό» και για τις δικές μου προτιμήσεις «αργό». Από την άλλη όμως πλευρά διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που θα κάνουν τον οδηγό του να συγχαρεί τον εαυτό του για την αγορά! H ποιότητα κατασκευής του είναι πέρα και πάνω από τον όποιο σχολιασμό, τα διάφορα χειριστήρια δίνουν την αίσθηση ότι είναι φτιαγμένα για να ζήσουν 1.000 χρόνια, οι θόρυβοι του δρόμου μένουν μακριά από την καμπίνα των επιβατών, τα φρένα και το κιβώτιο είναι από τα καλύτερα και οι επιδόσεις, απλά, δεν είναι κακές. Αιτία της «θαμπάδας» το πρόσθετο βάρος για τα διάφορα συστήματα παθητικής ασφάλειας, τα οποία με την εξαίρεση των ζωνών ασφαλείας μπορούν «να πάνε να κουρευτούν».
Τις ίδιες μέρες οδήγησα (πάλι) το Μοντέο 1,8 και κατάλαβα (πάλι) γιατί τα προϊόντα αυτής της εταιρίας έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία στις χώρες της Ευρώπης. Το Μοντέο είναι όλα όσα ένα καλό επιβατικό αυτοκίνητο πρέπει να είναι. Πολύ καλά φτιαγμένο (ίσως το ίδιο ή και καλύτερα από το Πριμέρα), με οδικά χαρακτηριστικά που μόνο ένα βλάκα θα φέρουν σε δύσκολη θέση, οικονομικό, άνετο, με όμορφο εσωτερικό και πολύ καλά καθίσματα, τέλειο ηχοσύστημα και διακόπτες που χαίρεσαι να τους χρησιμοποιείς. Να το μεταφορικό μέσο για τον άνθρωπο που έχει βαρεθεί να ασχολείται με προβλήματα όπως θόρυβοι από τις αναρτήσεις και το αμάξωμα, τριγμοί, νερά στο εσωτερικό και διάφορα άλλα που μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες των Διαλόγων τους τελευταίους μήνες.
Ναι, και το Μοντέο είναι «θαμπό» όπως το νέο Πριμέρα, αλλά, καλοί μου φίλοι, τα μόνα που δεν είναι «θαμπά» είναι τα παραμύθια και τα πανάκριβα αυτοκίνητα που οδηγήσαμε για το προηγούμενο τεύχος δηλ. η Μαζεράτι «Κάπ», η τρίλιτρη Αλφα GTV και η BMW M3. Ναι, μου τα έδωσαν κι εμένα για λίγο, αλλά τα περισσότερα χιλιόμετρα τα έκανε ο Στράτης Χατζηπαναγιώτου και ο Σπύρος Κάγκας. O πρώτος, γιατί τα οδηγεί με τέτοιον τρόπο που εγώ δεν μπορώ (ίσως καταλάβατε κάτι από τις κακοτυπωμένες φωτογραφίες) και ο δεύτερος, διότι, όπως λέει «ο δρόμος που πάω σπίτι μου είναι γεμάτος λακκούβες!»
Τι να σας πω; Ότι αυτά είναι τ’ αυτοκίνητα που αγαπάμε; Όλο και κάποιος θα βρεθεί και θα μας κατηγορήσει ότι έχουμε «ακριβά γούστα». Τα αγαπάμε, αλλά δεν τα αγοράζουμε και δεν τα αγοράζουμε (έστω και αν είχαμε να διαθέσουμε τα 20 και τα 30 εκατομμύρια), γιατί το 50% πάει για φόρους στο ελληνικό δημόσιο που χρησιμοποιούνται για να αμείβονται μεταξύ εκατοντάδων άλλων διορισμένων κηφήνων και οι υπάλληλοι του Ιδρύματος Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (βλέπε στα Πράγματα που Λένε & Γράφουν).
Τελικά, δε μένει τίποτα άλλο από να ονειρεύεσαι. Όχι μόνο αυτοκίνητα για το θεό, αλλά και άλλα όμορφα πράγματα που θα μπορούσες να έχεις, αλλά που η Τζουτζία σου στερεί. Πάρτε για παράδειγμα τον αεραθλητισμό. Την Ανεμοπορία, τον Αλεξιπτωτισμό, τα Πειραματικά Αεροσκάφη, τα Υπερελαφρά, τη Γενική Αεροπορία. Τίποτα δεν υπάρχει (πέρα από τις μεμονωμένες προσπάθειες κάποιων ατόμων). Σαράντα χρόνια τώρα παρακολουθώ τον αργό θάνατο όλων των αεραθλημάτων, επειδή όλες αυτές τις δεκαετίες δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι και να πει ότι ο Ίκαρος στην Ελλάδα γεννήθηκε. Αλλά και να βρισκόταν, τι νομίζετε ότι θα έκανε; Οι όποιες εντολές του θα προσέκρουαν στα μυαλά των πολιτικάντηδων, των γαλονάδων και των μονιμάδων. Κάτι ατομάκια που σιχαίνονται τον εαυτό τους και το μόνο που ξέρουν καλά είναι να βάζουν εμπόδια σε κάθε δημιουργική προσπάθεια. Αν το «κράτος» διέθετε έστω και 100 ψωροεκατομμύρια το χρόνο για τον αεραθλητισμό, η Ελλάδα θα ήταν τουλάχιστον σε καλύτερη θέση από την Τουρκία! Πού να βρεθούν τα χρήματα όμως, όταν δεν μπορούν να βρεθούν 10 εκατομμύρια για να γίνει το Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τα Καθαρά Αυτοκίνητα στην Αθήνα (διαβάστε πιο κάτω).
Αλλά είναι μόνο ο Αεραθλητισμός; Πόσα χρόνια, φίλοι αναγνώστες, ζητάμε να γίνει ένα αυτοκινητοδρόμιο; Τριάντα; Σαράντα; Τι απέγινε; Τίποτα, που να τους πάρει και να τους σηκώσει! Από την εποχή εκείνου του ανεκδιήγητου κλόουν που παρίστανε τον υπουργό Βιομηχανίας και μας δήλωνε πως «αυτά τα πράγματα δε γίνονται στην Ελλάδα», όταν του παρουσιάσαμε (το 1974!) την πρότασή μας για ένα 100% ελληνικό αυτοκίνητο, μέχρι σήμερα και το 1st ECCC.
Αυτά είναι που με κάνουν να σκύβω το κεφάλι και να μην έχω πια όρεξη για τίποτα. Ή σχεδόν, γιατί και όπως θα έχετε καταλάβει μ’ αρέσει ο κινηματογράφος. Είδα το «Μικρόκοσμο» (μόνο οι Γάλλοι θα μπορούσαν να καταστρέψουν μια τόσο καλή ιδέα και αν δεν με πιστεύετε, θυμηθείτε το The living Desert). Ξαναείδα την «Επιστροφή των Τζεντάι» και είπα «γεια» στον Όμπι Ουάν Κενόμπι και τον R2D2; Έκλεισα τα μάτια και έζησα την παραίσθηση, το όνειρο, το μέλλον. Εσείς οι νεότεροι είδατε την Τριλογία; Σας άρεσε; Σας συγκίνησε το παραμύθι;
Θυμάμαι τι έλεγαν οι μίζεροι εκείνη τη μακρινή εποχή. «Έλα, μωρέ, με τα παραμύθια των Αμερικάνων… Δεν κοιτάνε τα χάλια τους με τους μαύρους…». Έτσι αντιμετώπιζαν (και αντιμετωπίζουν) τα κομπλεξικά ανθρωπάκια τα πράγματα που ποτέ στις ποταπές ζωές τους όχι μόνο δε θα μπορέσουν να κάνουν, αλλά ούτε καν να πλησιάσουν.
Όλα άρχισαν με την ταινία-σταθμό του Στάνλι Κιούμπρικ, «Η Οδύσσεια του Διαστήματος 2001» σε σενάριο του Κιούμπρικ και του Άρθουρ Κλαρκ (το νέο βιβλίο του οποίου, το «3001» μόλις κυκλοφόρησε και ψάχνω να το βρω). Μια ταινία χωρίς θορύβους, χωρίς πολλά λόγια, μια ταινία-ντοκιμαντέρ για το πώς θα είναι τα ταξίδια στα νέα σύνορα του διαστήματος. Πού να ήξερε ο κακομοίρης ο Ρίχαρντ Στράους ότι κάποτε η μουσική του θα αποτελούσε τη βάση για ένα τόσο δυνατό φιλμ!
H μουσική! Θυμάστε τη μουσική από άλλες ταινίες-σταθμούς όπως το «Απόλλων 13», το «Τhe Right Stuff», το «Species», το «Αllien», το «Capricorn Οne» και, βέβαια, την Τριλογία που ανάφερα πριν; Αν όχι, ψάξτε να βρείτε το CD «Space and Βeyond» με τη Φιλαρμονική της Πράγας. Να το ακούτε όταν οι αλυσίδες που σας έχουν περάσει στους αστράγαλους σάς τραβάνε στη λάσπη.
Θεέ μου, πώς τα κατάφερα; Να σας μιλάω για το διάστημα σ’ ένα περιοδικό που γράφει γι’ αυτοκίνητα. Θα με συγχωρήσετε άραγε γι’ αυτή μου την ιεροσυλία; Θα πείτε… Έχετε συγχωρέσει άλλα, πολύ πιο σοβαρά «λάθη», αυτό δε θα συγχωρέσετε;
Αυτά μου λέτε όταν συναντιόμαστε και με κάνετε (μετά) να δακρύζω από τη συγκίνηση. Τι θα γίνει, λέω στον εαυτό μου, μ’ αυτούς τους αναγνώστες; Πού πάμε απ’ εδώ και πέρα; Στα 0-100 και στις ρεπρίζ του νέου Τσιγκοπάφυλα GLX ή στην εφαπτομένη κι όπου μας βγάλει;
Στην εφαπτομένη, στην εφαπτομένη, φωνάζει ο πραγματικός μου εαυτός. Στην πύλη του «διαστήματος», δίπλα σε έναν υπερκαινοφανή, παρέα με τους Μονόλιθους και τη μουσική του Μπετόβεν και του Γκούσταβ Χολστ. Κάτι σας είπα τώρα…
Ποια εφαπτομένη; H εποχή των θαυμάτων παρήλθε, οι ευκαιρίες χάθηκαν στο χρόνο. Το μόνο που απομένει πια σ’ έναν άνθρωπο σαν και μένα είναι να θυμάται. Την αποστολή του Απόλλων 11 στη Σελήνη το 1969, για παράδειγμα. Την είχα περιγράψει ολόκληρη, σε «ζωντανή σύνδεση» όπως λένε και στα «οχτώμιση» από την τηλεόραση της EPT1 και όταν τις τελευταίες μέρες του Απριλίου είδα μια τηλεταινία με θέμα την κατάκτηση του φεγγαριού, όχι απλώς συγκινήθηκα, αλλά και απεγνωσμένα έψαξα να βρω πού πήγαν 35 χρόνια από τη ζωή μου!
Όσο και αν έψαξα, στάθηκε αδύνατο να τα βρω. Κοίταξα στο καλάθι με τις χαρές, αλλά τίποτα. Δυο-τρεις κι αυτές ξεθωριασμένες. Κοίταξα στο άλλο με τις πίκρες, αλλά πού να βρεις τίποτα σ’ αυτό το σωρό. Ούτε στο ντουλάπι με τις αναμνήσεις βρήκα τίποτα. Ένα γράμμα που μου είχε στείλει ο πρεσβευτής Στουκάλιν που έλεγε ότι η (τότε) Σοβιετική Ένωση θα δεχόταν έναν έλληνα αστροναύτη, αν το ζητούσε επίσημα η ελληνική κυβέρνηση, χάθηκε, πρώτα στον έρωτα του Παπανδρέου για τη Μιμή (του το είχα στείλει και μου είχε απαντήσει η Κοκόλα) και μετά όταν κάποιοι αλήτες μου έκλεψαν την τσάντα. Αλλά και να μη μου την έκλεβαν, τι θα γινόταν; Μήπως θα άκουγα τη μουσική του Ρίχαρντ Στράους παρέα με τον Κιρ Ντούλια στην Οδύσσεια; ή θα πετούσα το X1 παρέα με το Γιούρι Γκαγκάριν, τον Τσακ Γίγκερ, τον Γκόρντον Κούπερ, το Νιλ Αρμστονγκ και τους άλλους μύθους της νιότης μου;
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έκανα, αν και έκανα άλλα που ο διάβολος να πάρει τη μετριοφροσύνη που κουβαλάω κανείς άλλος δημοσιογράφος στην Ελλάδα και ένα-δύο στον κόσμο δεν έχουν καταφέρει. Όπως το να οδηγήσω (πρώτος) μερικά από ταχύτερα και δυνατότερα αυτοκίνητα στον κόσμο και να πετάξω (πάλι πρώτος) σε 12 πολεμικά αεροπλάνα μεταξύ των οποίων τα Mirage 2000 και F16. Όταν λοιπόν είμαι στις «μαύρες» μου, βάζω ένα CD με τις μουσικές των άστρων, θυμάμαι και την προσπάθεια που κατέβαλε η καρδιά μου για να τα βγάλει πέρα με τα 8,9g στην πτήση με το F16 και λέω στον άλλο μου εαυτό: ηρέμησε, τρελόγερε. Με τα μυαλά που κουβαλάς κάτι θα έχεις να πεις στον Γίγκερ και στον Ντούλια. Πού ξέρεις κιόλας. Αν αυτά που λένε για τη μετενσάρκωση είναι αληθινά, δεν αποκλείεται να επιστρέψεις το 3001!
Είδατε τι παθαίνει κανείς όταν ονειρεύεται; Ξεχνάει την πραγματικότητα και δη τη νεοελληνική με τους 60/70/80 νεκρούς και τους 300 τραυματίες της εορταστικής κοπάνας του Πάσχα όπου εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εκστράτευσαν εναντίον αλλήλων. Τους είδα (για λίγο) όταν πήγα για δουλειά μέχρι τη Θήβα. Στις 30 Απριλίου, την ημέρα της μεγάλης καταιγίδας. Τους είδα να σέρνονται, τρομοκρατημένοι από τη βροχή, με 80 χιλιόμετρα στην αριστερή λωρίδα και να μην το κουνάνε με τίποτα. Τους είδα να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο επειδή φρενάρισαν απότομα στο βρεγμένο. Είδα τα «ζωντανά» ρεπορτάζ στην τηλεόραση και άκουσα τις κραυγές των «ειδικών».
Παράξενες κυρίες να επαναλαμβάνουν τα τετριμμένα, ανεκδιήγητοι «αρμόδιοι» (φαντάσματα κι αυτά της νιότης μου) να λένε τις γνωστές ανοησίες. Και κανείς να μη λέει την ΑΛΗΘΕΙΑ (επειδή ως στραβάδι δεν τη βλέπει και ως συνυπεύθυνος δε θέλει να την παραδεχθεί). Που είναι, για τους μεν οδηγούς η απίστευτη ανικανότητα και ηλιθιότητα, και για τους δε «αρμοδίους» η εγκληματική άγνοια, η αδιαφορία για τις ανάγκες των πολιτών, και η συναλλαγή στην κατασκευή των αποκαλούμενων δρόμων και εθνικών οδών.
Θυμάστε την ταινία Killing Fields;. Δε γυρίστηκε στο Βιετνάμ, στο Λάος και στην Καμπότζη, αλλά στα ελληνικά δρομοσφαγεία. Σ’ αυτούς τους γεμάτους λάκκους και τρύπες κωλόδρομους που είμαστε υποχρεωμένοι να κυκλοφορούμε και να καταστρέφουμε τις περιουσίες μας. Δυο καινούρια λάστιχα καταστράφηκαν όταν το δικό μας αυτοκίνητο έπεσε σε έναν τέτοιο λάκκο στο δρόμο Βάρης-Κορωπίου. Βέβαια, δεν έφταιγε μόνο ο λάκκος, αλλά και ο άνθρωπος που το οδηγούσε, που ως γνήσιος Έλληνας δε σκέφθηκε ότι κάτω από τη λίμνη μπορεί να υπάρχει όχι απλώς λακκούβα, αλλά το ρήγμα του Αγίου Ανδρέα του Σαν Φραντζίσκο.
Πιασ’ τ’ αυγό και κούρευτο, όμως, γιατί, αν εμείς καταστρέψαμε δύο λάστιχα, άλλοι έχασαν τη ζωή τους από την άσφαλτο με το μηδενικό συντελεστή τριβής με την οποία είναι στρωμένοι οι περισσότεροι δρόμοι στην Ελλάδα (εξαιτίας της «οικονομίας» και του αλισβερισιού).
Όπως συμβαίνει πριν και έπειτα από κάθε «εορταστική» έξοδο, καλοί και αγαπητοί συνάδελφοι ζήτησαν να «τους πω τη γνώμη μου για τα τροχαία». Αρνήθηκα ευγενικά εξηγώντας ότι επί περισσότερα από 35 χρόνια λέω τα ίδια και τα ίδια, και πως καμία αξία δεν έχει η γνώμη των όποιων ειδικών. Τα συντεχνιακά συμφέροντα είναι τόσο μεγάλα, και το χρήμα που διακινείται τόσο πολύ, ώστε κανείς δε θ’ ακούσει «τη γνώμη μου».
Να όμως που στην εκπομπή του Πέτρου Ευθυμίου «Τελική Ευθεία» στην ET1 (5.5.97) ο υφυπουργός Μεταφορών Γ. Λουκάκος εμφανίστηκε μ’ ένα φάκελο που είχε όλα τα άρθρα μου από τους «4Τ» και το «ΒΗΜΑ» για την οδική ασφάλεια, και αυτό μου έδωσε μια ελπίδα. Κι όχι μόνο αυτό αλλά ανακοίνωσε ότι σύντομα θα ιδρυθεί το Συμβούλιο Οδικής Ασφάλειας (αν θυμάμαι καλά την ονομασία του φορέα), οι αποφάσεις του οποίου θα είναι υποχρεωτικές για τα υπουργεία και τις κρατικές υπηρεσίες. Αν δηλαδή το Συμβούλιο πει ότι σ’ εκείνο το συγκεκριμένο σημείο πρέπει να γίνει η συγκεκριμένη παρέμβαση οι υπηρεσίες θα είναι υποχρεωμένες να υπακούσουν.
Μέχρι όμως να γίνουν αυτά και έτσι που πάει το πράγμα, όχι 40 ή 50 θα είναι οι νεκροί, αλλά 100 σε κάθε έξοδο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να πεθαίνουν 3.000 και να τραυματίζονται 100.000 έλληνες ξερόλες, ξύπνιοι και μάγκες έλληνες «οδηγοί». Καθώς φαίνεται, ύστερα από 500 χρόνια κάτω από το πασουμάκι του τούρκου δυνάστη, η φυλή οδεύει προς ένα νέο, ιδιότυπο αφανισμό, αυτή τη φορά από τροχαία δυστυχήματα!_Κ.Κ.
Για το 1ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καθαρών Αυτοκινήτων
T ο ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η τύχη της εξαρτάται από τις πράξεις ή τις αβλεψίες πολλές φορές καλοκάγαθων βλακών, είναι γεγονός. Το ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η τύχη της εξαρτάται από τις πράξεις ή τις αβλεψίες τετραπέρατων απατεώνων, είναι επίσης γεγονός. Το ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο συνδυασμός των δύο μπορεί να την οδηγήσει σε νέα εθνική καταστροφή, είναι επίσης γεγονός ―όπως γεγονός είναι και η ιστορία που θα διαβάσετε αμέσως και που αφορά την οργάνωση του 1ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για τα Καθαρά Αυτοκίνητα και του 1ου «αγώνα» που η ΕΛΠΑ πρότεινε να γίνει στην Πάρνηθα προκειμένου να προσμετρήσει στη βαθμολογία για το νέο Παγκόσμιο Κύπελλο Καθαρών Αυτοκινήτων που έχει προκηρύξει η FIA, η Διεθνής Ομοσπονδία Αυτοκινήτου.
Για την αρχική ιδέα σάς έχω μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν απ’ αυτές εδώ τις σελίδες. Όπως και άλλες παλαιότερες (θα αναφέρω μερικά παραδείγματα: η καταγραφή της μουσικής των ελληνόφωνων χωριών της νότιας Ιταλίας με έξοδα του περιοδικού «ΗΧΟΣ & Ηi-Fi», η συμμετοχή του οποίου ΠΟΤΕ δεν αναφέρθηκε από τους εργαζομένους τότε στο περιοδικό «δράστες» του εγχειρήματος, η συγκέντρωση κάπου 10 εκατομμυρίων δραχμών προκειμένου να δοθούν σαν υποτροφίες σε άπορους, αριστούχους σπουδαστές του ΕΜΠ, οι προτάσεις μου προς το Δήμο Αθηναίων για την παροχή κινήτρων και την κατασκευή ειδικών θέσεων στάθμευσης στο «κέντρο» της Αθήνας για τους κατόχους καθαρών αυτοκινήτων, η δημιουργία ενός χώρου στην 1η Διεθνή Έκθεση Αυτοκίνητου στο Φάληρο, όπου οι ευρωπαίοι και όχι μόνο κατασκευαστές θα παρουσίαζαν τις δημιουργίες τους στο χώρο των ηλεκτρικών/υβριδικών αυτοκινήτων) έτσι και αυτή του 1ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Καθαρών Αυτοκινήτων από το ΕΜΠ ήταν ιδέα που ήλθε από εσάς τους αναγνώστες που μας ζητάτε να μη μένουμε μόνο στα λόγια, αλλά να κάνουμε και έργα.
E, λοιπόν, θέλετε να σας πω κάτι; Το τελευταίο «έργο» που βλέπετε, τουλάχιστον από την πλευρά του υπογράφοντος, είναι αυτό που προσπαθήσαμε με το ΕΜΠ.
Το τι τραβήξαμε όλοι μας, με πρώτο τον πρύτανη Νίκο Μαρκάτο, τον καθηγητή Σίμο Σιμόπουλο, τους υπεύθυνους της Γραμματείας του ΕΜΠ και του Συνεδρίου, κα Βίκυ Πανταζή και κ. Χινή, δεν περιγράφεται. Όπως όλοι γνωρίζετε, ένα διεθνές επιστημονικό Συνέδριο σαν το 1-ECCC χρειάζεται χρήματα για να οργανωθεί. Κάποια 15-20 εκατομμύρια για να μπορέσει το Ίδρυμα να καλέσει και να φιλοξενήσει τους ξένους καθηγητές και εκθέτες, να διακοσμήσει τις αίθουσες της έκθεσης των καθαρών αυτοκινήτων, να φτιάξει τις τσάντες, τους φακέλους, τα πρακτικά, να πληρώσει τους ανθρώπους που εργάστηκαν πέρα και πάνω από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις για να γίνει, σε τελική ανάλυση, η Αθήνα το κέντρο των αντιρρυπαντικών τεχνολογιών.
Ξέρετε τι έγινε; Ύστερα από 3.500 τηλέφωνα, 200 επιστολές, 30 προσωπικές παραστάσεις, και ουκ ολίγους εξευτελισμούς, το ΕΜΠ κατάφερε να εξασφαλίσει 10 εκατομμύρια από το ΥΠΕΧΩΔΕ τα οποία και βέβαια δεν έφθασαν για να καλύψουν τα έξοδα, με αποτέλεσμα πολλοί (μεταξύ των οποίων και η «Τεχνικές Εκδόσεις Α.Ε.») να πληρώσουν προκειμένου να γίνουν, για παράδειγμα, τα προσπέκτους στα αγγλικά με την πρώτη ανακοίνωση. Αλλά αυτά που επακολούθησαν ήταν ακόμα χειρότερα.
Πέρα από την άρνηση διάφορων «φορέων» που έγκαιρα (πριν από ένα χρόνο) αποταθήκαμε, πέσαμε και πάνω στο Δασάρχη Πάρνηθας, ο οποίος με έγγραφο-μνημείο ενημέρωσε την ΕΛΠΑ (που, ως έχουσα σχέσεις με την FIA, είχε αναλάβει να οργανώσει την ανάβαση-επίδειξη των καθαρών αυτοκινήτων προκειμένου ο «αγώνας» να προσμετρήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο) ότι η ανάβαση των οχημάτων μηδενικών ρύπων και μηδενικού θορύβου δεν μπορεί να γίνει στον «εθνικό δρυμό» της Πάρνηθας, διότι απαγορεύεται από κάποια συνθήκη. Όταν, σωστά, του υπενθυμίσαμε πως καθημερινά στο βουνό ανεβαίνουν δεκάδες πετρελαιοκίνητα φορτηγά και λεωφορεία, ο δασάρχης έβγαλε άλλον άσο από το μανίκι και απαγόρευσε ξανά την «ανάβαση» των 5 καθαρών οχημάτων με τη δικαιολογία ότι «θα πάει κόσμος και θα διαταράξει την οικολογική ισορροπία!».
Τελικά η λύση δόθηκε από τον κ. Τζουμάκα που, ευτυχώς, κατάλαβε τη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Όλους αυτούς τους μήνες λοιπόν που πασχίζουμε να κάνουμε ένα ακόμα όνειρο πραγματικότητα, διάφοροι τύποι με κοιτάνε περίεργα ελπίζοντας ότι κάτι θα πάει στραβά, προφανώς για να πουν μετά ότι οι 4TPOXOI και ο «Καββαθάς» απέτυχαν.
Εδώ λοιπόν αξίζει να χρησιμοποιήσω το στιλ που ανέφερα στην αρχή του Αντίλογου και να πω σ’ αυτά τα σκουπίδια ότι τουλάχιστον στο βαθμό που με αφορά μπορούν να πάνε να κουρεύονται. Για ό,τι μεγάλο και καλό δε γίνεται, δεν ευθύνεται ο υπογράφων ή το περιοδικό, αλλά οι σκουπιδιάρηδες, που με τη στάση και τη συμπεριφορά τους φροντίζουν να τσαλακώνουν κάθε προσπάθεια ακόμα και την οργάνωση ενός τόσο σημαντικού για την Ελλάδα γεγονότος. Πολλοί από τους «επικριτές» μας προέρχονται από το χώρο του αυτοκίνητου, οι οποίοι, αν και ενημερώθηκαν από το ΕΜΠ πριν από ενάμιση ολόκληρο χρόνο, αδιαφόρησαν (εκτός από λίγες λαμπρές εξαιρέσεις), προφανώς επειδή ένα επιστημονικό Συνέδριο δε φέρνει τόσα λεφτά όσα οι πωλήσεις των τζι ελ εξ με μηδέν προκαταβολή και τόκο 1,5%.
Μετά την τελευταία εμπειρία και το άγριο «γράψιμο» φορέων που ξοδεύουν δισεκατομμύρια για πεζόδρομους, τρίγωνα και οκτάγωνα, αλλά και άλλων έργων βιτρίνας, μην περιμένετε να ακούσετε ή να διαβάσετε για άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες του υπογράφοντος. Όπως καταλαβαίνετε, οι γραμμές αυτές γράφονται πολύ πριν γίνει το Συνέδριο και ο «αγώνας» της 17ης Μαΐου, που από τα βάθη της κουρασμένης μου καρδιάς ελπίζω να έχουν επιτυχία, και το Συνέδριο του 1998 να είναι το μεγαλύτερο και αρτιότερο στην Ευρώπη._Κ.Κ.