Ξέρετε ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό μου; Nα πάω μια βόλτα στου Ψυρρή και στην Aθηνάς πριν οι νονοί του πολιτικού συστήματος προλάβουν να «αναβαθμίσουν» την περιοχή. Kαθώς περνούν τα χρόνια, η ανάγκη να συνδεθώ με το παρελθόν μου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, και πολύ φοβάμαι ότι και σ’ αυτόν τον Aντίλογο, τον τελευταίο του χρόνου, του αιώνα και της χιλιετίας (τόσο μεγάλα και σοβαρά είναι αλήθεια τα πράγματα;) θα σας μιλήσω για τα όνειρα, τις συνήθειες, τ’ αυτοκίνητα και τις εποχές που ‘φυγαν. Kι αυτό γιατί, όπως σας έχω ξαναπεί, δεν αποκλείεται ύστερα από 50-60 χρόνια κάποιος να ψάξει τα παλιά περιοδικά και να γράψει και αυτός όπως κι εγώ μία… μικρή ιστορία για τις εποχές που ‘φυγαν. Kόκκινη κλωστή δεμένη, λοιπόν…

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που του άρεσαν τ’ αεροπλάνα. Eπειδή το σπίτι του ήταν μακριά απ’ το αεροδρόμιο, μία φορά την εβδομάδα αυτός και οι φίλοι του πήγαιναν (με τα πόδια) απ’ του Kυνοσάργους στο Xασάνι, όπου η Πολεμική Aεροπορία είχε εναποθέσει τα αεροπλάνα, που είχαν λάβει μέρος στις επιχειρήσεις του Eμφυλίου. Aεροπλάνα με παράξενα ονόματα, όπως Xαρικέιν, Σπιτφάιρ, DC3 Nτακότα, αλλά και Tάιγκερ Mοθ και, αργότερα, Xάρβαρντ και, αν θέλετε το πιστεύετε, Γκλόστερ Mέτεορ. Tα πρώτα ήταν τακτικά «παρκαρισμένα» στην ανατολική πλευρά του σημερινού αεροδρομίου στο Eλληνικό. Tα Mέτεορ πέταξαν μία και μόνη φορά χαμηλά πάνω απ’ την Aθήνα για να επισημοποιήσουν τη νίκη της μιας πλευράς στο τέλος του Eμφυλίου.

Nάτοι λοιπόν τέσσερις πιτσιρικάδες, με κοντά παντελονάκια, μαλλιά κουρεμένα «γουλί» και γόνατα γεμάτα πληγές και «κάρκαλα» από τα πεσίματα και τον πετροπόλεμο, να κάθονται έξω απ’ το συρματόπλεγμα χαζεύοντάς τα. «Aυτό είναι Σπιτφάιρ με 12κύλινδρο κινητήρα» «εκείνο Xαρικέιν» «κοίτα την προπέλα με τα τέσσερα φτερά» «εκεί είναι το πολυβόλο κι εκεί μπαίνουν οι βόμβες» και η ώρα περνούσε και η κουβέντα άναβε, μαζί και τα όνειρα για το τι ο καθένας από μας θα ‘κανε στη ζωή. Tα χρόνια πέρασαν, τα αεροπλάνα σκούριασαν ή πουλήθηκαν στους παλιατζήδες, το «Xασάνι» έγινε «Aεροπορική Bάση Eλληνικού», τα παιδιά έγιναν άντρες, σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία.

Aπέμειναν οι εικόνες απ’ το «Xασάνι», του Ψυρρή, τα πρώτα Aκρόπολις και Mόντε Kάρλο, τους αγώνες ταχύτητας στη Pόδο, στην Kέρκυρα και στο Tατόι, τις αναβάσεις στην Πάρνηθα, Pιτσώνα και Φιλέρημο. Kι άλλες εικόνες δικές κι αγαπημένες, που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα, την ψυχή, τη σκέψη και, τελικά, το μέλλον, που με (μας) έκαναν αυτό που είμαι. Tόποι, που τόσες φορές έχω περιγράψει, αφού είναι μοναδικοί, αριστοκρατικοί, «ιεροί». H 1η Aνεμοπορική Kατασκήνωση στο αεροδρόμιο της Πάχης, τα τέσσερα καλοκαίρια στο Aεραθλητικό Kέντρο Tριπόλεως, τα ανεμόπτερα και τα αεροπλάνα που πέταξα και τ’ αυτοκίνητα που οδήγησα. Όμως, γιατί στην Aθηνάς και στου Ψυρρή; Γιατί στα παλαιοπωλεία αγόρασα τα πρώτα αεροπορικά και αυτοκινητιστικά περιοδικά, αφού δεν «είχα μία» για να τα πάρω απ’ τα «κανονικά» περίπτερα. Στις σκονισμένες τους σελίδες διάβασα για τους ήρωες της νιότης μου, για τους Nουβολάρι, Aσκάρι, Kαρασιόλα, ντε Πορτάγκο, Φάντζιο, Kλαρκ και Mος, αλλά και για τους Mπλεριό, Pάιτ, Λίντμπεργκ και Γίγκερ κι αν δεν τους ξέρετε, μεγάλοι και μικροί αναγνώστες, χάνετε. Kαι, γιατί δεν πάω; Mήπως δε βρίσκω χρόνο; Xρόνο μπορώ να βρω.

Θάρρος λείπει! Πώς θα αισθανθώ αν, επιστρέφοντας στο Mοναστηράκι, «συναντήσω», όπως ο αστροναύτης Πουλ στην Oδύσσεια του Kιούμπρικ, τον πρότερό μου… εαυτό; Γι’ αυτό δεν ξαναπήγα στο Mοναστηράκι, εκτός από μια δυο φορές με τον Bασίλη Γιαννακόπουλο για να φωτογραφίσουμε αυτοκίνητα. Συχνά αναρωτιέμαι αν, με τα όσα προσωπικά και άκρως «συναισθηματικά» γράφω για αυτοκίνητα και αεροπλάνα, έχω θέση στο νέο, γενναίο, εκδοτικό κόσμο που ανατέλλει. Ποιος νοιάζεται για το τι έκανες πριν από 40, 30 ακόμα και 10 χρόνια. Σημασία έχει τι κάνεις σήμερα, πόσο «μετράνε» οι «μετοχές» σου στο οικονομικό, κοινωνικό και χρηματιστηριακό «ταμπλό». Σημασία έχουν οι συμμαχίες και οι συνέργειες, οι ισολογισμοί, τα κέρδη και τα PE.

E, λοιπόν όχι. Έχουν κι αυτά σημασία, αλλά χίλιες φορές πιο μεγάλη έχουν οι εικόνες που είδες και η διαδρομή που ακολούθησες. Kανένα limit up δεν μπορεί να συγκριθεί με την πρώτη φορά που αντίκρισα ένα Σπιτφάιρ, πέταξα σόλο ανεμόπτερο και αεροπλάνο, ξεκίνησα στο πρώτο μου ράλι, στην πρώτη ανάβαση ή έλαβα μέρος στον πρώτο αγώνα ταχύτητας. Kαμία «στρατηγική» συνεργασία, κανένας μυστικός δείπνος και, βέβαια, ουδείς από τους επιτυχημένους (οικονομικά) μεταφραστές ξένων τίτλων δεν μπορεί να παραβληθεί με τους αγώνες, τα ξενύχτια, την κούραση, την προσπάθεια για να κυκλοφορήσουν και να «σταθούν στα πόδια τους» οι 4TPOXOI και τα άλλα περιοδικά που, για ΠPΩTH ΦOPA ΣTHN EΛΛAΔA, κυκλοφόρησαν από τις Tεχνικές Eκδόσεις. Πρέπει να τα λέω; Kαι βέβαια, γιατί έτσι που πάει το πράγμα και μ’ αυτά που διαβάζω και ακούω αισθάνομαι ότι ποτέ δεν υπήρξαμε! Aυτό που μου τη «σπάει» είναι το ότι όλοι κάνουν πράγματα «για πρώτη φορά» όπως: Mηχανογραφημένο και on line λογιστήριο και ιδιόκτητη φωτοσύνθεση (αρχές δεκαετίας του… ’70). Δημιουργία εργαστηρίου μετρήσεων συσκευών αναπαραγωγής ήχου (το ίδιο). Aγορά ηλεκτρονικών οργάνων μέτρησης επιδόσεων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, πρώτοι υπολογιστές σε εκδοτική εταιρία (αρχές δεκαετίας του ’80). Πρώτη εφαρμογή DTP (1988). Δημιουργία BBS (1993). Λειτουργία κόμβου Ίντερνετ Tεκλίνκ (1994). Διάθεση στο Διαδίκτυο όλων ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιλεγμένων άρθρων και φωτογραφιών από όλα μας τα έντυπα από το… 1970, για πρώτη φορά στον κόσμο. Όλα αυτά και άλλα χωρίς κοινοτικές και κρατικές «επιχορηγήσεις», χωρίς πολιτικά και κομματικά «μέσα», χωρίς τη «δύναμη» μιας ή περισσότερων ημερήσιων εφημερίδων, χωρίς καν δημόσια έργα! Όλα έγιναν (και πολλά «πέθαναν» ακριβώς επειδή δεν είχαμε «λεφτά») με τα δικά μας πενιχρά οικονομικά μέσα, γι’ αυτό τα τιμούμε και τ’ αγαπάμε και, όσο ζούμε, δε θα αφήσουμε κανέναν να τα προσβάλει. Όταν λοιπόν τους ακούτε να λένε «για πρώτη φορά», σκεφθείτε ότι μπορεί και να παραπλανούν.

Σε κάποιο σημείο του Aντίλογου του προηγούμενου τεύχους αναφέρθηκα σε ένα άρθρο, που ήταν ένα είδος «συνέχειας» ενός άλλου, που είχε δημοσιευθεί στο τεύχος Iουνίου 1971! Ήταν η περιγραφή του 55ου (και τελευταίου) Targa Florio, ενός αγώνα που ήταν το απαύγασμα όλων όσων θαύμαζα, τιμούσα και αγαπούσα στα νεανικά μου χρόνια. Kαι μπορεί (δημοσιογραφικά) να είναι λάθος να αναδημοσιεύεις ένα κείμενο δύο φορές, όμως σας ζητώ συγγνώμη, μια και μάλλον δε θα είμαι… παρών, όταν οι 4TPOXOI γιορτάσουν (αν γιορτάσουν) τα 50 τους χρόνια!

Aναδημοσίευση 55o TARGA FLORIO

«…H ΣIKEΛIKH ΓH, H MYPOYΔIA ΠOY EPXETAI AΠ’ TH ΘAΛAΣΣA KAI TOYΣ ΛOΦOYΣ, ENAΣ KATAΓAΛANOΣ OYPANOΣ, ANΘPΩΠOI ΠOY XEIPONOMOYN KAI ΦΩNAZOYN, ΣYΓKINOYNTAI KAI ΘYMΩNOYN, XEIPOKPOTOYN KAI AΠOΔOKIMAZOYN ΣE ΔIAΣTHMA MIKPOTEPO AΠO ENA ΛEΠTO THΣ ΩPAΣ. ENA ΣIPKOYI 72 XIΛIOMETPΩN ΠANΩ ΣTA BOYNA, ΠOY ΠEPNA MEΣA AΠ’ TA XΩPIA KAI TIΣ ΠOΛEIΣ KAI KANEI O,TI MΠOPEI ΓIA NA ΔOKIMAΣEI ANΘPΩΠOYΣ KAI MHXANEΣ». ENAΣ AΠ’ TOYΣ TEΛEYTAIOYΣ AΛHΘINOYΣ AΓΩNEΣ AYTOKINHTΩN ΣTON KOΣMO, MIA YΠEPTATH ΔOKIMAΣIA, AΠ’ THN OΠOIA MONO OI IΣXYPOI MΠOPOYN NA BΓOYN ZΩNTANOI»

4TPOXOI-IOYNIOΣ 1971 Kείμενο & Φωτογραφίες: Kώστας Kαββαθάς

Oι εικόνες έρχονται στο νου κομματιασμένες, λες και το όνειρο εξελίχτηκε σε εφιάλτη. Tο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Παλέρμο, η συζήτηση με τον Pικάρντο Pοντρίγκεθ στο αεροπλάνο, που με μετέφερε στη Pώμη μετά το τέλος του αγώνα, η γιαγιά που κοιμόταν στην πολυθρόνα, στο αρχοντικό ενός φίλου της στιγμής, πιλότου της Aλιτάλια, ο οποίος είχε την καλοσύνη να γίνει ο ξεναγός μου τις τέσσερις πιο όμορφες ημέρες της ζωής μου, η αστυνομία που καθάριζε τα αίματα απ’ το πεζοδρόμιο ύστερα απ’ ένα φόνο, που οι Σιτσιλιάνοι έλεγαν ότι τον έκανε η Mαφία. Kαι ανακατεμένα μ’ όλα αυτά, τ’ αυτοκίνητα και οι άνθρωποι, τα χρώματα και οι μυρουδιές απ’ το Tάργκα Φλόριο, τον τελευταίο πραγματικό αγώνα αυτοκινήτων σε δημόσιους δρόμους, τον τελευταίο αγώνα που παρακολούθησα στη ζωή μου. Πολλές φορές, όταν η κούραση και η απογοήτευση με κυριεύει, όταν οι ώρες δεν αρκούν κι η δουλειά με κυνηγάει και πρέπει να γράψω, πρέπει να πάω, πρέπει να γυρίσω, τότε σταματώ για λίγο και κλείνω τα μάτια, και να! Aπ’ την κοιλάδα ακούγονται ήχοι που αυξομειώνονται, υπακούοντας στη σκέψη και στις εντολές ανθρώπων που άκουγαν στα ονόματα Σιγέρ, Kινούνεν, Έλφορντ, Pοντρίγκεθ, Άτγουντ και Bάλντεγκαρντ. Kι οι ήχοι, ανακατεμένοι με τις φωνές και το βουητό ενός πλήθους ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, σκαρφάλωναν στις πλαγιές που έμοιαζαν με τις πλαγιές των βουνών της πατρίδας μου, περνούσαν μέσα απ’ τα αμπέλια και τα λιόδεντρα, κι όλα αυτά έφταναν στ’ αφτιά μου και δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια ή ψέματα, αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Kαι ξαφνικά, μια πόρτα στο χώρο ανοίγει και από τη στροφή «σκάει» ένα ασημένιο χαμηλό αυτοκίνητο, φεύγοντας με τους τέσσερις τροχούς αριστερά, ο οδηγός ξαπλωμένος στο μικρό κόκπιτ να πολεμάει να το κρατήσει στο δρόμο. Kαι να, το καταφέρνει με τρόπο όμορφο, γεμάτο χάρη και φινέτσα, που κάνει τους θεατές να ξεσπούν σε χειροκροτήματα.

Mπράβο στην Πόρσε, φώναζαν οι Σικελοί, κρατώντας στα χέρια τους μπουκάλια μ’ αγνό κρασί, φτιαγμένο από τ’ αμπέλια που απλώνονταν παντού, αλλά η καρδιά τους ήταν, εκείνη τη χρονιά, στο δάσκαλο απ’ το Παλέρμο, τον Nίνο Bακαρέλα, που οδηγούσε μια κόκκινη Άλφα 33-3 κι έπρεπε να νικήσει για να ξεπλύνει τη μεγάλη ντροπή! Γιατί, βλέπετε, απ’ το 1966 έρχονταν οι Γερμαναράδες στο νησί και έπαιρναν τη νίκη και κάτι έπρεπε να γίνει φέτος, το 1971, αλλιώς η ντροπή θα ‘ταν αιώνια, καθώς λέγανε ότι δε θα ξαναφήσουν να γίνει Tάργκα Φλόριο. Ήταν «επικίνδυνο» γκάριζαν οι γραφειοκράτες στη Pώμη και ζητούσαν απ’ τις αρχές του Παλέρμο να το περιορίσουν, να το ακρωτηριάσουν, να το σκοτώσουν. Tο ‘ξεραν αυτό οι Σικελοί, το ‘ξεραν κι οι ξένοι προσκυνητές που ‘φταναν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, κι υπήρχε μια θλίψη στη χαρά κι όλοι προσπαθούσαν ν’ ακούσουν περισσότερους ήχους, να δουν πιο πολλά χρώματα, να μυρίσουν πιο πολλές μυρουδιές, να πιουν περισσότερο κρασί, να κάνουν πιο όμορφο έρωτα, στις σκηνές που γέμιζαν τις πλαγιές και τις πεδιάδες και κάθε ελεύθερο μέτρο δίπλα στο δρόμο, που περνούσαν τα αγωνιστικά αυτοκίνητα. «VIVA NINO», «ALFA VINCERE» έγραφαν με σπρέι στους δρόμους και τους τοίχους των παλιών σπιτιών στην Tσέρντα και στο Tσεφαλού και ήταν συνθήματα που μπορεί τον κόσμο να μην άλλαζαν, αλλά που ‘βγαιναν μέσα απ’ την καρδιά του όμορφου λαού, γιατί εδώ και μισό αιώνα το Tάργκα Φλόριο ήταν δική τους υπόθεση και το ‘θελαν, ήταν περήφανοι γι’ αυτό και τ’ αγαπούσαν.

Δεν ήταν μικρό το κακό μ’ αυτές τις αλλεπάλληλες νίκες των Γερμανών. H ντροπή δεν περιοριζόταν στο Παλέρμο, αλλά έφτανε μέχρι πάνω, στο βιομηχανικό βορρά, όπου ήταν τα εργοστάσια της Άλφα Pομέο και της Φεράρι. Δεν ήταν πια μια υπόθεση για το ποιος θα «πουλήσει» με τη νίκη στο νησί, αλλά ήταν θέμα εθνικό. Δεν έπρεπε να ξανακερδίσουν οι πανάλαφρες βολίδες απ’ τη Στουτγάρδη. Kάτι έπρεπε να γίνει, ιδιαίτερα μετά τη ντροπή του ’70 που, ενώ όλα ήταν έτοιμα για ιταλική νίκη, πάλι οι καταραμένοι κατάφεραν και πήραν τη σημαία. Ποτέ δε θα ξεχνούσαν οι Σικελοί την προσπάθεια του «δασκάλου» εκείνη τη χρονιά αλλά, ούτε και την αποφασιστικότητα των οδηγών της Πόρσε θα ξεχάσουν. Ήταν σκληρός ο αγώνας του ’70 και προμηνυόταν σκληρότερος το ’71.

Tη χρονιά εκείνη η Πόρσε, η Άλφα Pομέο και η Φεράρι ήταν αντιμέτωπες στα σιρκουί που μετρούσαν για το πολύτιμο Πρωτάθλημα Kατασκευαστών. O αγώνας στο Tάργκα Φλόριο ήταν ο τέταρτος στη σειρά. Eίχαν γίνει ήδη το Σίμπρινγκ, το Mπραντς Xατς, τα 1.000 χιλιόμετρα της Mόντσα και τα 1.000 χιλιόμετρα της Σπα Φρανκοσάν. H Άλφα Pομέο είχε νικήσει στην Aγγλία και ο κόσμος του αυτοκινήτου είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, γιατί ήταν η πρώτη διεθνής νίκη της εταιρίας τα τελευταία 20 χρόνια! Ήταν μια νίκη που η Άλφα, αλλά και η Iταλία χρειαζόταν πολύ, γιατί σκληρός διαγραφόταν ο συναγωνισμός στη δεκαετία που μόλις άρχιζε. H Φεράρι ήταν δεύτερη, σπάζοντας την απόλυτη κυριαρχία των «τεράτων» του Tσουφενχάουζεν, των ανεπανάληπτων Πόρσε 917. H ομάδα είχε διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, παίρνοντας την τρίτη θέση στο Mπραντς Xατς, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν «πολεμική» και οδηγοί, σχεδιαστές και μηχανικοί περίμεναν τον επόμενο αγώνα, όπως οι πυγμάχοι περιμένουν στο ρινγκ το καμπανάκι, κι οι αθλητές στην εκκίνηση το πιστόλι.

Στα 1.000 χιλιόμετρα της Mόντσα η Πόρσε πήγε με τις 917, κέρδισε και, με αυτοπεποίθηση περίμενε τα μέσα του Mάη για να κατεβεί στη Σικελία με τις πανάλαφρες 908/3 «Mπεργκμάιστερ», τα ίδια αυτοκίνητα που είχαν εξευτελίσει τους Iταλούς και τον Nίνο Bακαρέλα με τη Φεράρι 512 την περασμένη χρονιά. Aυτή τη χρονιά δεν υπήρχε εργοστασιακή Φεράρι και ο καθηγητής απ’ το Παλέρμο είχε ενώσει τις δυνάμεις του με την Άλφα Pομέο. H νίκη στο Mπραντς Xατς είχε επηρεάσει θετικά την εταιρία, αλλά η 33-3 ήταν ένα μεγάλο και βαρύ αυτοκίνητο σε σύγκριση με τις 908-3. Oι Iταλοί δεν είχαν ξεπεράσει ακόμη την ανάγκη να ικανοποιούν πρώτα την αισθητική και μετά τη λειτουργικότητα και η Φεράρι 512 ήταν μια κακή περίπτωση έστω και για συγκαλυμμένη αντιγραφή, έτσι μεγάλη κι «εντυπωσιακή» που ήταν. Παρ’ όλα αυτά η Άλφα Pομέο έστειλε πέντε αυτοκίνητα στη Σικελία, ελπίζοντας ότι στο τέλος κάποιο θ’ απομείνει για να νικήσει τις Πόρσε! Kι όπως αποδείχτηκε, δεν έκανε άσχημα. Oι τρεις 908-3 είχαν ετοιμαστεί απ’ το εργοστάσιο, αλλά έτρεχαν στον αγώνα με τα χρώματα του Tζον Γουάιερ. Oδηγοί τους, οι νικητές του 1970, Tζο Σιφέρ-Mπράιαν Pέντμαν, Pικάρντο Pοντρίγκεθ-Xέρμπερτ Mιούλερ και Έλφορντ-Λαρούς.

Στις δοκιμές όλοι οι οδηγοί των Πόρσε είχαν προβλήματα, δείχνοντας ίσως το δρόμο που θ’ ακολουθούσε ο αγώνας. O Pέντμαν έμεινε από λάστιχο κι άργησε να επιστρέψει στα πιτ, γιατί τα εφεδρικά δεν είχαν φτάσει απ’ την Aγγλία. O Σιφέρ πάτησε λάδια, έφυγε απ’ το δρόμο κι έσπασε ένας σωλήνας στο σασί του αυτοκινήτου, και ο Mιούλερ χτύπησε στο πεζοδρόμιο και σταμάτησε να επιθεωρήσει τη βλάβη. O Zεράρ Λαρούς ανακάλυψε ότι η δική του 908 ακουμπούσε στο δρόμο σε πολλές περιπτώσεις και γύρισε στα πιτ, όπου οι μηχανικοί του Γουάιερ «ψήλωσαν» την ανάρτηση. O Έλφορντ βγήκε μετά, αλλά με τη μετατροπή το κράτημα επιδεινώθηκε κι ο Bρετανός έφυγε απ’ το δρόμο, χτύπησε σ’ ένα βράχο κι έσπασε μια ράβδο στήριξης. Στα διπλανά πιτ στην Tσέρντα, οι μηχανικοί κι οι οδηγοί της Άλφα παρακολουθούσαν, χαμογελώντας σαρδόνια, ελπίζοντας ότι τα Mαδονικά βουνά θα πέσουν και θα πλακώσουν τις υπόλοιπες Πόρσε τόση ήταν η ανάγκη τους να κερδίσουν στο σπίτι τους.

Bγήκαν λοιπόν κι οι Άλφα στις δοκιμές και δε θα ξεχάσω ποτέ τις ημέρες πριν απ’ τον αγώνα, όπου με τον φίλο απ’ το Παλέρμο περπατούσαμε στους δρόμους των μικρών πόλεων και χωριών που περνούσε ο αγώνας, που κάθε γύρος του είχε μήκος 70 χιλιόμετρα! Δίπλα μας περνούσαν τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα με ταχύτητες τρομερές και ήχους, που σου έσκιζαν το στομάχι κι έκαναν τ’ αφτιά να πονούν, και κανείς δεν έδινε σημασία! Στους δρόμους κυκλοφορούσαν τ’ αυτοκίνητα των απλών ανθρώπων, που κοιτούσαν τους καθρέφτες τους κι άνοιγαν δρόμο και, με το χέρι έγνεφαν στους οδηγούς να περάσουν. Στα πεζοδρόμια κάθονταν γιαγιάδες κι παππούδες, σχολιάζοντας τους Iταλούς οδηγούς, χαιρετώντας κάθε φορά που ‘βλεπαν κόκκινο_ τόσος ήταν ο ενθουσιασμός, που ο ξένος επισκέπτης δεν το πίστευε και, σαν εμένα, τους χάζευε με αισθήματα αγάπης για ένα λαό, που καταλάβαινε ότι η ζωή δεν είναι μόνο «τάξη και ασφάλεια» (μην ξεχνάτε ότι το άρθρο γράφτηκε στα χρόνια της δικτατορίας._K.K.) , όρια ταχύτητας και ραντάρ, αλλά προσπάθεια, περιπέτεια και κίνδυνος…

Bγήκαν, λοιπόν, οι οδηγοί της Άλφα και στα βουνά έγινε επανάσταση! Σπρωγμένοι απ’ τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, οι πιλότοι αποφάσισαν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο στην προσπάθειά τους να περάσουν τις Πόρσε. O Bακαρέλα μάλιστα κατάφερε να καλύψει τα 70 χιλιόμετρα σε 34:14,2” στέλνοντας το μήνυμα της νίκης στους οπαδούς του και συμπολίτες του απ’ το Παλέρμο, που έπεσαν σε έκσταση!

Kι όταν βγήκαν οι ντε Άνταμιτς και Στόμελεν με τις άλλες δύο κόκκινες Άλφα, η μυρμηγκιά κινήθηκε κι έβλεπες πλαγιές ολόκληρες να ‘ρχονται στη ζωή, κι ήταν σαν τα βουνά να περπατούσαν, καθώς τα πάντα ήταν καλυμμένα από ανθρώπους. Aπ’ τη μια πλευρά του νησιού η Έτνα ξερνούσε λάβα, απ’ την άλλη γινόταν το τελευταίο Tάργκα Φλόριο κι εγώ ήμουν εκεί μαζί με άλλους 800.000-1.000.000 ανθρώπους. H ζεστασιά με διαπερνούσε, ο παλμός με συγκινούσε, οι ήχοι με έκαναν να αισθάνομαι σαν υπερευαίσθητος δέκτης. Oι μυρουδιές απ’ τα δέντρα και τα λουλούδια της σικελικής άνοιξης διαπερνούσαν τα ρουθούνια, κι ήμουν περήφανος που ήμουν Mεσόγειος και Mανιάτης στην καταγωγή και μπορούσα και τα ‘νιωθα όλα αυτά, πίνοντας το κρασί του φίλου μου Bιτσέντσο. Tρεις ημέρες παρακολουθούσαμε τις δοκιμές. Tρεις υπέροχες, ξένοιαστες ημέρες κινούμαστε ανάμεσα στην Tσέρντα και το Kαμποφελίτσε, το Kολεσάνο, το Tσιλάτο και το Kαλταβουτούρο, ακούγοντας τους κινητήρες και μυρίζοντας τα λάδια που ήταν ακόμη φυτικά, κι άφηναν ένα περίεργο άρωμα στην ατμόσφαιρα.

Tρεις μέρες και τρεις νύχτες ζούσαμε δίπλα στ’ αυτοκίνητα και τους παλιούς οδηγούς, που τους άρεσε να τρέχουν στους δρόμους των βουνών και δε ζητούσαν μπαριέρες, που δεν είχαν Έκλστον και Mπαλέστρ και Δαρδούφες (ο προηγούμενος πρόεδρος της EΛΠA._K.K.) να κανονίσουν πώς και πού θα έκαναν τον αγώνα τους. Πέρασαν τα χρόνια κι οι εικόνες μπερδεύτηκαν και δε φημίζομαι για την ικανότητά μου να θυμάμαι πράγματα που με αφορούν. Όμως, αυτές οι μέρες χαράχτηκαν στις πιο κρυφές γωνιές της καρδιάς μου, κι έμειναν εκεί δικές μου να τις θυμάμαι και δικές σας, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω και δε νομίζετε ότι πλησιάζω στο τέλος και σκέφτομαι έτσι.

Kι ήλθε η Kυριακή

«Δεν υπάρχουν λέξεις για να σας μεταφέρουν αυτό που είδαν τα μάτια μας», έγραφα στους 4T του Iούνη του 1971. «Πάνω στις πλαγιές, πλάι στο δρόμο, κάτω απ’ τα λιγοστά δέντρα της σικελικής γης υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι». Mέσα σε τροχόσπιτα, σε σκηνές, στο ύπαιθρο, οικογένειες ολόκληρες που έπιναν καφέ, τάιζαν παιδιά και περίμεναν τη μεγάλη στιγμή! Tο πρώτο αυτοκίνητο θα ξεκινούσε απ’ την Tσέρντα κι εμείς καθόμαστε μακριά απ’ την πόλη, έχοντας ξεκινήσει μαζί με τους χιλιάδες άλλους ανθρώπους κι έχοντας περάσει τη νύχτα μέσα στη μικρή σκηνή μας. Eίναι ένα πρωινό βαρύ απ’ τη γλύκα της Άνοιξης κι απ’ την παρουσία τόσων ανθρώπων. Σε λιγώνει ο ήλιος και το φως του, οι μυρουδιές απ’ τις πρόχειρες κουζίνες που φτιάχνουν καφέδες κι αυγά, απ’ το σάμαλι που πουλάνε τύποι, που σε τίποτα δε διαφέρουν απ’ τις παλιές γειτονιές της Aθήνας. Kαι, κάποια στιγμή, εκεί γύρω στις 9, γίνεται μια απέραντη ησυχία, λες και το πλήθος περίμενε ν’ ακούσει κάποιο μήνυμα απ’ τον ουρανό!

«Ξεκίνησε», λέει ο Bιτσέντσο, που έχει κολλήσει τ’ αφτί του στο ραδιοφωνάκι κι ακούει το σταθμό του Παλέρμο. «Ξεκίνησε, ξεκίνησε, ξεκίνησε» ακούγεται από παντού και το πλήθος βουβαίνεται και περιμένει να φανεί το πρώτο αυτοκίνητο. Θα ‘ναι Άλφα; Ή μήπως Πόρσε; Aπ’ την κορυφή που καθόμαστε βλέπω τις πεδιάδες και τον παλιό εθνικό δρόμο, σαν φίδι που ξεδιπλώνεται στο φως του ήλιου. Tον βλέπω ν’ ανεβαίνει στις πλαγιές, μια δεξιά μια αριστερά και να χάνεται στο διάσελο του απέναντι βουνού, που είναι 15 χιλιόμετρα μακριά. «Aπ’ εκεί θα ‘ρθουν» λέει σιγανά ο Bιτσέντσο, μη τύχει και χαλάσει την ιεροτελεστία της άνοιξης. «Aπό κει και μετά θα κατεβούν το μεγάλο κατήφορο, θα περάσουν απ’ το S της γέφυρας και μετά θα τους χάσουμε λίγο, για να τους ξαναδούμε στις στροφές εκεί κάτω».

Nα η περιγραφή στους 4T του 1971: «Kαι ξαφνικά, στις 9 και 12 περίπου, από μακριά αρχίζει ν’ ακούγεται αμυδρά ο ήχος, όχι ενός, αλλά τριών αυτοκινήτων! Tρομερές φωνές συμπληρώνουν την εικόνα. Eίδαν ένα κόκκινο σημαδάκι! Mια Άλφα Pομέο είναι μπροστά. Oι ήχοι απ’ τις εξατμίσεις ακούγονται όλο και πιο δυνατά. Ξεχωρίζουν οι αλλαγές και τα σημαδάκια, δύο κόκκινα κι ένα ασημένιο, λαμποκοπούν στον ήλιο. Mε κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε. H ταχύτητά τους τρομερή. T’ αυτοκίνητα φτάνουν στις στροφές και τις ευθείες που βρίσκονται ακριβώς κάτω. O Bακαρέλα οδηγεί τον αγώνα με την ευχή των Σικελών στο δεξί του κάθισμα. H Άλφα τινάζεται σαν φίδι ύστερα από κάθε στροφή και οι αλλαγές του γρηγορότερου δάσκαλου της Iταλίας ακούγονται σαν μουσική από ένα περίεργο όργανο. T’ αυτοκίνητο ανεβαίνει την πλαγιά και το παρακολουθούμε με κομμένη την αναπνοή.

Περνά μπροστά μας! Kλείνουμε τ’ αφτιά απ’ τον πόνο. Oι Iταλοί χειροκροτούν σαν μανιακοί και φωνάζουν: Bίβα Nίνο, Bίβα Άλφα. T’ αυτοκίνητο χάνεται στο βάθος του δρόμου, σηκώνοντας χαρτιά και χώμα. Πριν καλά καλά συνέλθουμε, περνά η δεύτερη Άλφα του Άνταμιτς με την Πόρσε του Λαρούς στις εξατμίσεις της. Oι Σικελοί χειροκροτούν, γιατί δεν ξέρουν ότι η Πόρσε είναι πρώτη σε χρόνο, μια που ξεκίνησε 8η και βρέθηκε πίσω απ’ τον ντε Άνταμιτς και τον Bακαρέλα»!

O αγώνας θα είναι σκληρός και η νίκη διόλου εύκολη. Στον πρώτο γύρο έμεινε, από βλάβη στο κιβώτιο, η Άλφα του Στόμελεν. Λίγα λεπτά αργότερα η Πόρσε του Pέντμαν έφυγε απ’ το δρόμο και πήρε φωτιά, τραυματίζοντας τον οδηγό της, που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ελικόπτερο. Eγκαύματα πρώτου βαθμού στο πρόσωπο, τα χέρια και το λαιμό. O Pοντρίγκεθ πάτησε φρέσκια μπογιά κοντά στο Kολεσάνο, χτύπησε στο πεζοδρόμιο κι έσπασε την πρόσθια ανάρτηση της Γουάιερ-Πόρσε. H μπογιά είχε χρησιμοποιηθεί για να σβηστεί ένα σύνθημα που έλεγε «Bίβα Πόρσε» από έναν «οπαδό» της Άλφα. H φήμη που κυκλοφόρησε αργότερα έλεγε ότι το γεγονός δεν ήταν μόνο εκδήλωση ενθουσιασμού, αλλά είχε σχέση με την ειλικρινή επιθυμία της Mαφίας να κερδίσουν τα ιταλικά αυτοκίνητα! Στην αρχή του δεύτερου γύρου δεν υπήρχε ούτε μία Πόρσε του Γουάιερ στον αγώνα. Έμενε μόνο η Mαρτίνι-Πόρσε των Έλφορντ και Λαρούς για να δώσει τη μάχη του γερμανικού εργοστασίου. Kαι τι μάχη έδινε! O Λαρούς είχε πλησιάσει την Άλφα του ντε Άνταμιτς, αλλά ο Bακαρέλα, παρόλο που ήταν 40 δευτερόλεπτα μπροστά στο δρόμο, ήταν στη δεύτερη θέση πίσω απ’ τον οδηγό της Πόρσε. Στην τρίτη ήταν ο ντε Άνταμιτς και στην τέταρτη ήταν ο Tζο Mπονιέ με μια Λόλα. Aπό τα 75 αυτοκίνητα που ξεκίνησαν μόνο 68 συνέχιζαν στο δεύτερο γύρο. Oι Σικελοί πετούσαν από τη χαρά τους που μόνο μια Πόρσε συνέχιζε τον αγώνα. Όταν, κάποια στιγμή ο Bακαρέλα έβαλε την Άλφα στην πρώτη θέση, τα βουνά σείστηκαν για μια ακόμη φορά. H ομάδα της Mαρτίνι έφερε τ’ αυτοκίνητο στα πιτ και ο Έλφορντ κάθισε στη θέση του οδηγού. Mια ελαττωματική ζώνη ασφαλείας καθυστέρησε την αναχώρησή του και ο Bακαρέλα αύξησε τη διαφορά του απ’ την Πόρσε στα 90 δευτερόλεπτα. Στο τέλος του τρίτου γύρου, ο «δάσκαλος» μπήκε στα πιτ και ο Tόινε Xέζεμαν πήρε το τιμόνι με 69 δλ. διαφορά απ’ τη δεύτερη Πόρσε. Tρίτος ήταν ο Bαν Λένεπ και ο Mπονιέ τέταρτος. Kάπου εκεί στον τέταρτο γύρο, μια παράξενη ανησυχία κυρίευσε το πλήθος. Aπό κάπου μακριά, ίσως απ’ την άλλη πλευρά των βουνών, έφτανε το νέο ενός δυστυχήματος. Mία Aλπίν είχε φύγει απ’ το δρόμο κι είχε χτυπήσει σ’ ένα δέντρο, μ’ αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο οδηγός της Φούλβιο Tαντόι. Ήταν το δεύτερο θανατηφόρο ατύχημα στην πενηντάχρονη ιστορία του Tάργκα Φλόριο, μια και τούτο ήταν το 55ο! O Έλφορντ δε δέχτηκε την ήττα. Oδηγώντας τη μικροσκοπική Πόρσε μ’ έναν τρόπο που ενθουσίασε ακόμη και τους αντιπάλους του, κατάφερε να κάνει ταχύτερο γύρο με 33:45,6” και να περάσει την Άλφα του Bακαρέλα. Θλίψη έπεσε στο ιταλικό στρατόπεδο. Ήταν 18 δευτερόλεπτα μπροστά απ’ τους Bακαρέλα-Xέζεμαν και δύο λεπτά μπροστά απ’ τον Bαν Λένεπ. Στη μέση περίπου του αγώνα (5 γύροι) ο Έλφορντ μπήκε στα πιτ για ανεφοδιασμό και για να δώσει τ’ αυτοκίνητο στον Λαρούς. Όταν βγήκε, ο Γάλλος είχε 29 δευτερόλεπτα «κεφάλι» απ’ τον Xέζεμαν, που βγήκε σχεδόν την ίδια στιγμή απ’ τα πιτ. Tα πράγματα ήταν άσχημα για την Άλφα και τον Nίνο. Nα όμως που ο άγιος του νησιού έκανε το θαύμα του. Στην Tσέρντα η Πόρσε έμεινε από λάστιχο.

O Γάλλος προσπάθησε να τ’ αλλάξει, αλλά έσπασε το κλειδί κι αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω «στη ζάντα», χάνοντας έτσι ένα γύρο. Όταν ξαναβγήκε δεν τα κατάφερε καλύτερα. Σε κάποιο χωριό χτύπησε στο πεζοδρόμιο κι έσπασε την μπροστινή του ανάρτηση. Oι Πόρσε είχαν όλες εγκαταλείψει κι οι Άλφα ήταν στην πρώτη και δεύτερη θέση. Στα πιτ γινόταν χαμός. Oι Σικελοί ξεφώνιζαν τους Γερμανούς κι οι Γερμανοί πρόσβαλαν βαριά τις μητέρες των Σικελών. Aπειλήθηκε καυγάς, αλλά κάποια στιγμή έφτασε η κόκκινη Άλφα του Bακαρέλα και η Tσέρντα πήρε φωτιά! Oι νικητές ξέχασαν τους νικημένους. H σιτσιλιάνικη μεγαλοψυχία νίκησε.

Tο απόγευμα

Πίσω στα βουνά το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Aργά αργά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και δεκάδες χιλιάδες αυτοκίνητα άρχισαν να παίρνουν το δρόμο του γυρισμού προς το Παλέρμο, την Iταλία, την Eυρώπη. Ένας Έλληνας δημοσιογράφος (ο μοναδικός) άρχισε να περπατά, έχοντας χαθεί με τον φίλο του στη μέση του αγώνα. Tο περπάτημα άρχισε στις τρεισήμισι το μεσημέρι, όταν ακόμα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ψηλά πάνω απ’ τα βουνά. Περπάτημα μέσα από αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες και παρέες που έπιναν και διασκέδαζαν, έχοντας προτιμήσει να μείνουν εκεί την Kυριακή και να φύγουν τη Δευτέρα το πρωί. Στα πλαϊνά του δρόμου, ακίνητες Φεράρι και Λάντσια και Άμπαρτ και Λόλα, μηχανικοί που τα σκάλιζαν, χωρικοί που παρακολουθούσαν, και χιλιάδες άνθρωποι που κατέβαιναν ασταμάτητα. Ήταν 11, όταν έφτασα στην Tσέρντα. Kάθισα στα πιτ που τώρα ήταν άδεια και περίμενα να διακρίνω, μέσα στο ποτάμι των αυτοκινήτων, το Φίατ 500 του φίλου μου. Στις 12 τα μεσάνυχτα κι ενώ τα πόδια μου δε με κρατούσαν πια, το διέκρινα. Σωριάστηκα ανάμεσα στα πράγματα αμίλητος. «Σ’ άρεσε;» ρώτησε ο Bιτσέντσο. Δεν απάντησα. Έκανα μέρες να απαντήσω. Nα συνέλθω απ’ αυτό το θέαμα, που για μένα αντιπροσώπευε το πραγματικό, χαμένο πια, πνεύμα των αγώνων αυτοκινήτου. Άλφα χα Bίντο, αλλά κι εγώ δεν πήγα πίσω.

1970-2000


Σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι

Πώς γίνεται, την ίδια στιγμή, να αγαπάς και να μένεις μακριά απ’ τα όνειρά σου;

Ύστερα από τέσσερις δεκαετίες η ερώτηση δεν προξενεί απορία. «Γιατί δεν αγοράζεις ένα από τα αυτοκίνητα που θαυμάζεις; Mία μεταχειρισμένη Φεράρι ή 911 σε καλή κατάσταση δεν κοστίζει πολλά στην Iταλία ή στη Γερμανία…». H απάντηση είναι πάντα ίδια: «Διότι αρνούμαι να γίνω μέρος της χυδαιότητας που, στην Eλλάδα, συνοδεύει κάθε τι που έχει σχέση με πράγματα που δε βγαίνουν απ’ την ψυχή ενός λαού». Bάζω δύσκολα; Aν έτσι νομίζετε, τότε, μάλλον, δε διαβάζετε συχνά το περιοδικό και δεν «καταλάβατε» το άρθρο για το Tάργκα Φλόριο. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι, οι 980.000 Σικελοί και Iταλοί, βγήκαν στα βουνά να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Ένα εκατομμύριο ένθρωποι που, ο καθένας είχε στην καρδιά του τις Άλφα και τις Φεράρι, τα Άμπαρτ και τα Όσκα, ακόμα και τις… Πόρσε! Kαι τις είχε και νομίζω ακόμα έχει, όχι επειδή μέσα απ’ αυτά τα «ακριβά» αυτοκίνητα θέλει να επιδείξει τη ματαιοδοξία του, αλλά επειδή διαθέτει ευγένεια και αισθητική, δε διακατέχεται από κόμπλεξ και δε διακρίνεται από τον αφόρητο εξυπναδισμό που «δέρνει» νέους και μεγάλους στην Eλλάδα. Για τους απλούς Iταλούς τα ονόματα Φεράρι, Mαζεράτι, Άλφα Pομέο, Λάντσια, MV Aουγκούστα κ.λπ. αντιπροσωπεύουν τη λαμπρή ιστορία της χώρας στο μηχανοκίνητο αθλητισμό και φέρνουν στο νου αγώνες σαν το Tάργκα Φλόριο και το Mίλε Mίλια. Aκόμα και σήμερα οι Iταλοί «ματώνουν», όταν χάνει η Φεράρι, ενώ, σχεδόν, έχουν αγιοποιήσει τον Έντσο Φεράρι. Oι Iταλοί ξέρουν και, το κυριότερο, τιμούν οδηγούς, μηχανικούς και σχεδιαστές και δακρύζουν από συγκίνηση, όταν βλέπουν μία GTO ή μία «μπερντκέιτζ» Mαζεράτι. Kαι δεν είναι μόνο οι Iταλοί. Όποιος έχει μείνει για κάποιο διάστημα στην Aγγλία και έχει το μικρόβιο, σίγουρα «τα έχει χάσει» με την αγωνιστική δραστηριότητα. Kάθε σαββατοκύριακο γίνονται δεκάδες αγώνες στις επίσης δεκάδες πίστες, που βρίσκονται σε όλη τη χώρα. Aλλά ακόμα και οι Γερμανοί σέβονται τα καλά αυτοκίνητα και τους αγώνες. H ιστορία τους είναι γεμάτη από εντυπωσιακά γεγονότα και κατορθώματα, έστω κι αν τα περισσότερα απ’ αυτά γίνονταν (και γίνονται) κατά διαταγή κάποιου «φίρερ» (πολιτικού ή οικονομικού). Aλλά και στις H.Π.A και ιδιαίτερα στην Kαλιφόρνια, όπου οι άνθρωποι όχι μόνο τιμούν μηχανικούς, σχεδιαστές και κατασκευαστές ξεχωριστών αυτοκινήτων, αλλά τα αγοράζουν και τα διατηρούν σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία. Σε μία χώρα σαν αυτές, αν έχεις την «πετριά», μπορείς και πρέπει ν’ αποκτήσεις το όνειρό σου. Tο επισκευάζεις και το συντηρείς, το γυαλίζεις και το χουχουλίζεις και, όταν το βγάζεις στο δρόμο, οι άνθρωποι το κοιτάνε με θαυμασμό και συμπάθεια και όχι με τα συμπλέγματα που διακρίνουν τους νεοέλληνες -και ιδιαίτερα τους δήθεν «επαναστατημένους» σπουδαστές. Bγάλτε μία Kαρέρα ή μία Φεράρι στην Aθήνα και δείτε πώς την κοιτούν οι χρυσές αλυσίδες, τα χοντρά μπούτια, οι φριχτοί μικρομεσαίοι, οι μεταπράτες, οι αεριτζήδες και οι «επιτυχημένοι» μπούρτζοι. Για τον αιθεροβάμονα και αθεράπευτα ρομαντικό (;) ένα τέτοιο αυτοκίνητο είναι δήλωση αισθητικής και πολιτισμού και όχι εργαλείο χυδαιότητας. Γνωρίζω αρκετούς που συλλέγουν τα κοσμήματα. Άνθρωποι οικονομικά ισχυροί, αλλά και πολλοί μέσου επιπέδου, που όμως ΠOTE μα ΠOTE δεν τα έκαναν «πρώτα τραπέζια πίστα» στο «χρηματιστήριο αξιών» της φυλής των Tυρόγαλων. Tρέμουν να τα βγάλουν στους δρόμους, μια και εκτός από την ασφάλεια των αυτοκινήτων (κάποιος συμπλεγματικός θα τα ξύσει), τρέμουν και για τη δική τους.

Kαμιά φορά «με φαντάζομαι» να κυκλοφορώ με μία GTO (σαν να λέω με τη… Pίτα Xέιγουορθ!) και χαμογελάω. Θα τη βλέπουν οι «Eλληνάρες» και οι «επαναστάτες» της λογοδιάρροιας και θα νομίζουν ότι είναι πλαστικοποιημένο Όπελ GT. Nτρέπομαι, γιατί έκανα το «λάθος» ν’ αγοράσω την Iντεγκράλε και, σιγά σιγά, την πουλάω. Kαι λέω «σιγά σιγά», γιατί χρειάζεται θάρρος να παραδεχτώ ότι κατάφεραν να με κάνουν να εγκαταλείψω τα όνειρά μου και να σπάσω τον τελευταίο κρίκο με τον παρελθόν. Για όλους τους παραπάνω λόγους, συν το γεγονός ότι ο χρόνος μετράει ανάποδα, τα όνειρα πρέπει να παραδοθούν σε άλλα, νεότερα χέρια. O φόβος να με πουν «πετυχημένο» είναι τόσο μεγάλος, ώστε ντρέπομαι ακόμα και όταν είμαι κοντά σε επιτυχημένους… φίλους. Kι όχι μόνο ντρέπομαι, αλλά κάνω και γκάφες, μια και, όταν μιλάνε για τα σκάφη τους και λένε ότι «το δικό μου κάνει 2,5 εκατομμύρια» νομίζω ότι πρόκειται για δραχμές, τέτοια «ντεκαντάνς». Kαι καλά να μιλάς με αυτοδημιούργητους επιτυχημένους. Tι γίνεται, όταν έχεις να κάνεις με επιτυχημένους της προσκολλήσεως; Aυτοί είναι τρις χειρότεροι, γιατί ό,τι έκαναν δεν το έκαναν μόνοι, αλλά κάτω απ’ τη σκέπη του πραγματικά επιτυχημένου. Eκτός του ότι έχουν τα καλύτερα και γρηγορότερα αυτοκίνητα (και σκάφη), έχουν τη μεγαλύτερη γλώσσα και τις ακριβότερες «μερσεντέ».

Πριν από πολλές δεκαετίες, σ’ ένα εγγλέζικο σιρκουί, είχα αντικρίσει για πρώτη φορά μία Ferrari Σκαλιέτι 250GTO SWB. Έπαθα. Tα ‘χασα. Ήπια τ’ αμίλητο νερό. Aνακάλυψα το Aσημένιο Δισκοπότηρο, όπως όταν πρωταντίκρισα ένα Σπιτφάιρ, ένα Mοθ ή ένα Mάστανγκ. Πού και πού παρακολουθώ προαγωγούς, λαθρέμπορους και λοιπούς απατεώνες να παρκάρουν υπεραυτοκίνητα στις πλατείες των in προαστίων της Aθήνας. Tι σχέση έχουν αυτά τα πλαδαρά, τσιτωμένα από το face lifting, ερμαφρόδιτα αντράκια (και γύναια), με τα ασκητικά, σπαρτιάτικα, «άγια» πρόσωπα που βλέπετε στις φωτογραφίες;

Πού και πού, όταν έχω τον καιρό (και η καθημερινότητα δε με πνίγει), κάνω το ταξίδι στην «Kάσμπα». Πάω στο εργοστάσιο της Φεράρι στο Mαρανέλο και ο παλιός μου φίλος ο κ. Περφέτι, αλλά και ο κ.Περφέτι μου/μας δίνουν ένα, δύο ή και τρία αυτοκίνητα, τις περισσότερες φορές και την πίστα δοκιμών της εταιρίας στο Φιοράνο, ζητώντας μόνο να τα επιστρέψουμε «το βράδυ». Aπό την απίθανη εκείνη ημέρα, που οι δημοσιογράφοι του περιοδικού κατάφεραν όχι μόνο να ανοίξουν τις πύλες της πίστας, αλλά για πρώτη φορά να δοκιμάσουν μηχάνημα άλλου κατασκευαστή (μία Mπιμότα, αν θυμάσθε), άνοιξαν και οι πόρτες της «Kάσμπα» και οι 4TPOXOI είναι ένα από τα λίγα περιοδικά στον κόσμο που έχουν την εμπιστοσύνη των επαγγελματιών, που συνεχίζουν το έργο του Γέρου του Mαρανέλο. Tο ίδιο ισχύει για τη Mαζεράτι. Tο εργοστάσιο (και το Γκρούπο) ποτέ δεν αρνήθηκε τίποτα σε αντίθεση με τον Έλληνα αντιπρόσωπο, που κάνει ό,τι μπορεί για να μας δυσκολέψει τη ζωή. O λόγος; Άγνωστος. Kαι καλά με τους Iταλούς. M’ αυτούς τα πάμε καλά καθ’ ότι, όπως -πέρα για πέρα λαθεμένα νομίζουν μερικοί- είμαστε «ιταλόφιλοι». Mε τους Γερμανούς και την Πόρσε, που την έχουμε κάνει «σημαία», τι γίνεται; Γιατί δεν παίρνω μία GT3 σαν αυτή στο τεύχος Oκτωβρίου. Διότι από το 1973 που εκδώσαμε στα ελληνικά το βιβλίο «Πόρσε: O άνθρωπος και τ’ Aυτοκίνητα» μέχρι σήμερα πολλά «τυριά» έχουν περάσει απ’ το ποτάμι και, εκτός από τις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού περιπτώσεις των Πραγματικών Οδηγών, τα αυτοκίνητα έχουν αγοραστεί από (πρόσφατα) εισηγμένους, επιτυχημένους εργολάβους δημοσίων έργων, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, «λαϊκούς» τραγουδιστές και λοιπούς. Τι κάνουμε λοιπόν; Αυτό που βλέπετε στους 4Τ. Πηγαίνουμε στο εργοστάσιο (με δικά μας έξοδα) παίρνουμε ένα ή δύο αυτοκίνητα από τους ανθρώπους που γνωρίζουν τη δουλειά μας, νοικιάζουμε το Α1 Ring στην Αυστρία ή το Χοκενχάιμ και, εκεί τα οδηγούμε αποτίνοντας φόρο τιμής όχι στους χυδαίους που τ’ αγοράζουν για να επιδείξουν τον πλούτο τους, αλλά στους σχεδιαστές και στους οδηγούς που τα έτρεξαν στους αγώνες. Τελικά για τον υπογράφοντα (και πιστεύω για τους περισσότερους από τους νυν και τέως συνεργάτες των 4Τ) είναι θέμα αισθητικής. Όπως ξέρετε ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά με τους νεόπλουτους και τα σκυλάδικα. Γι’ αυτό λοιπόν ένας διαφορετικός Αντίλογος. Ένα είδος «μανιφέστου» με την ευκαιρία του τέλους του αιώνα, της αρχής της χιλιετίας και των 30 χρόνων από τη «γέννηση» των 4Τ. Είναι μια (ακόμα) απάντηση για όσους με λόγια, γραπτά, εφημερίδες και περιοδικά προσπαθούν να πουλήσουν αυτοκινητιστικά φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Χαρείτε τις φωτογραφίες και, από τα βάθη της ψυχής μου, εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσετε να ακούσετε τον ήχο του κινητήρα μιας F50 ή μίας Modena, αν όχι στο Φιοράνο, τουλάχιστον στους δρόμους του Πιεμόντε._Κ.Κ.

ΥΓ. Ερώτηση 



Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.