ΣΤΕΚΟΤΑΝ δίπλα μου, πλήρης ημερών, εύθραυστος, στα πρόθυρα της εξαΰλωσης. Τον θυμόμουν στο τιμόνι της Maserati 250F, με το «μισό» δερμάτινο κράνος του και το κοντομάνικο μακό να περνά μπροστά από το φακό της φωτογραφικής μου μηχανής στο αγγλικό Γκραν Πρι στο Silverstone.
«Είμαι δημοσιογράφος από την Ελλάδα και σας οφείλω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”.
Παρακολουθούσα όλους τους αγώνες σας. Ξέρω τα πάντα για σας. Μελετούσα τις
φωτογραφίες σας στα περιοδικά και στις εφημερίδες. Θαύμαζα τ’ αυτοκίνητα που
οδηγούσατε. Τις νίκες και τις ατυχίες. Το παράδειγμά σας με βοήθησε να γίνω
αυτό που είμαι…» Τα μάτια του έλαμψαν, όταν άκουσε ότι είμαι Έλληνας. «Η
Ελλάδα είναι σαν την Αργεντινή, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να την επισκεφτώ. Όπως
βλέπετε, δεν προλαβαίνω πια».
Ο Xουάν
Mανουέλ Φάντζιο, ένας από τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- οδηγούς
αγώνων στην Iστορία, θρύλος της Formula 1, ήρωας των νεανικών μου -και όχι
τόσο- χρόνων. «Πώς αισθάνεστε που δεν οδηγείτε πια;», ρώτησα. «Οδηγώ… στον
κήπο του σπιτιού μου» είπε. «Σας εύχομαι να οδηγείτε χίλια χρόνια» είπα
αμήχανα. Πενήντα δημοσιογράφοι περίμεναν να του μιλήσουν. Δεν έπρεπε να
μονοπωλώ την Ιστορία. Ο Μανουέλ Φάντζιο. Ένας από τους ήρωες της νιότης μου. Σαν
τον Mος, τον Kλαρκ, τον Φον Tριπς, τον Kόλινς, αλλά και τους νεότερους στη
Formula 1, στα ράλλυ και, φυσικά, στην αεροπορία και στο διάστημα.
Αλίμονο
στους λαούς (και στους ανθρώπους) που δεν έχουν ήρωες. Αλίμονο σε εκείνους που
έχουν, λένε οι πολιτικά ορθοί. Εσείς τι λέτε; Θα ήθελα να ξέρω αν οι σημερινοί
νέοι πρέπει να έχουν ή να μην έχουν ήρωες και, αν ναι, ποιους, αν όχι, γιατί;
Παράξενη αρχή για το «Εν Λευκώ» του Mαρτίου του 2005. Τι θέλει, άραγε, να πει ο
ποιητής 35 χρόνια έπειτα από την έκδοση του 1ου τεύχους και λίγα χρόνια πριν
από το τέλος της καριέρας του; Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι για όλους, ακόμα και
για τους ήρωες· έρχεται μια στιγμή που πρέπει να βγάλουν το κράνος, τα γάντια,
την anti-g, τη διαστημική στολή και, σαν τον ταξιδιώτη στην ταινία «Οδύσσεια
του Διαστήματος», να μπουν στο λουσμένο από λευκό φως δωμάτιο των αναμνήσεων
και να γίνουν «ένα» με τις εικόνες του παρελθόντος, αλλά και του μέλλοντός
τους. Παρακολουθώ κάποιους από αυτούς. Τον Tζον Γκλεν, τον Πολ Nιούμαν, τον
Tόμι Mάκινεν και διαπιστώνω πως δε γερνούν, αλλά ωριμάζουν. Ο πρώτος επέστρεψε
στο διάστημα στα 66 του (;), ο Nιούμαν λαμβάνει μέρος σε αγώνες στα 72 του, ο
Mάκινεν «πατάει» πολλούς νέους στις ειδικές διαδρομές. Άνδρες και γυναίκες που
δεν το βάζουν κάτω, αλλά αγωνίζονται, πετάνε, ονειρεύονται, ακόμα και όταν
μένουν ακίνητοι.
Παράξενοι άνθρωποι. Αιωρούνται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, στην
πραγματικότητα και στο όνειρο. Χαρακτήρες από το Toon city, με αντεστραμμένο
χιούμορ για τη ζωή, τη δουλειά και το θάνατο. «Φοβάσαι, όταν πετάς με 450
κόμβους, 50 πόδια πάνω από μια θάλασσα με 12 Mποφόρ;», ρώτησα το χειριστή ενός
Corsair. «Μόνο όταν σκέπτομαι το θάνατο», απάντησε, δίνοντας έτσι τον ορισμό
του «ήρωα» που πρέπει να είναι ο καθένας που γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων
του το Βαρκάρη.
Τι σχέση έχουν αυτά με την «ελληνική πραγματικότητα»; Για ποιους ήρωες μπορούμε
να μιλήσουμε σε μια χώρα όπου ο λαός της τους έφερε όλους στα μέτρα του
κοντοπίθαρου, κομπλεξικού τσαμπουκά, σκατόμαγκα και άξεστου χωριάτη – σε αντίθεση
με τον ευγενή χωρικό; Σε ποιον ήρωα μπορεί να μοιάσει ή να μη μοιάσει ένας λαός
που διακόρευσε το παρελθόν του με εθνικιστικές και μεγαλοϊδεατικές ιδεοληψίες,
υποθήκευσε το παρόν με εμφυλίους, πραξικοπήματα και χούντες και έριξε το μέλλον
του στα τάρταρα; Τι να κάνει μια χώρα στην οποία λαοπλάνοι πολιτικοί έβαλαν την
κουτάλα στην κοινωνική χύτρα και έβγαλαν στον αφρό τα κατακάθια; Ποιος
πολιτικός, «ευλογημένος» δημοσιογράφος, γκλαμουρογκριμίτσουλας, τηλεοπτικός
μαϊντανός, ποιο ταλέντο έκτης κατηγορίας, ποια «προσωπικότητα» των reality,
μοντέλα, γλάστρα, ποιος «διανοούμενος» κολλητός του Λουδοβίκου του 21ου, ο
οποίος αντιπροσωπεύει γερμανικά ναυπηγεία που κατασκευάζουν υποβρύχια και
φρεγάτες, μπορεί να γίνει πρότυπο στη νεολαία; Ποια κανάλια των οποίων ιδιοκτήτες
και διευθυντές έχουν πάρει διαζύγιο απ’ τον πολιτισμό θα προβάλουν τους
πιονιέρους και τους μπροστάρηδες της επιστήμης και της τεχνολογίας, της
μουσικής και της λογοτεχνίας; Οι μόνοι «ήρωες» που τους κάνουν εντύπωση είναι
οι «άσσοι» της μπάλας. Θα το καταλάβαινα και θα το τιμούσα, αν η Ελλάδα είχε
την καρδιά, τον παλμό, την αξιοπρέπεια, το ρυθμό και τη δύναμη του λαού της
Βραζιλίας ή της Αργεντινής. Αλλά όχι και να θαυμάσω τα νεάντερταλ που είδα να
πλακώνονται στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης και αλλού.
Μάταια περιμένω να δω να βραβεύουν έναν αρχιτέκτονα, ένα μηχανικό, ένα
μαθηματικό, ένα γιατρό. Όλο κάτι τύπους βλέπω να ακκίζονται, καθώς ο ένας
βραβεύει τον άλλον σε περιβάλλον απόλυτου νεοπλουτισμού. Επιλεγμένοι
δημοσιογράφοι, δικηγόροι, πολιτικοί, αφισοκολλητές και συνδικαλιστές, ένας
κόσμος που, όλος μαζί, δε φτάνει ούτε στο νυχάκι μια κοπελιά που χορεύει σε μια
σκηνή του Broadway.
Ποιους, λοιπόν, έχει ως ήρωες η νεολαία; Ποια τα πρότυπά της, σε ποιους θέλει
να μοιάσει, ποιους να φτάσει, να ξεπεράσει; «Δεν αναγνωρίζουμε κανέναν ως ήρωα»
είπε ένα καλόπαιδο, ετών 24, που το συντηρεί ο πατέρας του. «Είδαμε τι έκαναν
οι ήρωες της γενιάς σας». «Ποιοι είναι οι ήρωες της γενιάς μου, μεγάλε;»,
ρώτησα. Ξέρεις τον Κλαρκ, τον Μος, τον Φάντζιο, τον Βιλνέβ, τον Ριντ, τον
Μπλόμκβιστ; Έχεις, ω βλίτο, ακούσει για τους «Πρώτους Επτά»; Ξέρεις την Κιουρί,
τον Μπορ, τον Αϊνστάιν, τον Γιουνγκ ή τον Τέσλα; Σου μίλησαν για τον Σκοτ και
τον Πίρι; Άκουσες για το Νανόπουλο, το Γραμματικάκη, τον Καραντινό, το Λαμπρία
και τη Βλάχου; Ξέρεις, ω ραδίκι, ποιος ήταν ο Γίγκερ, ο Όλντριν και ο Σιρά;
Έχεις ακούσει το όνομα του Γιούρι, της Τερέσκοβα; Ξέρεις, ω γκούτσι, την
Καραγιάννη, το Λουμούμπα, το Βελουχιώτη, τον Μπολιβάρ και τον Τσε;
Λένε πως «υπερβάλλω» και πως «δεν είναι όλα μαύρα». Αυτό δα έλειψε! Να είναι ό
λ α μαύρα. Αν συνέβαινε, τα F16 των μεμέτηδων δε θα πετούσαν πάνω απ’ τη Λήμνο
και τα Ίμια, αλλά θα προσγειώνονταν στο Ελληνικό (κι ας προορίζεται για
μητροπολιτικό πάρκο και για ήπια οικιστική ανάπτυξη). Υπάρχουν, ακόμα, μερικοί
που φυλάνε Θερμοπύλες, αλλά όσο περνάει ο καιρός λιγοστεύουν. Κουράστηκαν να
τους λένε κορόιδα και «τα παίρνουν στο κρανίο», όταν τους αποκαλούν μαλάκες. Τι
να κάνουν, όμως, οι 300.000-400.000 πολίτες που καταλαβαίνουν, ανησυχούν,
πασχίζουν και πονάνε; Πώς να τα βγάλουν πέρα, όταν ο τόπος έχει γεμίσει σκατά;
Γράφω έπειτα από τις αποκαλύψεις του Τριανταφυλλόπουλου για δικαστικούς
λειτουργούς που χρηματίζονται και για το παπαδαριό που εξευτελίζει τη θρησκεία.
Μετά, για τον καυγά των αδελφών του ελέους που λυμαίνονται τις μητροπόλεις και
τα μοναστήρια και, με τις πράξεις τους, εξευτελίζουν τους αγώνες των οσίων και
αγίων φτωχούληδων του Θεού, των παπάδων που βοηθάνε και συμπαραστέκονται στους
απόκληρους, τους αληθινούς υπηρέτες της χριστιανικής πίστης. Ούτε τη
(θανατηφόρα) αποτελεσματικότητα της καθολικής εκκλησίας δεν καταφέραμε να
αντιγράψουμε. Και πώς, όταν ο Πρωθυπουργός τα έβαλε με την εκκλησία, αντί να
την εκμεταλλευτεί προς όφελος της χώρας και του λαού; Είμαι οργισμένος, αλλά
πιο πολύ κουρασμένος και απογοητευμένος, αφού, τρεις μήνες μετά την πρόσκληση
από τον Πρωθυπουργό, ακόμα περιμένω να μου τηλεφωνήσουν. Οι Κινέζοι ζητούν να
μάθουν τι απέγινε η δέσμευση για τον αγώνα των καθαρών οχημάτων από την Ολυμπία
στο Πεκίνο. Στις 3 Φεβρουαρίου τηλεφώνησα (για τρίτη φορά) στο Yπουργείο
Ανάπτυξης. Η ιδιαιτέρα του Yπουργού είπε (στον άνθρωπο που είχε την ιδέα κι
έκανε την πρόταση) ότι «θα πληροφορηθώ τις όποιες εξελίξεις στο τέλος του
μήνα»! Πάλι καλά που δε με ξαπέστειλε! Αν κάποιος ισχυριστεί ότι έχουμε καιρό
μέχρι το 2008 κάνει μέγα λάθος. Μια διοργάνωση αυτού του μεγέθους έπρεπε να
έχει ξεκινήσει πέρυσι.
Όλο πιο συχνά σκέφτομαι πως τα όσα γράφω στο «Εν Λευκώ» και στον «Αντίλογο» δεν
έχουν καμία αξία και πως, ίσως, έφτασε η στιγμή να αποσυρθώ, κάτι σαν «exit,
stage left», που λένε στο θέατρο. Και αυτό, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι
αποτέλεσμα μπορεί να έχει ένα άρθρο το οποίο δημοσιεύεται σε περιοδικό που,
λόγω της φύσης (μηνιαίο) και του τρόπου έκδοσής του (ο «Αντίλογος» παραδίδεται
στις 15 του μήνα και το κείμενο του «Εν Λευκώ» μπορεί να αλλάξει στις 23-24),
αδυνατεί να παρακολουθήσει την επικαιρότητα.
Παράδειγμα,
τα όσα συνέβησαν το δεύτερο 15ήμερο του Ιανουαρίου. Ορκωμοσία Μπους, απειλές
για επιβολή αμερικανικού τύπου δημοκρατίας σε χώρες που έχουν μη αρεστά
καθεστώτα, νόμος για το Bασικό Mέτοχο, αποκαλύψεις για διαφθορά στη δικαιοσύνη
και την εκκλησία… Αν υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο όπου ο δημοσιογράφος μπορεί
να κάνει κάθε μέρα πάρτι, αυτό είναι η Ελλάδα, αφού δεν περνά ημέρα που να μην
αποκαλύπτεται ένα μικρό ή μεγάλο σκάνδαλο. Αποτέλεσμα; Και αυτόν το μήνα
δυσκολεύομαι να γράψω αυτό το σημείωμα. Είναι σαν να στέκομαι μπροστά σε έναν
τοίχο με χίλιες πόρτες και δεν ξέρω σε ποια να μπω. Να γράψω για τις επιδόσεις
του Volvo XC90 2.5Τ AWD των 210 ίππων (το κάνω πιο κάτω), όπως λέει ο ειδικός
δημοσιογράφος; Να σας πω πώς να αγοράσουμε αυτοκίνητο με leasing; Πώς να
κάνουμε το Astra να «βγάζει» 300 ίππους; Ή, μήπως, να σας πω πώς κάποια
καλόπαιδα κάηκαν ζωντανά, κάνοντας «κόντρες»; Θέμα ήταν (και είναι) τα σκάνδαλα
στη δικαιοσύνη και την εκκλησία. Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στην τηλεόραση,
βλέπεις το πραγματικό πρόσωπο μιας χώρας όπου οι μικροαπατεώνες και οι ραγιάδες
περισσεύουν.
Μικρομεσαίοι
και γκλαμουριάρηδες, αγράμματοι και ξερόλες. Σκουπιδιάρηδες και κοσμοπολίτες.
Πολιτισμένοι και νεάντερταλ. Μάταια ψάχνεις για το «χρυσό» μέσο όρο. Για τον
κανακάρη που δεν ξεσηκώνει τον κόσμο με τις φωνές στην ταβέρνα. Για τον πολίτη
που, όταν σταθμεύει, ελέγχει το χώρο, για να βεβαιωθεί ότι δεν «κλείνει» κάποιον.
Για τη μητέρα που μεγαλώνει παιδί και όχι… μοσχάρι. Για το νέο που δεν πετάει
την «κόκα κόλα» ή τα τσιγάρα στο δρόμο. Για τον οδηγό που δεν παρκάρει «για ένα
λεπτάκι» δεύτερη και τρίτη σειρά, προξενώντας έμφραγμα στην πόλη. Από τότε που
άρχισα να δημοσιογραφώ, ζητάω, παρακαλώ, εύχομαι, ξοδεύω εκατοντάδες ώρες και
δικά μου λεφτά για τη «σημαία» (10 εκατ. δραχμές έδωσα από την τσέπη μου, για
να γίνει το 1ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Καθαρών Aυτοκινήτων στο ΕΜΠ). Ακόμα φιλάω
«κατουρημένες ποδιές» κι εξευτελίζομαι, περιμένοντας σε προθαλάμους υπουργών,
γενικών γραμματέων και πρώην αφισοκολλητών, για να προωθήσω μια από τις
πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το περιοδικό. Επειδή, όμως, είναι μηνιαίο, τα
όσα γράφω δεν ακουμπάνε την εξουσία, η οποία δε γνωρίζει ότι επηρεάζουν 320.000
αναγνώστες των 4Τ και εκεί είναι όπου την… πατάει!
Διαμετρικά αντίθετη, όμως, ήταν η αντίδραση του Yπουργείου Εθνικής Άμυνας στο
αίτημά μου για παραχώρηση των πέντε παροπλισμένων ανεμοπτέρων της Πολεμικής
Αεροπορίας στην Ανεμολέσχη Αθηνών. Τελικά, η λέσχη πήρε τρία και η Ανεμολέσχη
Εδέσσης δύο, προφανώς λόγω του… ξαφνικού ενδιαφέροντος κάποιου τοπικού
παράγοντα, που δεν είχε καν την ευγένεια να μου πει «ευχαριστώ».
Έπειτα από αυτά, βλέπετε πως ο μόνος δρόμος που μένει (μέχρι να βγάλω κι εγώ
μια εβδομαδιαία εφημερίδα) είναι να σχολιάζω γεγονότα, αφού, όπως εξελίχθηκαν
τα πράγματα, δε μου επιτρέπεται να κάνω ρεπορτάζ. Μόνο η αποκάλυψη των
υπευθύνων (με όνομα και επώνυμο) της «δολοφονίας» των προσπαθειών για οτιδήποτε
«Made in Greece», το ξεμπρόστιασμα των συνεργατών της χούντας, των λαθρεμπόρων
και των κάθε λογής λωποδυτών που άνθησαν (και ανθούν) στο χώρο μας θα μου
πρόσφερε το βραβείο… Πούλιτζερ, μιας και δε βλέπω να παίρνω κάποιο ελληνικό,
προφανώς επειδή δεν έχω προσφέρει τίποτα στο δημοσιογραφικό και εκδοτικό χώρο!
Θα ξεκινήσω με το θέμα του Bασικού Mετόχου (που, από το τέλος Ιανουαρίου είναι
νόμος του ελληνικού κράτους), μιας και η εταιρεία μας είναι στο χώρο των ΜΜΕ τα
τελευταία 35 χρόνια. Παρά τις κάποιες υπερβολές του, ο νόμος είναι σωστός. Όπως
εύστοχα σχολίασε κάποιος, «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Αυτό σημαίνει ότι
δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να είσαι εκδότης εφημερίδας ή ιδιοκτήτης
τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού και προμηθευτής του Δημοσίου. Ορισμένοι λένε
ότι ο νόμος θα καταπέσει στο Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο. Δε νομίζω. Όλες οι χώρες
της Ένωσης έχουν βάλει κανόνες, γιατί όχι η Ελλάδα; Στην Αγγλία, για
παράδειγμα, δεν υπάρχει «βασικός μέτοχος», αλλά ένα σύστημα βαθμολόγησης (point
system) το οποίο λέει πως μια εταιρεία media μπορεί να έχει έως 25 βαθμούς,
π.χ., 5 για εφημερίδα, 5 για τηλεοπτικό σταθμό, 4 για ραδιοφωνικό κ.ο.κ. Έτσι,
αν κάποιος εκδότης συγκεντρώσει πάνω από 25, «καίγεται». Βέβαια, τίποτα δεν
εμποδίζει ένα μεγαλοεκδότη να «σπάσει» τις εταιρείες ή και τις ιδιοκτησίες του
σε πολλές εταιρείες. Αν, δηλαδή, κάποιος δεν μπορεί, εξαιτίας της νομοθεσίας,
να έχει δεύτερο ραδιοφωνικό σταθμό, τότε… νοικιάζει κάποιον και συνεχίζει
απτόητος, γι’ αυτό μη φανεί παράξενο, αν κάποιος από τους βασικούς μετόχους
ακολουθήσει και στην Ελλάδα αυτόν το δρόμο – και πολύ καλά θα κάνει, βέβαια!
Γιατί;
Διότι, παρ’ ότι συμφωνώ με το ότι ο νόμος ήταν επιβεβλημένος, πιστεύω πως
τίποτα δε θα λειτουργήσει, εάν πρώτα οι ίδιοι οι κρατούντες και οι
επιχειρηματίες δεν τον σεβαστούν! Τι να κάνει ο νόμος, όταν ο καθένας μπορεί να
εξαγοράζει συνειδήσεις δικαστών, δημοσιογράφων, ιερωμένων και πολιτικών, όχι
κατ’ ανάγκη με αυτήν τη σειρά. Εκεί όπου ο νόμος δεν πρέπει να ισχύει είναι
στην περίπτωση που κάποιος έχει ένα ραδιοφωνικό σταθμό που παίζει ελληνική ή
ξένη μουσική ή ένα περιοδικό που ασχολείται, για παράδειγμα, με τη μαγειρική.
Αυτός ο εκδότης θα μπορούσε να συναλλάσσεται με το Δημόσιο, γιατί δε βλέπω με
ποιον τρόπο οι βισσοβανδήδες ή οι μελιτζάνες πλακί μπορούν να επηρεάσουν την
ανάληψη μιας εργολαβίας.
(συνέχεια στον Αντίλογο)
‘Αλλα ‘Αρθρα
- Γιωταχί: «όνειρο» που γίνεται εφιάλτης; (01/2005)
- Χριστουγεννιάτικα παραμύθια (02/2005)
- Ατιμασμένος και εγκαταλειμμένος! (04/2005)
- Πίστα Formula 1 στην Ελλάδα. Κάλλιο αργά; (05/2005)
- BLOW OUT-JOB (06/2005)
- Those wonderful men (and women) and their flying machines (07/2005)
- Αυγουστιάτικα φεγγάρια (08/2005)
- Το raison d etre της κ. Νατάσας (09/2005)
- Κλαυσίγελος… (10/2005)
- Oh Captain, my Captain! (11/2005)
- Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων (12/2005)