Από τον Χάρη Οικονομόπουλο (Δικηγόρος -Πρόεδρος Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου)
Τίθεται πλέον δημόσια και με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα το ζήτημα της ύπαρξης ή μη διεθνώς σημαντικών ποσοτήτων , κυρίως, φυσικού αερίου εντός των ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που μπορεί και πρέπει να κηρύξει η Ελλάδα στην περιοχή νότια της Κρήτης.
Η περιοχή αυτή είναι ιδιαίτερα πρόσφορη, μεταξύ άλλων, γιατί, εάν το Καστελλόριζο διαθέτει ως νησί υφαλοκρηπίδα, η Ελληνική ΑΟΖ στην συγκεκριμένη περιοχή δεν συνορεύει με πιθανή Τουρκική ΑΟΖ.
Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι το Καστελλόριζο, λόγω και της παλαιόθεν οργανωμένης και αυτάρκους κατοικήσεώς του από κατοίκους διαθέτει, σύμφωνα με την σύμβαση του Montego Bay για το Δίκαιο της Θάλασσας, υφαλοκρηπίδα.
Αυτό μάλιστα δεν θεωρείται νομικά ιδιαίτερα πιθανό να ανατραπεί με αντίθετη κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, σε περίπτωση αμφισβήτησής της από την μη συμβληθείσα στην ανωτέρω σύμβαση Τουρκία.
Η σχετική συζήτηση γίνεται, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσα όταν σε γειτονικές περιοχές το Ισραήλ, μέσω δύο κοιτασμάτων (Ταμάρ και Λεβιάθαν) και η Κύπρος μέσω του «Κύπρος Α’», εκτιμούν οικονομική αποληψιμότητα φυσικού αερίου ενός, τουλάχιστον, τρισεκατομμυρίου κ.μ. Για την αντίληψη της εκτίμησης αυτής σε Ευρωπαϊκή κλίμακα σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή ετήσια κατανάλωση εκτιμάται στα πεντακόσια δισεκατομμύρια κ.μ φυσικού αερίου.
Η συζήτηση αυτή καταλήγει ως συγκλονιστική, ιδιαίτερα στα πλαίσια της κρίσης της χρηματοδότησης του Δημοσίου Χρέους και της φερεγγυότητας του Ελληνικού Δημοσίου ως εκδότη ομολόγων, όταν οι εκτιμήσεις ειδικών από την επεξεργασία σεισμικών στοιχείων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας αναβιβάζουν την σε φυσικό αέριο αποληψιμότητα της λεκάνης μεταξύ Κρήτης, Κύπρου, Αιγύπτου και Λιβύης στα δεκαπέντε τρισεκατομμύρια κ.μ.
Δημιουργεί, δε, μιά εξαιρετική βάση για την ισχυροποίηση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας ως πιθανώς σημαίνοντα παράγοντα διεθνούς ενεργειακής ασφάλειας, για την δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας της και, ακόμη και εάν τα μόνα κοιτάσματα ήταν αυτά του Ισραήλ και της Κύπρου, την αναγωγή της σε διεθνή ενεργειακό κόμβο, δεδομένου ότι μοναδική δίοδος διέλευσης αγωγού μεταφοράς Ισραηλινού και Κυπριακού αερίου παραμένει η Ελληνική Επικράτεια.
Στο παρόν σημείωμα δεν θα αναπτυχθεί περαιτέρω η οικονομική σημασία αυτής της προοπτικής. Θα αναφερθεί όμως, συνοπτικά, το ιστορικό ενός «εγκλήματος» με «αυτουργό», μεταξύ άλλων, την νυν Πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής και «άμεσο συνεργό» την τότε κυβέρνηση και τους βουλευτές που υποστήριξαν την απορρόφηση του μονομετοχικού Δημόσιου φορέα άσκησης της Δημόσιας Πετρελαικής πολιτικής κατά την μετοχοποίηση των Ελληνικών Πετρελαίων τον Μάρτιο του 1998 – με αιτιολογική βάση την «καθετοποίηση» της πρώην Δ.Ε.Π. για την «βελτίωση» της τιμής διάθεσης των μετοχών της στο Χ.Α.Α. – και την ακόλουθη ιδιωτικοποίησή τους.
Συνεργοί, δε, στην βλάβη των συμφερόντων του Δημοσίου παραμένουν όλοι όσοι αρμόδιοι μέχρι σήμερα παραλείπουν να ασκήσουν τα δικαιώματα αυτά για λογαριασμό του, ισχυριζόμενοι πότε ότι δεν υφίσταται κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, πότε ότι μιά τέτοια πράξη θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη στην περιοχή και πότε ότι η σχετική νομοθεσία πρέπει να επικαιροποιηθεί. Κατα το κοινώς λεγόμενο «των οικιών ημών εμπιπραμένων υμείς άδετε.»
Το νομικό υπόβαθρο της εξερεύνησης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι, συνοπτικά, το εξής: Σε εφαρμογή της Οδηγίας 22/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30.5.94, η Ελλάδα έθεσε σε ισχύ ένα σύγχρονο και Ευρωπαϊκά πρωτοποριακό θεσμικό πλαίσιο εξερεύνησης υδρογονανθράκων (ν.2289/1995). Αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια ρυθμίζουν έως και σήμερα την εξερεύνηση σε Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Μ.Βρετανία κ.α. Βασική αρχή τόσο της σχετικής Κοινοτικής όσο και της, σε εφαρμογή της, Ελληνικής νομοθεσίας είναι ότι «το δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο, ασκείται μόνο για δημόσια ωφέλεια και κατόπιν διαγωνισμού».
Ως φορέας άσκησης των αποκλειστικών αυτών δικαιωμάτων του Δημοσίου, οιονεί Δημόσια Υπηρεσία Άσκησης Πετρελαϊκής Πολιτικής, ορίστηκε η μονομετοχική θυγατρική της, τότε, Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου, η Δ.Ε.Π.-ΕΚ.Υ.
Σύμφωνα με το ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο, μετά την επιλογή από την Δ.Ε.Π.- ΕΚ.Υ διεθνούς νομικού και χρηματοοικονομικού συμβούλου, προκηρύχθηκε στο τέλος του 1995 ο Πρώτος Γύρος Παραχωρήσεων, ο οποίος κατέληξε τον Σεπτέμβριο του 1997 στην υπογραφή τεσσάρων συμβάσεων εξερεύνησης και, σε περίπτωση επιτυχίας, εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Δυτική Ελλάδα με δύο κοινοπραξίες εταιρειών, το πρώτο με Διαχειριστή την Triton Energy Ltd και το δεύτερο με Διαχειριστή την Enterprise Oil.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1997 η πολιτική απόφαση – όπως τουλάχιστον ήταν, μεταξύ άλλων, γνωστή στην Διοίκηση της Δ.Ε.Π. – ΕΚ.Υ – ήταν η Δ.Ε.Π. – ΕΚ.Υ να παραμείνει στον αποκλειστικό έλεγχο του Δημοσίου. Μεταξύ άλλων, το σύνολο έως το 1998 των ερευνών με τις οποίες εχαρτογραφείτο η πετρελαιοπιθανότητα Ελληνικής επικράτειας είχε χρηματοδοτηθεί από τον Κρατικό Προϋπολογισμό με συνολικό ποσό μεγαλύτερο των εκατον πενήντα εκατομμυρίων ευρώ. Από το 1998 έως το 2002 οι ανάδοχοι του Πρώτου Γύρου Παραχωρήσεων επένδυσαν επιπλέον πάνω από εκατό εκατομμύρια δολλάρια, επί των οποίων, μάλιστα, εισπράχθηκε από το Δημόσιο και Φ.Π.Α.
Η ολοκλήρωση του Πρώτου Γύρου Παραχωρήσεων κρίθηκε ως ιδιαίτερα επιτυχής και οι συμβάσεις οι οποίες υπεγράφησαν μετά από κοπιώδεις και πολύμηνες διαπραγματεύσεις κυρώθηκαν, όπως απαιτείτο από τον νόμο, απο την τότε Υπουργό Ανάπτυξης τον Σεπτέμβριο 1997. Ενώ, λοιπόν, οι σχετικές έρευνες ξεκίνησαν στις παραχωρηθείσες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1998, η πολιτική ηγεσία του Υπ. Ανάπτυξης, σε συνεργασία με το Υπ. Οικονομικών, αποφάσισε την απορρόφηση της Δ.Ε.Π. – ΕΚ.Υ απο την Δ.Ε.Π και την ιδωτικοποίησή της μέσω του Χ.Α.Α. αμέσως μετά την υπογραφή των συμβάσεων και πριν, καν, την έναρξη των ερευνών.
Η σχετική απόφαση, η οποία υλοποιήθηκε με τον Ν.2593/1998 σχετικά με την «Αναδιοργάνωση της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου και των θυγατρικών της εταιρειών, καταστατικό αυτής και άλλες διατάξεις», παρά την τεκμηριωμένη και σθεναρή αντίθεση για την μεταβίβαση και της ΔΕΠ-ΕΚ.Υ. και στελεχών του και τότε κυβερνώντος κόμματος, όπως του τ. Υπουργού Ενέργειας Αν. Πεπονή, ολοκληρώθηκε με την εισαγωγή της ΕΛΛ.ΠΕ Α.Ε, όπως μετονομάστηκε τότε η Δ.Ε.Π., στο Χ.Α.Α. Με την περιέλευση σε ιδιώτες μετοχών του έως τότε άμισθου εντολοδόχου του Δημοσίου για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του στον τομέα της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων , αφενός το Δημόσιο στερήθηκε της χρήσης των έως το 1998 στοιχείων των ερευνητικών δραστηριοτήτων του, αφετέρου όχι μόνο δεν διέθετε πλέον φορέα άσκησης των δικαιωμάτων του αλλά δήλωνε δημόσια ότι εκχωρούσε την ανωτέρω ιδιότητα σε μία ιδιωτική, πλέον, εταιρεία.
Η ανωτέρω αυτοαδρανοποίηση του Δημοσίου στον τόσο στρατηγικό τομέα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων είναι περισσότερο από βέβαιο ότι πραγματοποιήθηκε με πλήρη γνώση της αρμοδίας Υπουργού και όσων βουλευτών υπερψήφισαν, τελικά, την συγκεκριμένη απορρόφηση, εφόσον παρέστησαν σε οιαδήποτε σχετική συνεδρίαση της σχετικής με το ειδικότερο αυτό θέμα συζήτησης στη Βουλή.
Στις 2 Νοεμβρίου 2004 εφημερίδα δημοσίευσε την πληροφορία για την σχεδίαση από τα ΕΛΛ.ΠΕ Διεθνούς Διαγωνισμού για την έρευνα και την εκμετάλλευση πετρελαίου στην Επανομή Θεσσαλονίκης και στην Ηλεία. Τις επόμενες ημέρες το θέμα της αδρανοποίησης των κυριαρχικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων του Δημοσίου στην διαχείριση της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων τέθηκε από τον υπογράφοντα στον υπουργό Ανάπτυξης, ο οποίος μετά από διαβουλεύσεις με υπηρεσιακούς παράγοντες απηύθυνε μαζί με τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με βάση σχετική γνωμοδότηση, το Αρ.Πρωτ. ΝΣΚ 100451/16.10.2006 ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αποδεχόμενος την 28.2.2007 την με αριθμό 590/31.12.2006 Γνωμοδότηση της Ολομελείας του.
Κατόπιν αυτού το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων επανήλθε στο Δημόσιο με τροπολογία που κατατέθηκε στην Βουλή τον Ιούνιο του 2007. Η σχετική διάταξη προέβλεπε την υποχρέωση των ΕΛΛ.ΠΕ. να επιστρέψουν μέσα σε 3 μήνες προς το Δημόσιο όλα τα στοιχεία, χάρτες, σεισμικά δεδομένα κλπ που είχαν περιέλθει στην κατοχή τους μετά την συγχώνευση και μετοχοποίηση του 1998 καθώς και από το 1998 και μετά, στα πλαίσια της εκτέλεσης των από Σεπτεμβρίου 1997 εκτελεσθεισών συμβάσεων μίσθωσης.
Έκτοτε η συζήτηση εξαντλείται στο είδος του φορέα που το Δημόσιο θα συστήσει, εκ νέου, για την άσκηση των δικαιωμάτων του, στο εάν αυτό θα είναι Ινστιτούτο, μονομετοχική δημόσια Ανώνυμη Εταιρεία όπως η Δ.Ε.Π. –ΕΚ.Υ.ή Δ/νση κάποιου υπουργείου και, εντέλει, στο ποιός Καθηγητής ποιού εκπαιδευτικού ιδρύματος ή άλλος θα είναι Πρόεδρος και ποιά τα μέλη του Δ.Σ. του…
Για να αντιληφθεί κανείς την ζημιά που εξακολουθεί να υφίσταται τα τελευταία δεκατρία σχεδόν χρόνια το Δημόσιο – δηλαδή όλοι εμείς – απο την ανωτέρω αυτοαδρανοποίησή του, αρκεί να αναφερθεί ότι στην διάρκεια του Πρώτου Γύρου Παραχωρήσεων και σε μία, μόνο, από τις έρευνες υπήρξε πληροφορία πως εντοπίστηκε κοίτασμα με οικονομική βιωσιμότητα υπό την προϋπόθεση τιμών άνω των 20 δολλαρίων ανα βαρέλι.
Επειδή την συγκεκριμένη περίοδο η Διαχειρίστρια της κοινοπραξίας που έκανε την ανακάλυψη εξαγοράστηκε από μεγάλη διεθνή πετρελαϊκή εταιρεία και οι τιμές, διεθνώς, του αργού κυμαινόντουσαν κάτω από τα 20 δολλάρια ανα βαρέλι, η πηγή σφραγίστηκε και η περιοχή επεστράφη. Έκτοτε οι τιμές του πετρελαίου σημείωσαν κατακόρυφη αύξηση. Η συγκεκριμένη πηγή, βέβαια, παρέμεινε σφραγισμένη και θα διατηρεί τον όποιο πλούτο της μέχρις ότου το Δημόσιο να θυμηθεί ότι εκτός από χρέη έχει και περιουσία που οφείλει να εκμεταλλευτεί, αν μη τι άλλο, για να ξεχρεώσει τους δανειστές του.
Είναι καιρός το Δημόσιο να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα ενεργοποιώντας άμεσα την Δ/νση άσκησης Πετρελαϊκής Πολιτικής στο ΥΠ.Ε.Κ.Α., να αξιοποιήσει την ήδη υφιστάμενη έγγραφη εμπειρία της Δ.Ε.Π. – ΕΚ.Υ και να προκηρύξει άμεσα διεθνείς διαγωνισμούς για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε περιοχές για τις οποίες υπάρχουν ήδη επαρκή σεισμικά δεδομένα αξιολόγησης της υδρογονανθρακοπιθανότητάς τους, άρα, σε περιοχές με προϋποθέσεις για την προσέλκυση σημαντικού διεθνούς ενδιαφέροντος.
Από τα έσοδα και μόνο της διάθεσης των τευχών κάθε διαγωνισμού προς τις ενδιαφερόμενες εταιρείες μπορεί, αφού καλύψει την δαπάνη του Δεύτερου Γύρου Παραχωρήσεων, εάν κρίνει, να ιδρύσει τότε νέα μονομετοχική δημόσια «Δ.Ε.Π. –ΕΚ.Υ. Α.Ε.» στην οποία να εκχωρήσει τα σχετικά δικαιώματα. Χωρίς να χρειαστεί να εφεύρει τον τροχό, χωρίς να απασχολείται από τώρα με το ποιούς εκεί θα προσλάβει, βασισμένο στα προ δωδεκαετίας ισχύοντα και, εάν χρειαστεί, σε Ελληνικό και διεθνέςoutsourcing.
Είναι καιρός, επίσης, η ζημία όλων μας από τέτοιες, τουλάχιστον, ανεύθυνες πρακτικές να πάψει να θεωρείται απλά και μόνο πολιτική και η αποκατάστασή της να διεκδικείται και δια της φυσικής, δικαστικής, οδού. Παρόμοιες συμπεριφορές έβλαψαν και εξακολουθούν να βλάπτουν εγκληματικά το παρόν και το μέλλον του τόπου, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιούς ακριβώς και πώς τους ωφελούν. Είναι ξεκάθαρο ότι κάποιους ωφέλησαν, αν και άγνωστο πώς. Είναι, τέλος, πασίδηλο ποιούς έβλαψαν και εξακολουθούν να βλάπτουν και πόσο.
Όλοι συμφωνούν πλέον ότι η αναποτελεσματικότητα και ο γιγαντισμός του Κράτους οφείλεται στο κομματικό και στο πελατειακό σύστημα που γιγαντώθηκε μετά την Μεταπολίτευση. Παραδείγματα όπως το παραπάνω καθιστούν, πιστεύω, περισσότερο κατανοητό γιατί το να αναμένει κανείς το ξερίζωμα του κομματικού και πελατειακού κράτους να συντελεστεί από το σημερινό πολιτικό σύστημα ισοδυναμεί με την φαντασίωση, ίσως, κάποιων η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας μετά την λήξη του Πολέμου το 1944 να εσυντελείτο από αυτό το ίδιο το ναζιστικό κόμμα. Ισοδυναμεί με την βεβαιότητα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αφαιρέσει μόνος του το στομάχι του. Γίνεται? Μακάρι να γίνεται.
Χάρης Οικονομόπουλος, Δικηγόρος –
Πρόεδρος Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου