Ξαπλωμένος ανάσκελα στο χάρβαλο κρεβάτι του «νοσοκομείου» του Πόρου, ο Κώστας Ζερβουδάκης, 20 ετών, αριστούχος φοιτητής της φαρμακευτικής, περιμένει το θάνατο. Τα μάτια του, μισόκλειστα απ’ τον πόνο, μόλις που ξεχωρίζουν το γυμνό γλόμπο που στέκει ακίνητος κρεμασμένος στο γεμάτο μυγοχέσματα καλώδιο. Το φως του, άρρωστο, κίτρινο, διαπερνά τα βλέφαρα, φτιάχνει εφιαλτικά γεωμετρικά σχήματα που μεταβάλλονται πότε αργά πότε γρήγορα ανάλογα με τους πόνους που συνταράζουν το κορμί του.
Πού και πού, οι πόνοι υποχωρούν, ο Κώστας μπορεί και σκέφτεται και δεν πιστεύει αυτό που του συμβαίνει…
«Δεν είναι δυνατόν… Δεν μπορεί να πεθαίνω έτσι» ψιθυρίζει ο νους του. «Το μόνο που έκανα ήταν να πέσω με το μοτοποδήλατό μου. Δε μπορεί να πεθάνω έτσι σαν το σκυλί εδώ στον Πόρο…»
Σκυμμένοι από πάνω του 6 γιατροί, τέσσερις Έλληνες, δύο ξένοι, παρακολουθούν τον νέο να πεθαίνει, ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό.
Χρειάζεται αίμα ο Κώστας Ζερβουδάκης, μια απλή μετάγγιση χρειάζεται το παλικάρι αλλά –γράφει η εφημερίδα- «δεν υπήρχε η δυνατότητα λόγω έλλειψης του απαραίτητου εξοπλισμού».
Στον Πόρο. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα απ’ τον υδροκέφαλο των τεσσάρων εκατομμυρίων, των «τρία δεκάξι» και των «εννέα εικοσιτέσσερα» των ανισόπεδων διαβάσεων και των μπλόκων της τροχαίας, ένας νέος πέθανε σαν σκυλί στ’ αμπέλι γιατί δεν υπήρχε ο απαραίτητος εξοπλισμός.
«Δεν είναι δυνατόν… Δε μπορεί να πεθαίνω έτσι…» σκέφτεται ο Κώστας. «Δεν πεθαίνουν επειδή έσπασαν τα χέρια τους πέφτοντας με το μηχανάκι… Κάτι θα γίνει. Κάποιος θα με πάρει απ’ εδώ…».
Στη λουτρόπολη γίνεται μεγάλος τζίρος. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κυκλοφορεί με «σινιέ» παντελονάκι και μπλουζάκι που τονίζει το ντύσιμό του απ’ τη μέση κι επάνω. Μια διάχυτη ευτυχία πλανιέται στον αέρα, μυρουδιές από κόπερτον και λάδι καρύδας και σαπούνι λαξ κονταροχτυπιούνται μ’ εκείνες των αποσμητικών μασχάλης, των Μάρλμπορο και των Ντάνχιλ.
Στις ντισκοτέκ οι συνομήλικοι του Κώστα ιδρώνουν δεξιά- αριστερά, μπρος- πίσω. Νέοι με λευκά στενά παντελονάκια και άσπρα μυτερά παπουτσάκια…
Νέες με φουφούλες και χαχόλικα τζην. Μεσόκοποι, φρέσκοι- φρέσκοι απ’ τον ύπνο του απογεύματος, κυρίες με πράσινο και γκρι κάτω απ’ τα μάτια, μεταφέροντας τη χαμένη παρθενιά τους στους ώμους και στο βλέμμα: «Ποια νομίζεται ότι είμαι εγώ;»
«Έχουν περάσει κοντά δυο ώρες… Δε μπορεί να πεθάνω έτσι… Θα ‘ρθουν οι γιατροί. Θα ‘ρθει το 166. Ίσως και το 178. Μπορεί και το νοσοκομειακό… Δεν αποκλείεται και το ελικόπτερο…».
Οι συζητήσεις στα υπαίθρια ζαχαροπλαστεία δίνουν και παίρνουν. Αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, μπίζνες, ο Χομεϊνί, οι Πολωνοί εργάτες, οι ιμπεριαλιστικές τάσεις των Αμερικανών, οι βάσεις, οι Ρώσοι στο Αφγανιστάν, ο Κράξι, το συνταγματικό, οι φωτιές, η πέμπτη φάλαγγα, η Κούλα η γκόμενα, η καβάτζο, η σούζα, οι φιάλες…
Και στο λιμάνι…
Τα γιοτ!
Τι εικόνα ευημερίας και πλούτου!
Τι ωραίοι, ελεύθεροι άνθρωποι!
Νέες με σορτς και γοβάκια σχοινένια λικνίζονται αμέριμνες. Ήρεμες. Αδιάφορες. Ευτυχισμένες.
Κύριοι με ελαφριά κοιλίτσα, λευκά μοκασίνια και μαύρα ρόλεξ πίνουν σίγουροι το ουίσκυ τους. Οι γέφυρες φωτισμένες. Λοράν, ντέκα, Ρέυθον, κατερπίλαρ, ντητρόιτ ντήζελ, ζανώ, ντυφούρ, φιόρντ, σουάν, πρινσές, λακόστ, μπέτραμ, ελές, σεπάγκο, νεσκαφέ φραπέ, πατρίκ, μισέλ, λωράν, ευτυχία, επιτυχία κάτω από σημαίες της Κύπρου και του Παναμά, της Μονράβιας και των νήσων Φιτζ… Εκατομμύρια δραχμές. Εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Εκατοντάδες εκατοντάδων δολάρια…
«… 04.30΄. Ξημερώνει όπου να ‘ναι… Σε λίγο θα ‘ρθει το ελικόπτερο… Τ’ άκουσα… Δε μπορεί να πεθαίνω εδώ στον Πόρο, Αύγουστο μήνα. Σίγουρα θ’ αστειεύονται. Δε γίνεται να πεθάνω. Είμαι μόνο 20 χρονών και πρώτος στη φαρμακευτική. Δεν πρέπει να πεθάνω από αιμορραγία τον Αύγουστο του 1981 στον Πόρο, 50 χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, 30 απ’ την Ύδρα, 10 απ’ την Αίγινα…».
Μιλάει ο ψηλός. Λες κι έχει καταπιεί σπαθί. Στητός. Σίγουρος. Και πλούσιος.
«… Χτυπάει άνετα 60 μίλια. Το γκαζώνω και είμαι στη Γλυφάδα σε μια ώρα…».
«Πόσο καίει;» ρώτησε ένας απορημένος.
«Ούτε ξέρω ούτε με νοιάζει» απαντάει ο κατεστημένος γόης, η συμβία του τον θαυμάζει, οι φίλοι του τον κοιτούν στα μάτια, Πόρος- Γλυφάδα σε 60 λεπτά…
«Ειδοποιήσαμε, αγόρι μου» ψιθυρίζει ο θείος του Κώστα στο παιδί που σβήνει. «Θα ‘ρθει ελικόπτερο να σε πάρει, θα σε πάει στο ΚΑΤ, θα γίνεις καλά…».
Παίρνει θάρρος το παλικάρι.
Η ώρα περνάει. Το ελικόπτερο δεν προσγειώνεται στο «άπλετα φωταγωγημένο γι’ αυτό το σκοπό γήπεδο της Σχολής Ναυτοπαίδων Πόρου στις 5.30 όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά δύο ώρες αργότερα, τη στιγμή που ο Ζερβουδάκης άφηνε την τελευταία του πνοή, με μια έκφραση πόνου κι απορίας στο πρόσωπό του.
Την ίδια στιγμή στα νοικιασμένα δωμάτια και τα τετράγωνα «ξενοδοχεία» της λουτρόπολης οι παραθεριστές χώνευαν τα μπριζολάκια, τους μουσακάδες και τις μπύρες.
Στη μαρίνα λικνίζονταν αργά τα πρινσές και τα τομπάγκο, τα ποσίλιπο και τα μπέτραμ, τα σκάραμπ και τα σιγκαρέτ… Ένα ελαφρό αεράκι ρυτίδωνε το νερό. Το πρωινό φως φώτισε το πρόσωπο του φοιτητή Κώστα Ζερβουδάκη, 20 ετών.
Είχε μόλις πεθάνει, 50 χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, αφού στάθηκε αδύνατο για ένα ολόκληρο κράτος που μόλις μπήκε στην ΕΟΚ να τον βοηθήσει να ζήσει…
Η παλιά μου φίλη μου είπε ότι κανείς πια δε διαβάζει τα κείμενά μου γιατί η… οργή μου κουράζει μαζί με την επανάληψη… «Έπρεπε να γράφεις πιο φρέσκα» μου είπε.
«Μετά την κηδεία του Κώστα Ζερβουδάκη» απάντησα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ