Οι ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου της Κυριακής, πάντα διαφορετικές στο χρώμα και στη γεύση απ’ τις ακτίνες των άλλων ημερών της εβδομάδας, περνούσαν μέσα απ’ τα σκονισμένα τζάμια του τολ, που βρισκόταν ανάμεσα στα περιβόλια, πίσω από το κρατικό εργοστάσιο αεροπλάνων στο Νέο Φάληρο, και χτυπούσαν πάνω στον πάγκο εργασίας του Γιώργου Πέσκε.

Μικρά κομμάτια σκόνης απ’ τα πριονίδια στέκονταν μέσα στους φωτεινούς κώνους που δημιουργούσε το φως καθώς ο γερο Αυστριακός αρχαιολόγος και κατασκευαστής ιπτάμενων μηχανών προχωρούσε στη δουλειά του απλώνοντας στον πάγκο τους νομείς μια πτέρυγας ενός πειραματικού μονοθέσιου αεροπλάνου που είχε ο ίδιος σχεδιάσει.

Καθώς εργαζόταν μιλούσε με τα σπασμένα του ελληνικά κι οι μικροί που είχαν φτάσει με τα πόδια απ’ τα σπίτια τους, στην άλλη άκρη της λεωφόρου Συγγρού, άκουγαν προσεκτικά.

Αυτό θα ήταν ένα καταπληκτικό αεροπλάνο.

Θα ήταν πανάλαφρο έτσι που να μπορούσε να πετάει σαν ανεμόπτερο αν ο κυβερνήτης του επιθυμούσε, τόσο ελαφρό, που δυο άνθρωποι εύκολα θα το σήκωναν στα χέρια. Τα φτερά του θα ήταν ντυμένα με πανί και περασμένα μ’ ένα βερνίκι που θα τα ‘κανε αδιάβροχα και σκληρά και η θέση του πιλότου θα ήταν κλειστή με μια καλύπτρα από ένα καινούργιο υλικό που είχε μόλις παρουσιαστεί στην Αυστρία. Κρατήστε εδώ, έλεγε ο γερο- Πέσκε, και οι δύο φίλοι ακουμπούσαν το λεπτό τετράγωνο ξύλο που λύγιζε για να δώσει μορφή στην πτέρυγα, κι ήταν σα να κρατούσαν μια σελίδα απ’ το βιβλίο του Ιουλίου Βερν «Απ’ τη Γη στη Σελήνη».

Ήταν τότε μια εποχή, που τα περισσότερα παιδιά ξεκινούσαν τη μόρφωσή τους με βιβλία σαν αυτό.

Έκανε κρύο, θυμάμαι, στο τσίγκινο υπόστεγο, κι ο γερο- Πέσκε άναβε μια σόμπα με ξύλα, που έριχνε μέσα ανοίγοντας ένα απ’ τα τρία στρογγυλά της καπάκια. Εμείς όμως- θα ήμασταν τότε 11ετών- με τίποτα δεν τ’ αλλάζαμε. Ολόκληρη η εβδομάδα πέρναγε με την αναμονή της Κυριακής και της επίσκεψης στο υπόστεγο του Δέλτα, όπου κατασκευάζονταν αεροπλάνα και ανεμόπτερα, κι όχι μόνο αυτό άλλα είχε στα ράφια τακτικά αραδιασμένα όργανα από αεροπλάνα αληθινά, βαμμένα χακί με μαύρες πλάκες και χοντρούς δείκτες κι αριθμούς που φωσφόριζαν τη νύχτα.

ΑΛΤ, έγραφε ένα απ’ αυτά και η πλάκα του είχε μείνει χαραγμένη μες στο νου μου. «Υψόμετρο είναι» έλεγε ο γερο- Αυστριακός, «δείχνει χιλιάδες πόδια. Να εδώ είναι1.000, εδώ 2.000, εκεί 3.000 κι εκεί 15.000 πόδια».

Καθόμαστε στον πάγκο, εκείνη την ώρα τ’ απογεύματος που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, και που η δουλειά του μεγάλου φίλου μας είχε τελειώσει, και κρατώντας το Υψόμετρο ανάμεσα στα γόνατά μας ακούγαμε ιστορίες για ανθρώπους ηρωικούς που πετούσαν με παράξενες μηχανές πάνω απ’  τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του.

Ακούγαμε, ακούγαμε μέχρι που φωτιά άρχισε να φαίνεται καθαρά μέσα από το σκαλιστό παράθυρο με τη μίκα, και το φως στα τζάμια της οροφής άλλαξε από χρυσοκίτρινο σε γκρι.

Τότε σηκωνόμαστε και βάζουμε το υψόμετρο στη θέση του δίπλα το TURN AND BANK και την πυξίδα, που βούιζε ακόμα, αφού, για δέκατη φορά, ο γερο Αυστριακός την είχε για λίγο συνδέσει με την μπαταρία έχοντας θέσει το γυροσκόπιο σε κίνηση.

Ύστερα, τον βοηθούσαμε να μαζέψει εργαλεία και σκαρπέλα και πούντες και μοτοτσίμπιδα και σφιγκτήρες, να κλείσει τις κόλλες, να τυλίξει το πανί και να πλύνει καλά τα πινέλα με διαλυτικό. Στο τέλος, όταν όλα ήταν τακτικά τοποθετημένα στις θέσεις τους, να σβήσει τα ξύλα στη σόμπα, μ’ άφθονο νερό που έριχνε προσεκτικά από πάνω.

Αυτή την τελευταία πράξη την παρακολουθούσαμε πάντα με λύπη, γιατί δε μπορούσαμε να φανταστούμε πώς ήταν δυνατό ν’ αφήσει κανείς να πεθάνει μια τόσο όμορφη φωτιά.

«Όλα καλά» έλεγε ο Κατασκευαστής την Ιπτάμενων Μηχανών κι έπαιρνε το αεροπλάνο του με τα μεγάλα μαύρα τετράγωνα στο άσπρο ή τα άσπρα τετράγωνα στο μαύρο. Αυτό ποτέ δεν το ξεκαθαρίσαμε με το Μιχάλη, παρόλο που το συζητήσαμε πολλές φορές περπατώντας προς την Αθήνα, στους χωματόδρομους δεξιά απ’ τη λεωφόρο.

«Σπίτια τώρα» έλεγε κι εμείς βγαίναμε πάλι στο χωματόδρομο που πέρναγε ανάμεσα στα περιβόλια με κατεύθυνση το Μετς και τον άλλο μας φίλο , έναν όμορφο γέρο που ‘χε ένα μικρό παλιό μπακάλικο στη δεξιά όχθη του Ιλισού.

Όταν φτάναμε εκεί, παγωμένοι απ’ τα αγιάζι, μας περίμενε ένα μαγκάλι αναμμένο γεμάτο κάστανα στην άκρη, που μπορούσαμε ελεύθερα να τρώμε. Δίπλα στο γερο- Νικολή κάθονταν κάθε χειμωνιάτικο απόγευμα οι φίλοι του, γέροι μ’ άσπρες μουστάκες και κατάλευκα μαλλιά, ντυμένοι τα καλά τους, ανάμεσά τους κι ο παππούς μου. Πίνανε κανένα ποτηράκι και λέγανε ιστορίες από τον Πρώτο Πόλεμο και την Καταστροφή στη Μικρασία κι εμείς ακούγαμε, ακούγαμε, ακούγαμε.

………………………………………………………………………..

Τα παρακολουθούσα που μιλούσαν και λέγανε μόνο για παπούτσια τίγρης και μπλουζάκια ιπποπόταμος, για τους σίτυ και τους Μπουμτάουν Ρατς, τους Τζαμ και τους Μιντνάιτ ράνερς κι αναρωτιόμουν αν εγώ γέρασα ή αν αυτά δεν υπήρξαμν ποτέ παιδιά.

Σκίτσο με σχόλιο: ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΧΕΤΕ ΚΟΡΔΟΝΙΑ BIBAS LATUANTA CORPORATION COMPANY TYPE R- 75;

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ 

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.