«Good
evening, sit. Have you reserved a table?» μου είπε η σφιχτή
Αγγλίδα με το ινδικό σαλβάρι που σηκώθηκε
να μ’ εξυπηρετήσει.
«Τι είπες;» ρώτησα σε -αγενή- ελληνικά.
Το αποξηραμένο θηλυκό άνοιξε τα μάτια του, φανερά ενοχλημένο με τον άξεστο υποανάπτυκτο Έλληνα που δεν μιλούσε εγγλέζικα στη χώρα του.
«Have you reserved a table?» ξαναρώτησε, αυτή τη φορά αυστηρά, έτοιμη να με πετάξει έξω από το χώρο με τα λευκά τραπέζια, τις λευκές καρέκλες, τα λευκά τραπεζομάντιλα και τον «κρυφό» φωτισμό.
«Με περιμένουν οι φίλοι μου», απάντησα στη γλώσσα της, «κι αυτοί πρέπει να έχουν κρατήσει τραπέζι».
Στάθηκα για λίγο ακίνητος κάτω απ’ ένα πεύκο που φωτιζόταν «κρυφά». Ένας τεράστιος κήπος. Στη μια άκρη ένα θαυμάσιο σπίτι, νεοκλασικό που λίγους μήνες πριν καθόμουν απ’ έξω και το θαύμαζα σχεδόν δακρύζοντας από τη θλίψη για την εγκατάλειψη και την κατάντια του. Τώρα έχει παρδαλές τέντες. «Θα το κάνουν χειμωνιάτικο εστιατόριο», είπε ένας φίλος μου. Τώρα δούλευε το «καλοκαιρινό». Το κτήμα νοικιασμένο από Γάλλους και Άγγλους. Το «αφεντικό» πάει κι έρχεται ανάμεσα στα τραπέζια φορώντας παπιγιόν και σερβίροντας ματαιοδοξία.
Το «αφεντικό» μιλάει Αγγλικά στους Έλληνες πελάτες του στη Γλυφάδα. Η απελευθερωμένη της υποδοχής μιλάει κι αυτή αγγλικά. Αρχίζω να φορώ τα ρούχα του πιο κακού μου εαυτού.
«Τι είναι εδώ που με φέρατε;» ρωτώ τους φίλους.
«Δημιουργείς συνέχεια προβλήματα», λέει ο ένας. «Ησύχασε και κάθισε να φας το φαγητό σου».
Ησυχάζω.
Καθόμαστε και πίνουμε ένα «ποτό» μέχρι να «ετοιμαστεί το τραπέζι μας». Παρατηρώ πως το «τραπέζι μας» δεν ετοιμάζεται. Περνά μισή ώρα. Σκέφτομαι πως το Ίδρυμα πρέπει να μου χρεώνει και τον αέρα που αναπνέω, τόσο πολύ αγγλικό και γαλλικό και τραπέζι ροκοκό κάπου πρέπει να ξεσπάσει. Στις 11 και 15’ έρχεται κάποιος και μας λέει: το τραπέζι σας είναι έτοιμο. Πηγαίνουμε προς το τραπέζι μας. Στο δρόμο συναντώ πολλές Τζάγκουαρ, δυο Μερσεντές, μια –δυο Λάντσια Μόντε Κάρλο, τρεις- τέσσερις Μπε Εμ Βε. Με κοιτούν διακριτικά περίεργα. Ο χώρος είναι πολύ σικ μ’ όλα αυτά τα κρυφά φώτα και το «κυνηγετικό» περίπτερο στη μέση που ο «μαιτρ» ψήνει μπιφτέκια.
Καθόμαστε.
Τι θα πάρετε; μας ρωτούν στις 11 και 20΄.
Λέμε: Τρεις «πράσινες» σαλάτες, ένα μπουκάλι κρασί και τρία φιλέτα αλά Κάτι.
Περνάει μισή ώρα.
Τίποτα.
Περνάει μία ώρα.
Τίποτα.
Περνάει μιάμιση ώρα.
Περισσότερο τίποτα.
«Δεν είναι κατάσταση αυτή», λέει ο Νίκος.
«Μην κάνεις σκηνές», του λέω. «Πάμε να φύγουμε».
«Θέλω να δω το διευθυντή», λέει ο Νίκος.
Τον βλέπει.
Του κάνει παρατηρήσεις. Στα Αγγλικά. Απολογείται. Στα Αγγλικά με ολίγα Γαλλικά.
«Το λογαριασμό, παρακαλώ», λέω εγώ με τα μάτια κόκκινα από την οργή (και την πείνα).
«The young lady will give it to you», μου λέει ο Γάλλος πάτρωνας. (Θα σας τον δώσει η νεαρή κυρία).
Πάω στη στεγνή που ζει κάτω απ’ ένα τεράστιο πλαστικό μανιτάρι.
«Το λογαριασμό, παρακαλώ», της λέω. Τον κόβει. Κόβοντας ένα ελληνικό τιμολόγιο με αγγλικά φαγητά.
Χίλιες εκατόν πενήντα δραχμές. Για τρεις –ελληνικές- σαλάτες, ένα –ελληνικό- κρασί, λίγο -ελληνικό ψωμί και δέκα τόνους φράγκικη αγένεια και ανικανότητα.
Έξω από το Ίδρυμα ένιωσα ντροπή για τον εαυτό μου που ανέχτηκε, για το νεοκλασικό που εκπορνεύτηκε, για τα πεύκα που φωτίστηκαν «κρυφά», για τα γεράνια που φυτεύτηκαν συμμετρικά.
«Η ΕΟΚ φταίει», είπε κάποιος.
«Εγώ φταίω», απάντησα. Κι εσύ, κι εσύ που επιτρέπεις.
Οι εταίροι στην ΕΟΚ ΙΙ
Μεσάνυχτα και κάτι στην οδό Κεφτέδων στη Γλυφάδα. Τηλεφώνησα για μια «πίτσα» από το σπίτι και κατέβηκα για να την παραλάβω.
Σταματώ το αυτοκίνητό μου δίπλα στο πεζοδρόμιο αριστερά.
Πάνω στο πεζοδρόμιο είναι σταματημένο ένα μοτοποδήλατο.
Ανοίγω με προσοχή την πόρτα, βγαίνω και πηγαίνω στο μαγαζί. Παραλαμβάνω το χάρτινο –ταψί με τον ελληνο- ιταλικό γαστρονομικό μπάσταρδο και πλησιάζω στο αυτοκίνητό μου.
Όρθιος, δίπλα στο μηχανάκι τρεκλίζει, στουπί στο μεθύσι, Άγγλος και θηλυκό άγνωστου γένους.
Αυτός. Φορά μοβ μπλουζάκι, πράσινο παντελόνι και σαντάλια με γκρι κάλτσες. Αυτή (;). Φορά ροζ μπλουζάκι, ροζ παντελόνι με σούρα και ροζ τσόκαρα.
Του λέει: Αυτός θέλει να μπει στο αυτοκίνητό του.
«Αυτός» είμαι εγώ ο ιθαγενής που περιμένω ευγενικά να σταθεροποιηθεί ο εταίρος μου.
«Να πάει να γ…ο μπάσταρδος», λέει ο «φιλοξενούμενός» μου στις 12 το βράδυ, στην οδό Κεφτέδων, στη Γλυφάδα.
«Να μιλάς καλύτερα. Είσαι φιλοξενούμενος στη χώρα αυτή», λέω ήσυχα και ευγενικά. Γύρω υπάρχουν μόνο μεθυσμένοι Αμερικάνοι που με κοιτάνε έτοιμοι να μου περάσουν μια μπουκάλα στο πρόσωπο.
«Θέλεις να σε σκοτώσω; Θέλεις να σε χαράξω με το μπουκάλι;», λέει ο απόγονος του Ερρίκου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας. Πίσω του σηκώνονται τρεις σύμμαχοι από τις ΗΠΑ. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου, καταλαβαίνοντας πως μια λέξη μου ακόμα ήταν αρκετή για να με χαράξουν στ’ αλήθεια.
Φεύγω, ενώ ο μεθυσμένος κλωτσάει τ’ αυτοκίνητό μου.
Το αυτοκίνητο της άμεσης επέμβασης της Χωροφυλακής έφτασε σε πέντε λεπτά. Εξήγησα γρήγορα τι είχε συμβεί. Και οι τρεις χωροφύλακες κατανόησαν την οργή ενός Έλληνα που απειλείται μέσα στο σπίτι του.
Τον συνέλαβαν μέσα σ’ ένα άλλο μπαρ, γεμάτο κι αυτό με μεθυσμένους προστάτες και τον φόρτωσαν στο περιπολικό κίτρινο από το φόβο του. Η συνοδός του φώναζε ότι θα καλέσει το δικηγόρο της! Στο τμήμα Γλυφάδας του υπέβαλα μήνυση μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Μια μήνυση όμως δε φέρνει την άνοιξη.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ