Το οικόπεδο- ένα
θλιβερό ξεροκόμματο γης 10Χ10- είχε
αγοραστεί απ’ αυτά τα γραφεία που
βρίσκονται στους τέταρτους ορόφους των
πολυκατοικιών της Ομόνοιας προς δραχμές
80.000 με δόσεις και χωρίς προκαταβολή.
Ο
αγοραστής, αντιπροσωπευτικός τύπος του
κουτοπόνηρου νεοέλληνα, γνώριζε ότι η
δόμηση απαγορευόταν κι ότι δεν είχε
καμιά ελπίδα να χτίσει νόμιμα το τετράγωνό
του με τα δυο παράθυρα δεξιά κι αριστερά
από την πόρτα. Όμως ποτέ δεν το ’βαλε
κάτω. Κάθε Σαββατοκύριακο έφευγε για
την ιδιοκτησία και με μια εκπληκτική
ταχύτητα έχτιζε, με τσιμεντόλιθους,
κομμάτια του αρχιτεκτονικού περιττώματος
με σκοπό να το μεταβάλλει σε… οικία
διακοπών (είχε άλλο σπίτι, ιδιόκτητο,
στην Αθήνα).
Έχτιζε λοιπόν αυτός και δίπλα του ο ξάδερφος με μια βούρτσα έβαφε τους τσιμεντόλιθους άσπρους για να περάσει το πρωί η Αρχή και να μπερδευτεί, σκεπτόμενη: Ρε, μπας και τούτο ήταν εδώ και δεν το ‘χα προσέξει;
Δουλεύοντας τις νύχτες, το τελείωσε το παράνομο και κατάφερε, το καλοκαίρι που πέρασε, να χωθεί μέσα και να κάνει «διακοπές». Κάποια ημέρα ήρθε ένα «χαρτί», που τον καλούσε να παρουσιαστεί ενώπιον των Αρχών δια τα περαιτέρω.
Το χέρι του Νόμου, σκέφθηκα, μαθαίνοντας την είδηση, θα ‘πεφτε βαρύ.
Είναι γνωστό όμως πως έχω αυτό το ελάττωμα να σκέπτομαι, ελπίζοντας. Διότι τίποτα δεν έγινε, αφού με τον τελευταίο Νόμο, που ξεπέρασε όλους τους νεοελληνικούς νόμους, τα αυθαίρετα και τα παράνομα νομιμοποιούνται και οι καταπατήσαντες και καθαρπάξαντες ευλογούνται.
«Το είδατε;» μου φώναξε μια μέρα στο αυτί. «Το σπίτι στη Χαλκίδα είναι νόμιμο».
«Μα μέχρι τώρα έκλειναν τους εργάτες φυλακή» είπα. «Πώς είναι δυνατόν;».
«Όλα είναι δυνατά στην Ελλάδα» φώναξε θριαμβευτικά ο Αντρέας. «Κι αν δεν είναι, τα βοηθάς με μερικά καφετιά».
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βγάλω την κραυγή των Ιαπώνων πολεμιστών και να πέσω στη βρόμικη θάλασσα της Γλυφάδας αλλά, μετά σκέφτηκα ψυχραιμότερα…
Ναι, νόμιμα τα παράνομα, αλλά τι θα μπορούσε να κάνει κανείς μ’ όλον εκείνον τον κόσμο που δεν είχε μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι του. Με μια οικογένεια που χρόνια βολόδερνε στις νοικιασμένες παράγκες μέχρι που ο πατέρας απόκανε κι άρπαξε ξύλα και λαμαρίνες κι έστησε μια παράγκα για να μπει μέσα να μη βρέχεται.
Τι κάνεις μ’ όλον αυτόν τον κόσμο, το φτωχό και τον κακορίζικο;
Πας με την μπουλντόζα και του ισοπεδώνεις το «σπίτι»;
Κατάληξα στην απόφαση πως, όχι, δεν πας.
Τον αφήνεις εκείνα να στήσει τη ζωή του και τον βοηθάς μάλιστα να περιφρουρήσει την παρανομία του.
Αλλά δεν είναι όλα τα παράνομα χτισμένα απ’ ανθρώπους σαν αυτούς. Τα περισσότερα είναι αποτελέσματα ψυχρού υπολογισμού κι αδιαφορίας για κάθε νόμο αυτού του ημιδιαλυμένου κράτους των Δηλώσεων και των Ανακοινώσεων.
Τα περισσότερα είναι χτισμένα από ανθρώπους που δεν είχαν καμιά ανάγκη στέγης, από ανθρώπους που είχαν δικά τους σπίτια στις μεγάλες πόλεις.
Αυτά πρέπει να γκρεμιστούν απ’ τις μπουλντόζες μέσα σε μια νύχτα, αλλά ποιος είναι εκείνος που μπορεί να βρει άκρη μέσα στον οικοδομικό και κοινωνικό κυκεώνα;
Όσο σκεπτόμουν το Νόμο και παρατηρούσα τον κουτοπόνηρό μου τόσο ολίσθαινα προς την άλλη όχθη.
Τα παράνομα, η καταπάτηση, η αδιαφορία για κάθε νόμο άρχισαν να μου φαίνονται πράγματα φυσικά και τ’ άλλα, τα νόμιμα, αφύσικα! Σκέπτομαι λοιπόν μια απ’ αυτές τις νύχτες να πάω να βρω ένα κομμάτι γης με το φίλο μου το Γιώργο.
Εγώ θα χτίζω με τους τσιμεντόλιθους κι αυτός θα βάφει μ’ άσπρο για να φαίνονται παλιοί. Κι όταν θα ‘ρθει η Αρχή θα δείξουμε το Νόμο του ’77 και θ’ αρχίσουμε τη Λογοδιάρροια που θα μας επιτρέψει να νομιμοποιήσουμε το παράνομο και να μονιμοποιήσουμε το προσωρινό…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ