Θεσσαλονίκη
Παρακολουθώντας το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, όλο και περισσότερο πίστευες ότι δεν υπάρχει πια Ελλάδα. Αισθανόσουν σα να είχαν όλα τελειώσει σ’ αυτή τη χώρα. Ούτε αέρα ν’ αναπνεύσεις είχες. Ήταν σαν η μουσική να έχει γίνει ένα με το σύννεφο. Ο ελληνικός ουρανός κι οι θάλασσες, τα δάση, οι πεδιάδες και τα νησιά είχαν εξαφανιστεί κάτω απ’ τους βάρβαρους ήχους μιας «ορχήστρας» που σίγουρα ήταν έτοιμη να κάνει απεργία και τις «μελωδίες» που θύμιζαν παρά φύση συνουσία ανάμεσα στους Άμπα και τη βλαχοντίσκο, τον Θοδωράκη και την Κατερίνα Βαλέντε.
Η Ελλάδα, η ιστορία της και οι παραδόσεις της, οι πόλεμοί της, οι νεκροί ης, τα παλικάρια της, οι θάλασσές της, τα βουνά της, τα ρημαγμένα χωριά της, οι τσιμεντουπόλεις της (με τα υπέρ και τα κατά τους) δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα από τους «συνθέτες» και τους «τραγουδιστές» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Καμιά πρόθεση δεν είχε ο υπογράφων να κάνει «μουσικοκριτική». Υπάρχουν άλλοι ικανότεροι γι’ αυτό. Απλώς κάθισε, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Έλληνες, μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασής του ελπίζοντας ότι θ’ ακούσει κάτι που θα του μείνει , κάτι που θα μπορεί να σιγοψιθυρίσει όταν είναι ήρεμος στο σπίτι, όταν πίνει κρασί με φίλους στην ταβέρνα, όταν ταξιδεύει με τ’ αυτοκίνητό του, όταν ζει.
Μάταιος κόπος.
Αδύνατο να σιγομουρμουρίσεις τη βλαχοντίσκο εκτός αν είσαι κρετίνος ή έχεις βαθιά επιθυμία να γίνεις. Μα ούτε κρασί (έστω… ουίσκυ) μπορείς να πιεις συνοδεία κλαπατσίμπαλων.
Τελείωσε το «φεστιβάλ» και τίποτα δε θυμόμουν. Τρεις χιλιάδες χρόνια χάθηκαν πίσω απ’ τις νότες της σύγχυσης που χαρακτηρίζει όλες τις μορφές της σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα. Το μόνο που έμεινε ήταν εκείνο το ανεπανάληπτο μπέρδεμα της «απονομής» των αναμνηστικών πλακών- περγαμηνών που προσπαθούσε να δώσει η παρουσιάστρια στον «παράγοντα» πρόεδρο της Έκθεσης που, με τη σειρά του, θα τις έδινε στους νικητές που δεν ήταν όμως νικητές γιατί είχε κάνει λάθος η τηλεπαρουσιάστρια και ωρύετο το φιλοθεάμον κοινό και έγραφε με μαρκαδόρο η δεσποινίς και μετά ήρθε μ’ ένα πήδο τεραστίων διαστάσεων ο επί 20ετία παρουσιαστής του Φεστιβάλ που θα ‘παιρνε περγαμηνή και θα ‘βγαζε αναμνηστικό λόγο αλλά δεν έβγαλε και πήρε την περγαμηνή κι έφυγε σκεπτόμενος «καλά να πάθετε που θέλατε Φεστιβάλ Τραγουδιού ‘‘Σανς μουά’’» που λέει και η μις Πίγκυ.
Γι’ αυτά τα θλιβερά, υπεύθυνη δεν είναι βέβαια η πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά αυτοί που συντήρησαν, με την έλλειψη της πραγματικής μόρφωσης που τους διέκρινε, το θεσμό με την αστεία μορφή του.
Η απόφασή τους να αναγκάσουν την παρουσιάστρια να καταδικάσει επίσημα την ποιότητα των τραγουδιών (κι έμμεσα τον ίδιο το θεσμό του Φεστιβάλ) έδειξε ανδρισμό και πρέπει να εκτιμηθεί. Δεν παύει όμως να θυμίζει τη μετάνοια του δολοφόνου πριν από το θάνατο!
Λίγες ώρες αργότερα το σκηνικό άλλαζε.
Μια όμορφη εικόνα νεοκλασικού σπιτιού, μια πολύ ζεστή αίθουσα στην Κέρκυρα, ο Μάνος Χατζιδάκις και οι Αγώνες Λαϊκού Τραγουδιού. Ελπίδες γι’ ανανέωση και ανάσταση. Για ανακάλυψη του σύννεφου και του τσιμέντου, για τραγούδισμα του ξεπουλήματος της γης στους ξένους, για πράγματα που μας τρώνε τα τζιέρια καθημερινά, που μας κάνουν να πονάμε, ν’ αγαπάμε, να θυμώνουμε, να μένουμε ξάγρυπνοι, να τραγουδάμε στις ταβέρνες.
Και οι ελπίδες πήγαν χαμένες. Τα περισσότερα απ’ τα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν γραμμένα για κάποιον άλλο λαό, που ζει όχι στην Ελλάδα αλλά σε κάποια φανταστική χώρα που, προς βορά συνορεύει με το Χιούστον και το Ρίο Γκράντε, προς νότο με την Αργεντινή και το Περού, προς ανατολάς με την Τουρκία και προς δυσμάς με την αριστερή όχθη του Σηκουάνα και τον Σάιμον και Γκαρφάνκελ.
Τα τραγούδια ήταν «φρέσκα», πρωτότυπα και χαριτωμένα, ένα- δυο απ’ αυτά ήταν πολύ καλά αλλά ελληνικά δεν ήταν.
Μα ίσως πει κάποιος, ότι η μουσική δεν έχει πατρίδα.
Θα συμφωνήσω, επισημαίνοντας όμως ότι η πατρίδα έχει μουσική κι αυτή ήταν που περίμενα ν’ ακούσω απ’ τους νέους ανθρώπους που τίμησαν με την παρουσία τους την πραγματικά μεγάλη προσπάθεια του Μάνου Χατζιδάκη.
Χωρίς αμφιβολία, τα περισσότερα απ’ τα τραγούδια ήταν –ποιοτικά- έτη φωτός μπροστά απ’ τα «τραγούδια» που ακούστηκαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Χωρίς να παριστάνω τον «ειδικό» έχω την εντύπωση πως, αν συνεχίσουν να παρουσιάζονται τέτοιας μορφής τραγούδια, οι Αγώνες μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό στην ελληνική μουσική. Η καλή ποιότητα παρασύρει πιο εύκολα απ’ την κακή εκείνους που, με τη στάση τους, και τη θέση τους επηρεάζουν τις γνώμες των πολλών.
Είναι ένας Ιταλός τραγουδιστής που τον λένε Λούτσιο Ντάλα. Στους δίσκους του καταφέρνει να τραγουδάει τη σημερινή Ιταλία. Στη μουσική του ακούει κανείς τον κρότο απ’ τα όπλα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τους απόηχους απ’ τις απεργίες, τη φωνή του ιταλικού νότου, τη φωνή του Μιλάνου που στέκει εκεί, όπως λέει, με «τα πόδια ανοιχτά». Χωρίς να καταλαβαίνω γρι ιταλικά, καταλαβαίνω τα τραγούδια του ίσως γιατί οι χώρες μας είναι κοντά, λίγο- πολύ ίδια προβλήματα έχουν, κι η μουσική δε διαφέρει και τόσο. Ο Ντάλα τραγουδάει για τη βόμβα νετρονίων, το σύννεφο και τον πνευματικό- πολιτιστικό θάνατο που απειλεί τις κοινωνίες της μεταβατικής εποχής, θέματα απόλυτα φυσικά και αναμενόμενα απ’ όσους κάνουν τον κόπο να σκέφτονται ελεύθερα.
Οι Αγώνες της Κέρκυρας ήταν σεμνοί και είχαν και ήθος, είχαν κι έναν παρουσιαστή που, έτσι άγρια που μας κοίταγε, νομίζαμε ότι θα δώσουμε εξετάσεις στο Ωδείο! Κι όταν αργήσαμε να γυρίσουμε στην αίθουσα μετά το διάλειμμα της πρώτης μέρας, μας κόπηκαν τα πόδια εμάς των τηλεθεατών με την τόση του αυστηρότητα, φαντάζεστε τι πάθανε οι παρόντες.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πρέπει να συνεχίσει με τους μουσικούς του αγώνες. Η ιδέα είναι καλή κι ελπίδες πολλές.
Για να γίνουν όμως οι ελπίδες πραγματικότητα, πρέπει οι συνθέτες κι οι τραγουδιστές, ν’ ακουμπήσουν τ’ αυτάκια τους λίγο στην ελληνική γη και ν’ αφουγκραστούν.
Σιγά- σιγά, σαν ποδοπατήματα αλόγων, σαν κραυγές από ασκέρια που πολεμάνε στα περάσματα και τις πεδιάδες, σαν απόηχοι από μάχες ιστορικές θ’ αρχίσουν να φτάνουν στ’ αυτιά τους οι ήχοι της Ελλάδας.
Αυτούς τους ήχους ας τους κάνουν τραγούδια.
Το ίδιο, διάολε, έκαναν και οι Μπι- Τζις με το… Οτέλ Καλιφόρνια, που στη μουσική του ξεροστάλιαζε η νεολαία της… Ελλάδας!
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ