Σκυμμένοι πάνω απ’ τις μοτοσικλέτες τους κι αψηφώντας το τρομερό κρύο που είχε παγώσει τα πάντα στην από δω μεριά του Μέλανα Δρυμού, οι αναβάτες που έπαιρναν μέρος στον μεγάλο αγώνα των Έξι Ημερών έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες στις μοτοσικλέτες τους.
Λίγο γραφίτη εδώ, μια ματιά στις πιέσεις των ελαστικών, στα λιγοστά εργαλεία που επιτρέπονταν να μεταφέρουν, στη στάθμη του λαδιού, στον συμπλέκτη, στις βάσεις των αμορτισέρ, στις βίδες του τιμονιού. Στα πρόσωπά τους έντονα χαραγμένη η όμορφη ανησυχία για την ημέρα που ερχόταν πρώτη από έξι συνεχείς ημέρες σκληρού αγώνα στα δάση και τις πεδιάδες της βόρειας Τσεχοσλοβακίας, κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία.
Το βράδυ, οι άριστα προετοιμασμένες μηχανές, θα ’μπαιναν στον χώρο της ελεγχόμενης στάθμευσης και κανείς δεν θα μπορούσε να τις ακουμπήσει μέχρι τις εννιά το πρωί της άλλης ημέρας που θα δινόταν η εκκίνηση.
Ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν θα ξεχάσω την εικόνα της υγείας που αντίκρισα σε κείνο το ξέφωτο.
Πολύχρωμες σκηνές στέγαζαν τους αναβάτες και τους μηχανικούς των εθνικών ομάδων που είχαν φτάσει απ’ όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Μέσα και γύρω απ’ τις σκηνές πρόσωπα κατακόκκινα απ’ το κρύο, πολύχρωμα τζάκετ, μπότες, γάντια, γέλια και πειράγματα.
Νέοι άνθρωποι, γεμάτοι ζωή, αλλά κι άλλοι κοντά στα 40 και στα 50 τους χρόνια ετοιμάζονταν να λάβουν μέρος σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα σπορ στον κόσμο: τον αγώνα αντοχής των Έξι Ημερών.
Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν οι θεατές, πατεράδες με τα παιδιά τους στους ώμους τους, άλλοι να τα κρατούν απ’ το χέρι, νεαροί Τσεχοσλοβάκοι που είχαν φτάσει απ’ όλα τα μέρη της χώρας κι έμεναν στις μικρές τους σκηνές στην άκρη του δάσους. Οι ομάδες είχαν έρθει απ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Κοιτούσες και δεν το πίστευες.
Δεξιά οι Ισπανοί με τις Μοντέζα και τις Μπουλτάκο, πιο πέρα οι Αυστριακοί με τις ΚΤΜ, οι Σουηδοί με τις Χουσκβάρνα, οι Δυτικογερμανοί με τις εξώκοσμες δικύλινδρες BMW, οι Άγγλοι με τις μονοκύλινδρες Τράιομφ, οι Ιταλοί, οι Ανατολικογερμανοί και οι Τσεχοσλοβάκοι με τις Γιάβα, οι Πολωνοί, οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι με ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο νους του ανθρώπου ακόμα κι οι Αμερικάνοι που έκαναν την πρώτη εμφάνιση με μια μοτοσικλέτα που είχαν φτιάξει μόνοι τους και που αδύνατο να θυμηθώ τ’ όνομά της που ήταν και τ’ όνομα της οικογένειας, που τρία της μέλη (πατέρας και δυο γιοι) την έτρεχαν στον αγώνα.
Θυμάμαι περπατούσα σαν υπνωτισμένος, χαζεύοντας σαν βλάκας την τσεχοσλοβάκικη τηλεόραση και το ραδιόφωνο που κάλυπταν τον αγώνα βήμα προς βήμα, σκεφτόμενος πώς το σπορ της μοτοσικλέτας αντιμετωπιζόταν από πολιτεία και- παραδόπιστους- πολίτες στην Ελλάδα.
Η θερμοκρασία ήταν κάτω απ’ το μηδέν όταν ξημέρωσε η μεγάλη ημέρα. Στον χώρο της ελεγχόμενης στάθμευσης θα ήταν και 250 μοτοσικλέτες!
Οι αναβάτες, ντυμένοι με τις αδιάβροχες στολές τους, φορώντας τις χοντρές μπότες τους και τα ειδικά τους γάντια, έπαιρναν τις μοτοσικλέτες και τις έσπρωχναν στη γραμμή της εκκίνησης κάτω απ’ τα άγρυπνα μάτια των κριτών.
Απ’ τη στιγμή που θά ’πεφτε η σημαία μέχρι και το τέλος της έκτης ημέρας επιτρέπονταν μόνο οι επισκευές που μπορούσε να κάνει ο αναβάτης. Ο αγώνας άρχιζε το πρωί στις 9 και τελείωνε το απόγευμα στις 5 και μετά οι μοτοσικλέτες έμπαιναν πάλι στον επιτηρούμενο χώρο στάθμευσης μέχρι το άλλο πρωί.
Αμέσως μετά την εκκίνηση υπήρχε μια χαράδρα απ’ την οποία όταν έβρεχε κατέβαινε ένας χείμαρρος.
Αυτή ήταν και η Πρώτη Ειδική Διαδρομή!
Οι αναβάτες ξεκινούσαν από το ξέφωτο και μετά από λίγες στροφές έμπαιναν στην κοίτη του ποταμού κι ανέβαιναν την πλαγιά, τα σώματά τους όρθια πάνω στους αναβατήρες σε μια πανέμορφη επίδειξη ικανότητας και πειθαρχίας πάνω στα μηχανικά τους άλογα.
Ένας- ένας περνούσε και χανόταν ανάμεσα στα καταπράσινα έλατα του βουνού κι έμενε μόνο η μυρουδιά απ’ το καμένο λάδι κι ο ήχος απ’ την εξάτμισή του- που ελεγχόταν για θόρυβο πριν την εκκίνηση- να σβήνει ανάμεσα στα δέντρα. Σ’ όλο το μήκος της διαδρομής, στην κλειστή πίστα του μοτο- κρος που ήταν και η δοκιμασία ταχύτητας που γινόταν κάθε μεσημέρι πριν οι αναβάτες ξεκινήσουν για την απογευματινή διαδρομή, χιλιάδες οι θεατές που είχαν έρθει απ’ όλη την Ευρώπη με κάθε μέσο…
Παρακολουθούσα και σκεφτόμουνα τα δικά μας τα ρεζιλίκια, δέκα χρόνια μετά τον πρώτο αγώνα μοτο- κρος στη Σαρωνίδα- που είχα την τιμή να οργανώσω- να μη γνωρίζει κανείς αυτό το υπέροχο σπορ, να έχει καταντήσει στα μάτια του κόσμου το σπορ των «τρελών» και των «καμικάζι».
Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά μια Κυριακή στο Διόνυσο, όταν στον πρώτο αγώνα enduro που οργανώθηκε στην Ελλάδα περισσότεροι ήταν οι αστυνομικοί απ’ τους αναβάτες.
«Πάλι κατάφεραν το ακατόρθωτο οι νεοέλληνες» είπε ένας φίλος. «Να κάνουν ένα απ’ τα πιο όμορφα σπορ στον κόσμο, ένα από τα πιο μισητά». Ταξιδεύοντας απ’ τον βορρά προς την Πράγα με το αυτοκίνητο μετά το τέλος του αγώνα των Έξι Ημερών δεν σταμάτησα να κοιτάω σαν χαμένος.
Κάθε τόσο, εκεί, δίπλα στην εθνική οδό, έβλεπα ένα υπόστεγο κι ένα ανεμούριο στο καταπράσινο χωράφι, αραδιασμένα καμιά δεκαριά ανεμόπτερα και ένα διπλανό (Ποτβά ή RZL) έτοιμο να τα τραβήξει ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.
Οι χειριστές τους;
Νέοι απ’ τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια/ πολυτεχνεία/ τεχνικές σχολές, υπάλληλοι, συνταξιούχοι, ο καθένας που του αρέσει η πτήση, με πληροφόρησε ο συνοδός μου* και δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι έλεγε αλήθεια.
«Υπάρχουν 350 Αερολέσχες στη χώρα μου» είπε «γύρω στα 1500 ανεμόπτερα και 500 αεροπλάνα. Η νεολαία μας αγαπάει αυτό το ευγενικό σπορ, το χρειάζεται κι η πατρίδα σ’ ώρα ανάγκης, αφού έχει έτοιμους χειριστές…»
Πάλι ήρθαν στο νου μου τα δικά μας. Για να πετάξεις ανεμόπτερο στην Αθήνα πρέπει να πάρεις ταπεινά άδεια από τον σμηνίτη του πύργου ελέγχου στο Τατόι. Για να πετάξεις ανεμόπτερο στην Ελλάδα πρέπει να έχεις ιώβεια υπομονή για να ξεπεράσεις το φράγμα της γραφειοκρατίας, της έλλειψης φαντασίας και της γραφειοκρατικής μηχανής της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που είναι το νεοελληνικό «άλλο πράμα».
Χώρα περίεργη…
Πώς τα κατάφερες κι έφτασες στον 21ο αιώνα και τα παιδιά σου γνωρίζουν μόνο τη θύρα εφτά του Καραϊσκάκη, τα χρυσά πόδια του κουφιοκεφαλάκη και τους αγριότιτλους των φύλλων της Δευτέρας…
Χώρα ξεκάρφωτη…
Πώς τα κατάφερες κι απόκτησες γονέους που δεν αφήνουν τους κλώνους τους να κοιτάζουν τον ήλιο για να μην καούν, να νιώσουν τον αέρα για να μην κρυώσουν, τη θάλασσα για να μην πνιγούν.
Χώρα που βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου νευρικού κλονισμού, δεν κατάφερες, παρόλο που είσαι «ναυτική», ούτε μια ιστιοπλοϊκή ομάδα της προκοπής να φτιάξεις.
Το μόνο που κατάφερες ήταν να ξελαρυγγιαστείς στο Γουέμπλεϋ, να ξεκοιλιαστείς στη θύρα 7 και να γίνεις άσσος στο τάβλι. Μπράβο σου!
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ