Τόση
ομορφιά δύσκολα αντέχεται, λέει ο
επιβάτης μου καθώς ανεβαίνουμε το βουνό.
Ο δρόμος, κομμένος εδώ και χρόνια από
το μαχαίρι μιας μπουλντόζας με επιδέξιο
κυβερνήτη, σκαρφαλώνει διαγράφοντας
καμπύλες, τόξα και παραβολές, ελλείψεις
και έλικες, σε πολλά σημεία περνώντας
ακριβώς πάνω από την προηγούμενη
φουρκέτα, σ’ άλλα πλησιάζοντας λίγα
εκατοστά την άβυσσο που βρίσκεται
απλωμένη στην πλαγιά του περήφανου
βουνού.
Οι ρόδες του αυτοκινήτου πατάνε πάνω σ’ ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες και φύλλα από τους δέντρους και τα πλατάνια.
«Λες και δεν έχει περάσει άνθρωπος», μιλάει μόνος του ο επιβάτης μου- πλάσμα κίτρινο, γεννημένο και μεγαλωμένο στα τσιμέντα και την άσφαλτο της πόλης.
Το φως είναι χρυσό, το νερό στα ρυάκια ρίχνει αστραπές ανάμεσα στα φύλλα, οι ακτίνες του ήλιου του απογεύματος περνάνε απ’ τις πυκνές φυλλωσιές ίσια σπαθιά στην καφεκίτρινη γη.
Από την Αθήνα ξεκινήσαμε μεσημέρι αφήνοντας πίσω τη σκόνη και τη λιωμένη άσφαλτο, τα γιαπιά των «ιδιοκτητών» που τα χτίζουν εργολάβοι ατάλαντοι, τις πολυκατοικίες της αρπαγής και της συμφοράς, τα δέντρα που έχουν πιάσει ψώρα, την ατμόσφαιρα που ‘ναι βαριά από το διοξείδιο του άνθρακα και τα οξείδια του αζώτου.
«Η πόλη –κάθαρμα είναι μακριά μας», λέει ο επιβάτης μου «τι καλά που θα ‘ταν να μην ξαναγύριζα σ’ αυτή».
Από την Αθήνα στην Ερατεινή και μετά στη Βουνιχώρα και την Αγία Ευθυμία και ύστερα στη διασταύρωση της Άμφισσας κι από κει αριστερά για το Λιδόρικι και μετά στο Κόκκινο, στους Πενταγιούς, την Ελατού, την Ελατόβρυση, το μοναστήρι του Αγιάννη, το Γαρδίκι, τη Φτέρη… Οδηγώ τ’ αυτοκίνητό μου σ’ όλα τούτα τα μέρη μεθώντας με την ομορφιά που απλόχερα μου προσφέρεται, σταματώντας κάθε τόσο στα ρυάκια και πίνοντας νερό, ακούω φωνές πουλιών που δεν ήξερα πως υπάρχουν και βλέπω χρώματα που δεν ήξερα.
Είμαι ευτυχισμένος που γεννήθηκα κι έζησα στην εποχή του αυτοκινήτου και ευγνωμονώ αυτή τη χαζούλα μηχανή που, σαν ακούραστο ζωντανό, με μετέφερε στην Ήπειρο και την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά.
Κανένα άλλο μέσο δε μου ‘δωσε τόση αληθινή λευτεριά όσο το αυτοκίνητό μου. Αυτό το σιδερικό με τις τέσσερις ρόδες με πήρε και με πήγε σε τόπους όπου είδα πράγματα που δεν ήξερα και γνώρισα ανθρώπους που δεν ξέχασα. Τα σκέπτομαι όλα τούτα καθώς, ταπεινά και σιγανά, διακινούμαι στο δρόμο των Βαρδουσίων. Τα σκέπτομαι περισσότερο τώρα που οι λογιών- λογιών περίεργοι ξεσπάθωσαν και, στο όνομα μιας δήθεν ενεργειακής κρίσης, ζητάνε την εξαφάνισή του από το πρόσωπο της γης.
Αισθάνομαι ότι πρέπει να υποστηρίξω την ιδέα της αυτοκίνησης μ’ όλη μου τη δύναμη. Βλέπω πως και τούτο το θέμα- όπως τα πιο πολλά στην Ελλάδα- έχει πέσει στα νύχια των αποκομμένων από την πραγματικότητα εστέτ, αμπελοφιλόσοφων, θεωρητικών του νεοπλατωνισμού, οικολόγων του κεντρικού τετραγώνου, τεχνοκρατών της «φωτισμένης δεξιάς» και θεωρητικών της πολύμορφης αριστεράς. Όλοι κάτι λένε για το αυτοκίνητο και τη χρησιμότητά του… Και κανείς δε φαίνεται να ξέρει τι λέει .
Ο ένας καταδικάζει το αυτοκίνητο γιατί είναι, λέει, μέσο επίδειξης της «αστικής τάξης»… Ξεχνάει όμως να πει στους ακροατές ή αναγνώστες του ότι η σοσιαλιστική τάξη περιμένει 3 με 5 χρόνια να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο από τις βιομηχανίες που με αληθινή μανία σηκώνουν οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις.
Ο άλλος καταδικάζει και τους μεν και τους δε, λέγοντας στους αναγνώστες του πως το άδικο είναι με τους καπιταλιστές της Δύσης αλλά και με τους «προδότες» της «Ανατολής».
Βαριές κουβέντες δηλαδή, επειδή η πολωνική κυβέρνηση, π.χ., φτιάχνει εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα για να τα αγοράσουν οι πολίτες να πάνε να δούνε, το Σαββατοκύριακο, τα δικά τους Βαρδούσια και τη δική τους Όθρυ και Ψηλορείτη.
Ο τρίτος, πιο ανόητος και πιο επικίνδυνος απ’ όλους, το καταδικάζει γιατί… καίει πετρέλαιο και βενζίνη, που σύντομα θα τελειώσει, μη μπορώντας να δει ο άθλιος πέρα απ’ τη μύτη του και ν’ απαντήσει στο ερώτημα: Θα το καταδικάζει και όταν Σοβιετικοί και Αμερικανοί τελειοποιήσουν τον κινητήρα υδρογόνου; Τότε δηλαδή, που το καύσιμο θα είναι άφθονο για 10.000 χρόνια, αφού οι ωκεανοί είναι δίπλα μας για να το πάρουμε;
Οι αμπελοφιλόσοφοι και οι διανοούμενοι δε δίνουν απαντήσεις σε τούτα τα ερωτήματα. Τ’ αφήνουν, όπως και τα περισσότερα που δεν τους συμφέρουν, στο ημίφως της πληροφόρησης.
Ήθελα να ‘ξερα αν όλοι τούτοι οι ροζ άνθρωποι των σαλονιών και των ξενυχτάδικων καταλαβαίνουν τι λένε…
Ήθελα να ‘ξερα αν είναι ενάντια στην ιδέα της αυτοκίνησης (επειδή τους χαλάει την εικόνα της οργουελιανής «δημοκρατίας» τους) ή αν είναι ενάντια σε τούτη επειδή «καταστρέφει το περιβάλλον». Αν είναι ενάντια γιατί το αυτοκίνητο μεγαλώνει τις «ταξικές» διαφορές, τότε έχουν πέρα για περά λάθος, γιατί στις χώρες της δυτικής Ευρώπης αλλά και στις περισσότερες χώρες της «ανατολικής» το αυτοκίνητο αντιμετωπίζεται σαν ένα εργαλείο για καλύτερη και πιο άνετη ζωή και όχι σαν μέσο- τώρα πια- επίδειξης.
Το μικρό, οικονομικό, λειτουργικό αυτοκίνητο είναι κάτι που ο ΚΑΘΕΝΑΣ μπορεί να αποκτήσει στις δυτικές χώρες και που- σύντομα- ο καθένας θα μπορεί να αποκτήσει στις σοσιαλιστικές χώρες.
Μόνο στην Ελλάδα, μόνο σ’ αυτή τη χώρα των ψυχοπαθών, που μέχρι χθες σκότωνε με περίστροφα τους οδηγούς των δίκυκλων και που σήμερα δημιουργεί… χωριστές λωρίδες κυκλοφορίας γι’ αυτά, μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν και λέγονται αυτά τα πράγματα.
Μόνο στην Ελλάδα ένα μίνι κοστίζει μισό εκατομμύριο δραχμές, μόνο στην Ελλάδα δίνεται τόση μεγάλη σημασία στο 100ο πρόβλημα στη σειρά των προβλημάτων και αγνοούνται τα προηγούμενα 99.
Οδηγώ το αυτοκίνητό μου στο δασικό δρόμο των Βαρδουσίων χωρίς να αισθάνομαι ταξικά ανώτερος, σεξουαλικά δυνατότερος, οικονομικά ισχυρότερος, πολιτικά σωστότερος.
Οδηγώ το αυτοκίνητό μου με προσοχή και σύνεση όπως όλοι οι ασήμαντοι άνθρωποι του κόσμου, που δε θέλουν τίποτα άλλο από το να επισκεφτούν το χωριό Χρυσοπηγή, όπου κι αν βρίσκεται αυτό.
Κάνω την ευχή να χω πεθάνει όταν θα ‘ρθει η ώρα που οι αμπελοφιλόσοφοι θα ‘χουν πετύχει το σκοπό τους που δεν θα ‘ναι άλλος από το να με τοποθετήσουν μπροστά σ’ ένα κουτί ή σ’ έναν «φωτισμένο» ηγέτη και ν’ αρχίσουν την Κατήχηση.
Τα σκεφτόμουνα όλα αυτά καθώς κατέβαινα το βουνό και ξαφνικά μπροστά μου, σαν έκρηξη με χίλια- δυο χρώματα, πρόβαλε η πεδιάδα.
«Τόση ομορφιά δύσκολα αντέχεται», ξανά ‘πε ο επιβάτης μου.
«Ήταν μια εποχή που χρειάζονταν δέκα μέρες για να κάνεις αυτή τη διαδρομή», απάντησα. «Αυτή η εποχή όμως πέρασε οριστικά».
Στο χωριό που σταματήσαμε για το βράδυ κανείς δεν πρόσεξε –περίεργο- τα σημάδια που μας είχε αφήσει το… αυτοκίνητο!
Με τους κατοίκους του ήπιαμε το ίδιο κρασί και μεθύσαμε με διαφορά έξι λεπτών ο ένας απ’ τον άλλον…
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ