Μαύρη λίμνη ήταν το Αιγαίο εκείνη τη νύχτα καθώς πηγαίναμε με το πλοίο προς την Κάλυμνο: Καθόμασταν στη γέφυρα, κουβεντιάζοντας με τον καπετάνιο και το δεύτερο, κοιτώντας τη θάλασσα που δε ρυτίδιαζε ούτε για αστείο, χαζεύοντας την Αφροδίτη που έλαμπε τόσο δυνατά κι είπα στον καπετάνιο αν είναι φάρος και γέλασε. «Θα δεις μόλις πλησιάσουμε! Είναι ξερή, νερό δεν έχει απ’ την από δω μεριά, μόνο ανατολικά έχει παραλίες… Τι άλλο να ‘καναν παρά να παίρνανε των ομματίων τους για τη θάλασσα…».
Πηγαίναμε στο νησί εκπληρώνοντας μια παλιά υπόσχεση που είχαμε δώσει στον εαυτό μας, κάποτε να γνωρίσουμε και να φωτογραφίσουμε τους βουτηχτάδες της Κάλυμνος που τόσα πολλά γι’ αυτούς είχαμε ακούσει…
Η ιδέα να συναντήσουμε έναν απ’ αυτούς τους παλιούς σφουγγαράδες να μας μιλήσει γι’ αυτή την άχαρη δουλειά που στο διάβα της άφηνε πίσω της σακάτηδες και νεκρούς και που εμείς, οι άσπροι της πρωτεύουσας, δεν καταλαβαίναμε. Κουβαλώντας στους ώμους τις μπουκάλες μας, κοντά 120 κιλά μέσα στους σάκους με τα βαρίδια, τις στολές και τις φωτογραφικές μηχανές, βγήκαμε στο μόλο απ’ την πόρτα του σουηδέζικου φέρρυ μπωτ που ξέρασε παραθεριστές, αυτοκίνητα και διοξείδιο του άνθρακα σε μεγάλες ποσότητες.
Σταθήκαμε εκεί, αναπνέοντας βαριά απ’ την προσπάθεια, κοιτώντας μια το λιμάνι και την πόλη που κοιμόταν στο πεθαμένο φως που έριχναν οι λάμπες φθορισμού και μια το βράχο που στέκονταν από πάνω με τα λιγοστά πεύκα γαντζωμένα πάνω του.
Περιμένοντας γνωρίσαμε το Μιχάλη, μισό απ’ τη μέση και κάτω, χτυπημένο απ’ τη μηχανή όπως είπε ο ίδιος, πάσχοντα από τη νόσο των δυτών όπως λένε οι γραμματιζούμενοι και όσοι δεν έχουν νιώσει την ομορφιά του βυθού. «Ούτε που πρόλαβαν να κάνουν τίποτα», λέει ο Μιχάλης, «ψαρεύουμε στην Ιταλία, χρειάστηκαν ώρες μέχρι να με πάνε στο θάλαμο…».
Περάσαμε την ώρα μας γυρίζοντας την πόλη, σκαρφαλώνοντας στο βράχο, φιλοξενούμενοι του κυρ Μανώλη Πιλάτου, μαγαζάτορα της Κάλυμνος και πρεσβευτή καλής θέλησης, μέχρι να πάει οχτώμισι να συναντηθούμε με το δήμαρχο και τον καπετάνιο που θα μας μιλούσε για τη δύσκολη δουλειά και θα μας έδειχνε πώς γίνεται στους βυθούς κάπου κοντά στο νησί.
Ο καπετάν Μικές ήρθε στο ραντεβού φυλαγμένος. Δεν ήξερε τι σόι περίεργοι είναι τούτοι που ‘φθασαν απ’ την Αθήνα να ρωτήσουν για το περήφανο επάγγελμά του.
Με την κουβέντα όμως άνοιξε, είδε ότι η παθιασμένη αγάπη για τη θάλασσα υπήρχε και σε μας κι άρχισε να μιλάει για τα παλιά κι ακούγαμε σαν υπνωτισμένοι πρωινιάτικα.
«Φεύγουμε έξι μήνες το χρόνο για τη Λιβύη- τότε μας άφηναν να ψαρεύουμε- κι άμα ήσουνα βουτηχτής δεν ήσουνα τίποτα. Η ζωή σου δεν άξιζε τίποτα. Όταν τον έναν τον χτύπαγε η μηχανή, φόραγες το φόρεμα και κατέβαινες πίσω στο βυθό, η δουλειά δε σταμάταγε ποτέ…».
«Κι ο χτυπημένος;»
«Άμα ήταν ελαφριά τον αφήναμε κάπου, άμα ήτανε κομμένος τον θάβαν σε καμιά έρημη παραλία. Είναι ένα νησί εκεί στη Βεγγάζη, άμα κοιμόσουνα στην αμμουδιά σ’ έπιανε μιρμιρία. Όλο νεκροκεφαλές και κόκαλα ξέβραζε η θάλασσα από σφουγγαράδες που ‘χαν θάψει στην αμμουδιά».
Διηγείται ο καπετάν Μικές, μιλάει κι ο δήμαρχος και λέει για το ξεκίνημα των καϊκιών για το πολύμηνο ταξίδι: οι γυναίκες κατέβαιναν στο λιμάνι φορώντας άσπρες μαντίλες κι όταν τα καΐκια έστριβαν τον κάβο φόραγαν τις μαύρες…
«Από τους 20 που ξεκινήσαμε μαζί, οι δεκαοχτώ πέθαναν, ένας είναι μισός και μόνο εγώ είμαι ολόκληρος» λέει ο καπετάνιος.
«Ήταν σκληρά τα παλιά χρόνια, σαν το δάχτυλό μου τα σκουλήκια στο νερό, τα παραμερίζαμε για να πιούμε. Και το σκάφανδρο ασήκωτο δε σ’ άφηνε να δουλέψεις παρά λίγα λεφτά της ώρας. Τώρα βουτάμε με το ναργιλέ, τα πράγματα είναι πιο εύκολα αλλά μόνο άμα δουλεύεις μόνος σου. Άμα έχεις άλλους να δουλεύουνε για σένα δε βγαίνει τίποτα, στα τρώνε τα μεροκάματα και τα πετρέλαια…».
Μιλάει ο δήμαρχος.
«Δεν τα μαθαίνετε όλα αυτά μέσα σε μια μέρα. Πρέπει να ‘ρθετε να κάτσετε έξι μήνες, να μιλήσετε για τους παλιούς, ν’ ακούσετε ιστορίες τρομερές. Δεν είχε αξία η ανθρώπινη ζωή εκείνα τα χρόνια. Χάνονταν για λίγες δραχμές…».
«Έχει γραφτεί κανένα βιβλίο για τους Καλύμνιους σφουγγαράδες από Έλληνες;» ρωτάω.
«Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, όχι» απαντάει ο δήμαρχος. Μόνο οι ξένοι έρχονται και μελετάνε και φωτογραφίζουν. Είχαμε εδώ καμιά τριανταριά Ιταλούς επιστήμονες. Κάθισαν καιρό, ρώτησαν, κατέγραψαν, φωτογράφησαν, μελέτησαν. Τους φιλοξενήσαμε όσο μπορούσαμε αλλά δεν τα καταφέρνουμε καλά. Χρειαζόμαστε βοήθεια. Αυτό γίνεται στην Κάλυμνος το θαυμάζουν οι ξένοι και το περιφρονούν οι Έλληνες…».
Στο καΐκι, στο δρόμο προς τ’ ανοιχτά της Τέλενδος, ο καπετάν Μικές Τσαούσης μας μιλάει για το χτύπημα. «Κάπου διακόσιες φορές έχω χτυπηθεί» λέει. «Πότε πιάνομαι εδώ, πότε μαυρίζει εκεί –και δείχνει στα μπράτσα του και στα πόδια του- πότε μουδιάζει πιο κάτω. Ξέρω πώς να το κάνω καλά. Βουτάω πίσω και κάθομαι μια- δυο ώρες στα 15 μέτρα και μετά βγαίνω κι είμαι περδίκι…».
Κι οι προφυλάξεις; Οι πίνακες αποσυμπίεσης; Οι χρόνοι που πρέπει να μείνεις στο κάθε βάθος;
Μας κοιτάει ο καπετάνιος καθώς φοράει τα λάστιχα για να βουτήξει και χαμογελάει μ’ όλα τα όργανα που ‘χουμε επάνω μας, βαθύμετρα, μετρητές αποσυμπίεσης, καρτέλες με τους χρόνους και τα βάθη.
«Όλα αυτά είναι θεωρίες» λέει και φοράει τη μεγάλη μάσκα που μέσα της έχει το ναργιλέ και βουτά στα βαθιά γαλάζια νερά.
Ο πάγκος αρχίζει απ’ τα δώδεκα και φτάνει στα 30 μέτρα, μας προειδοποίησε. Ελάτε όσο κάτω θέλετε.
Βουτάμε πίσω του, από τους 40 βαθμούς, που ήταν πάνω στο καΐκι, στη χλιαρή αγκαλιά της θάλασσας.
Σε λίγο είμαστε στην κορυφή του πάγκου ακολουθώντας τον καπετάνιο που κολυμπάει σαν ψάρι, μπαίνοντας μέσα στις σπηλιές, περνώντας κάτω απ’ τις υποβρύχιες αψίδες, δείχνοντάς μας με το δάχτυλο ανεμώνες και σφουγγάρια, ψάρια και κοχύλια ζωντανά.
«Θα ‘λαζες το επάγγελμά σου καπετάν Μικέ;».
«Με τίποτα στον κόσμο» είχε πει. Μια ώρα αργότερα βγήκα στον αφρό έχοντας πιει και τη ρεζέρβα μέχρι την τελευταία γουλιά.
Όλα τα παιδιά, όλοι οι μεγάλοι, όλοι οι πολίτες της Ελλάδας έπρεπε να ‘χουν δει κι ακούσει για του Καλύμνιους σφουγγαράδες. Κι η τηλεόραση έπρεπε κι αυτή να κατεβεί μαζί τους. Και στα σχολεία να μιλάνε γι’ αυτούς. Όμως το νησί δεν έχει ούτε λιμάνι, μπαίνει η μπουκαδούρα και τα κάνει όλα γυαλιά- καρφιά. Δεν έχει ούτε νερό. Κι ήλθαν οι Ιταλοί να γράψουν γι’ αυτά τα παλικάρια. Κι εμείς που πήγαμε, μισοί πήγαμε γιατί ο χρόνος μας είναι λιγοστός και δεν μπορούμε να φύγουμε για πολύ απ’ τις δουλειές μας.
Γιατί άμα φύγουμε θα γκρεμιστούν και θα ‘ρθουν οι Ιταλοί να τις αναλάβουν κι αυτές.
Τέτοια είναι η χώρα που ζούμε.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ