Σαν
τα τροπικά πουλιά που «υπνωτίζονται»
από τα φίδια (στην πραγματικότητα…
κοκαλώνουν απ’ τον τρόμο!) έτσι κι εγώ
υπνωτίζομαι στη θέα- και στο άκουσμα-
μιας υπερφυσικής νεοελληνίδας μαμάς.
Κάθε φορά που τυχαίνει να βρεθώ κοντά
σε μια απ’ αυτές ξεχνώ τα προβλήματά
μου, διώχνω τις αισιόδοξες σκέψεις μου,
βάζω στην πάντα τα σχέδια της επόμενης
ημέρας και παρακολουθώ, ρουφώ, απολαμβάνω
σαν αφιονισμένος το οπτικοακουστικό
γεγονός.
Πρέπει να το ομολογήσω… Είναι… κακία αυτό που αισθάνομαι! Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτό το δρακουλικό χαμόγελο που διαγράφεται στα χείλη μου…
Ούτε το μεγάλωμα των δύο δοντιών εξηγείται… Ούτε, ακόμα περισσότερο, το ότι νοιώθω ακατάσχετη την επιθυμία να… δαγκώσω την νεοελληνίδα Μητέρα και να πνίξω το θρεφτάρι της. Πρέπει να δω τον ψυχαναλυτή μου για όλα αυτά, αφού πρώτα θέσω υπ’ όψη σας την περίπτωσή μου. Ίσως να παρουσιάζετε κι εσείς τα ίδια συμπτώματα και να μην το έχετε παρατηρήσει… Ή να μη θέλετε να το ομολογήσετε στον εαυτό σας. Δεν είναι βέβαια όλες οι νεοελληνίδες Μητέρες έτσι, αλλά από τη συχνότητα που μεγαλώνουν τα δόντια μου κρίνω ότι είναι αρκετές.
Την περασμένη Κυριακή βρέθηκα σ’ ένα εστιατόριο του Πλαταμώνα που βρίσκεται μέσα στον Όλυμπο, σ’ ένα σημείο που τρέχουν πεντακάθαρα (ακόμα) τα νερά. Στο διπλανό τραπέζι Οικογένεια με δυο ελπίδες που κατέβηκε από κίτρινη Μερσεντές 200.
Η Μητέρα στρογγυλή, επιβλητική, πράσινη κάτω απ’ τα μάτια. Ο Πατέρας υψηλός σε σχήμα ρόμβου, αυστηρός…
«Θα καθίσουμε εδώ που δε φυσάει μην κρυώσουν τα παιδιά» είπε η Μητέρα και διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στον κορμό ενός γεροπλάτανου που πήγαινε πενήντα μέτρα ψηλά.
«Μα δε φυσάει καθόλου» είπε η αρσενική Ελπίδα.
«Μπορεί να φυσήξει αργότερα» απάντησε η Μητέρα. «Είναι απόγευμα».
Οι δύο ελπίδες κάθισαν στις καρέκλες δίπλα στη Μητέρα, που τις σκέπασε αμέσως με δύο πουλοβεράκια. «Είναι ιδρωμένα από τ’ αυτοκίνητο», εξήγησε στον Πατέρα.
Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής.
«Ωραία που είναι εδώ…» είπε η Μητέρα. «Έχει ωραία δέντρα και νερά… Θα ‘χει πολλή υγρασία το βράδυ…».
Στο τραπέζι τους πλησίασε ένα μικρό σκυλάκι, καθαρό κα παιχνιδιάρικο που ανήκε σε μια άλλη οικογένεια που καθόταν δίπλα. Το σκυλάκι κούνησε την ουρά του και η αρσενική ελπίδα άπλωσε το χέρι να το χαϊδέψει.
«ΜΗ, το βρωμόσκυλο! Έχει εχινόκοκκους», τσίριξε η έχιδνα και ένοιωσα το πρώτο μεγάλωμα των χαυλιοδόντων μου.
Το τρομαγμένο παιδί μαζεύτηκε λες και το χτύπησε μαστίγιο και το σκυλί σταμάτησε να κουνά την ουρά του και έγειρε απορημένο το κεφάλι του δεξιά.
«Ξουτ, βρωμόσκυλο», ξανατσίριξε το φίδι υπόκωφα και το ζώο μετακινήθηκε προς το μέρος της Κόρης που στεκόταν ακίνητη σαν ξύλο πάνω στην καρέκλα της. «Μαμααααά… Μηηηή…» ούρλιαξε το παιδί λες και ο βρόγχος σφίχτηκε γύρω απ’ το λαιμό του. «Πάρτο το παλιόσκυλο από δω, μαμαααά», πρόσθεσε, μελανό από την αγωνία, έτοιμο να πεθάνει στα έξι του από καρδιακή προσβολή.
Το ζώο κοντοστάθηκε και αμέσως, τρομαγμένο, χώθηκε κάτω απ’ την καρέκλα της Μητέρας.
Παρακολούθησα τη σκηνή που ακολούθησε σα να έβλεπα μια Μαύρη Τρύπα. Η Μητέρα σηκώθηκε ρίχνοντας την καρέκλα της κάτω, τινάζοντας τα παντελόνια της με τις παλάμες της, ουρλιάζοντας «τρίχες, τρίχες, τρίχες… Πάρτε από δω τους εχινόκοκκους… Τα δυο παιδιά κρύφτηκαν πίσω απ’ τις πλάτες του πατέρα τους που ‘λεγε συνέχεια «ούστ ρε, ούστ ρε, ούστ ρε».
Απ’ το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε ένας νεαρός και πήρε το σκυλάκι, που κόντευε να πεθάνει απ’ το φόβο του, κάτω απ’ την καρέκλα. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα χαμόγελο απογοήτευσης κι εγκατάλειψης. Σα να ‘χε τελειώσει ο αέρας, σα να ‘ταν έτοιμος να βγάλει το στομάχι του.
Η Μητέρα κάθισε στην καρέκλα της μονολογώντας, αραδιάζοντας χαμηλόφωνες κατάρες στο ζώο και τους ιδιοκτήτες του.
Το αρσενικό δίποδο σηκώθηκε. «Μην πας στα νερά» διέταξε η Μητέρα. «Μην πιεις νερό απ’ την πηγή. Είναι παγωμένο», συμπλήρωσε.
Το θηλυκό περπάτησε προς το ρυάκι. «Πρόσεξε τα παπούτσια σου» φώναξε η Μητέρα. «Μην τα βρέξεις. Μην πατάς στις λάσπες. Μην πιάνεις τα ξύλα. Πρόσεξε τ’ αγκάθια…».
Ένα αυτοκίνητο έβαλε μπρος πιο κάτω.
«Πρόσεξε τ’ αυτοκίνητα», φώναξε η Μητέρα. Ένας πιτσιρικάς, γεμάτος χώματα, γιος του ταβερνιάρη, πλησίασε την αρσενική ελπίδα.
«Άστο το βρωμόπαιδο», τσίριζε η έχιδνα και ο βλαξ της έκανε πίσω ένα μέτρο κοιτώντας το άλλο παιδί που έχασε το χαμόγελό του.
Έπιασα τον εαυτό μου να ετοιμάζεται για την επίθεση. Η κραυγή είχε κιόλας γεμίσει το στήθος μου, τα δόντια μου είχαν μεγαλώσει και το ίδιο και τα νύχια μου.
«Τι έπαθες, καλέ;» με ρώτησε η ξαδέρφη μου.
«Τίποτα… Μια αδιαθεσία», απάντησα και σήκωσα το χέρι μου για να κρύψω το αίμα που έτρεχε απ’ τα χείλη μου. «Ένας Δράκουλας δε φέρνει την Άνοιξη», σκέφτηκα καθώς φεύγαμε περνώντας ανάμεσα από άλλες Μητέρες με πράσινο πάνω και κάτω απ’ τα μάτια.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ