Τα δέντρα που στέκουν στο πίσω μέρος της αυλής πρέπει να έχουν γιορτή. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι τ’ ακούω να μιλάνε μεταξύ τους! Συμβαίνει αυτό κάθε χρόνο τέτοια εποχή όταν κάθε Κυριακή πρωί βρίσκω την ώρα να πάω κοντά τους και να τους πιάσω κουβέντα για τα προβλήματά μας.
Κοντεύει να γίνει ρουτίνα πια.
Έβαλα λοιπόν το κεφάλι εκεί ανάμεσα στα κλαδιά κι άκουσα την άνοιξη και φέτος. και πρέπει να σας πω πώς καλά τα Κολούμπια και τα Σογιούζ και οι ηλεκτρονικοί επεξεργαστές, καλή όμως κι η ελληνική άνοιξη που όμοιά της δεν ξέρω αν συμβαίνει σ’ άλλο μέρος του κόσμου. Δεν ακούω μόνο αλλά και παρατηρώ.
Αν λοιπόν κοιτάξει κανείς από πολύ κοντά ανακαλύπτει πώς γίνεται μεγάλη αναστάτωση καθώς διάφοροι κύριοι με τέσσερα ή έξι πόδια, με δαγκάνες ή κεραίες, με περικάλυψη μαλακή ή σκληρή βγαίνουν από αυγά και νύμφες κι αρχίζουν το θεάρεστο έργο της… καταστροφής!
Κι αυτό είναι κάτι που με βρίσκει σταθερά αντίθετο, γιατί τα δέντρα είναι φίλοι μου και κανείς δεν τα βάζει με τους φίλους μου χωρίς να πληρώσει.
Κάθε Κυριακή λοιπόν παίζουμε τους στρατιώτες στα χαρακώματα καθώς, πεσμένος μπρούμυτα, προσπαθώ να τους ανακαλύψω και να τους εξολοθρεύσω μ’ ένα απ’ τα φυτοφάρμακα τα οποία, μετά από σοβαρή μελέτη και πολλές συμβουλές, αγόρασα.
«Τι είναι τούτος ο κύριος;», λέω μόνος μου. «Ανάρσια, καρπόκαψα, εξώασκος ή Κορύνεον;»
Μάταιος ο κόπος.
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω και, κατά τα φαινόμενα, ποτέ δεν πρόκειται γιατί είναι τόσα πολλά που μόνο αν εφαρμόσει κανείς την τακτική της καμένης γης (χρησιμοποιήσει όλα τα εντομοκτόνα) έχει ελπίδες ν’ απαλλαγεί από τους σαμποτέρ, αλλά, αν δεν προσέξει, κι απ’ τα δέντρα.
Στην αυλή υπάρχουν πολλά δέντρα. Το ένα δίπλα στ’ άλλο. Πολλά φυτεμένα εδώ και 25 χρόνια, άλλα φυτεμένα από μένα κι αγορασμένα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και φερμένα στην Αθήνα «σαν μωρά» που λένε.
Έξω απ’ το σπίτι, στο οικόπεδο που εύχομαι ποτέ να μη γίνει πολυκατοικία, οι μαργαρίτες κοντεύουν να σκάσουν κι αυτές απ’ το κίτρινο που μεταφέρουν. Τέτοιο χρώμα ούτε να το προγραμμάτιζες δεν μπορούσες να το έχεις.
Κάθε πρωί που φεύγω σαν τον κυνηγημένο για τη δουλειά, σκέφτομαι πως όπου να ‘ναι θα εμφανιστούν κι οι παπαρούνες, θα βγουν και τ’ άνθη στο νυχτολούλουδο που στέκει κάτω απ’ το μπροστινό παράθυρο και που ήρθε σπίτι μετά από μεγάλο και προσεκτικό ταξίδι απ’ τη Λαμία, θα μεγαλώσει –ίσως- κι η ρολογιά, το λουλούδι των παιδικών μου χρόνων που το ‘βλεπα να σκαρφαλώνει στις μάντρες των καλοκαιρινών κινηματογράφων στο Κουκάκι και τον Άγιο Δημήτρη Βουλιαγμένης.
Όλα τα πιάνει πυρετός αυτή την εποχή. Ακόμη κι ο κισσός, που βγαίνει μόνος του στη μάντρα, έχει φύλλα από πράσινο δυνατό που είναι μεγάλα σαν ένα πιάτο φαγητού το καθένα.
Όλα τα παλιά σπίτια με τις αυλές έχουν από μια κληματαριά και τούτο το παλιό σπίτι δεν μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.
Στέκει τώρα κλαδεμένη κι αμίλητη, αλλά ξέρω πως μέσα της τρέχουν χυμοί κι ετοιμάζουν τα φύλλα και τους καρπούς και τη σκιά του καλοκαιριού.
Δεν είναι όμως πάντα όλα όμορφα την άνοιξη. Πέρυσι τέτοια εποχή πέθανε η μια απ’ τις δυο βερικοκιές έτσι ξαφνικά, μέσα σε έξι μέρες μαράθηκε, έριξε τα φύλλα της και έμεινε εκεί με τα κλαδιά της απλωμένα να μην κάνει τίποτα.
«Τι έχει;» ρώτησα το φίλο μου.
Μου είπε. Ένα ζωύφιο. Ούτε θυμάμαι τ’ όνομά του.
Θυμάμαι όμως τα μούτρα του!
«Τρώει την ψίχα και δεν ανεβαίνουν οι χυμοί και το δέντρο πεθαίνει», είπε ο φίλος μου.
«Και τι κάνουμε;» ρώτησα.
«Το ψεκάζουμε» απάντησε και άρχισα να το ψεκάζω με Azimphos- 40 και μαλαθείο και sevin- 85 και mikrolux 80 και perfekthion- 40 και να το αλείφω και να του μιλάω.
Τα ’χασαν οι μέλισσες. Τι κάνει αυτός με το δέντρο, σκέφτηκαν.
Μάταιος κόπος.
Το έντομο εξακολουθούσε να με κοιτάει απ’ τις τρύπες του.
Έβαλα λοιπόν εμπρός τα μεγάλα μέσα. Πήγα κι αγόρασα σύριγγες αποστειρωμένες και άρχισα να κάνω ένεση σε κάθε μια από τις 1000 τρύπες που έχει η βερικοκιά μου.
Χαμένος ήταν ο κόπος μου.
Το ζωύφιο είχε κάνει καλά τη δουλειά του και το δέντρο πέθανε και δεν πρόλαβε να δει το καλοκαίρι…
Φέτος την Άνοιξη βλέπω πάλι μαύρα κεφαλάκια να με κοιτάνε απ’ τον κορμό της μιας βερικοκιάς και καθόλου δε μ’ αρέσει το βλέμμα τους.
Ετοιμάζω λοιπόν τα φάρμακά μου και τις σύριγγες για μια νέα επίθεση που ελπίζω να έχει καλύτερα αποτελέσματα απ’ την πρώτη.
Στο μεταξύ δεν παύω να παρακολουθώ τα όσα συμβαίνουν στην αυλή μ’ ενδιαφέρον και αγάπη.
«Τυχερέ», ίσως θα πείτε, «ζεις σ’ ένα σπίτι με αυλή».
Αν μόνο μπορούσα να γράψω τις λέξεις που ο νόμος μου απαγορεύει!
Θα σας έλεγα για τις κυράτσες και τους γερο- παρατατικούς που μένουν σε σπίτια με αυλές αλλά και σε διαμερίσματα με μπαλκόνια τεράστια και που ποτέ στη ζωή τους δε μπόρεσαν να φυτέψουν ένα λουλούδι, ν’ αγοράσουν μια γλάστρα, να βάλουν ένα δεντράκι.
Θα σας έλεγα για τις κυρίες με το πράσινο κάτω απ’ τα μάτια που τα χεράκια τους ποτέ δεν έπιασαν χώμα.
Για τις Μητέρες που δεν αγοράζουν γλάστρες για «να μην έχει χώμα στο σπίτι» και «το πιάνουν τα παιδιά», για τους διαχειριστές των πολυκατοικιών που κάνουν μηνύσεις επειδή κάποιος ποτίζει τα λουλούδια του και για τους μαγαζάτορες που ρίχνουν πετρέλαιο στα μικρά δεντράκια που βρίσκονται μπροστά στα εμπόριά τους για να μαραίνονται και να μην τους κόβουν τη «θέα».
Θα σας έλεγα για τους χοντροκέφαλους οδηγούς που παρκάρουν στα πεζοδρόμια και σπάνε τους κορμούς των μικρών δέντρων, θα σας έλεγα για την τοπική αυτοδιοίκηση που ξέρει να φτιάχνει δρόμους από άσφαλτο, αλλά δεν ξέρει –δεν έχει μάθει- να φυτεύει και να συντηρεί δέντρα.
Θα σας έλεγα ακόμη για τις δεκάδες τρύπιες σωλήνες της Εταιρείας Υδάτων που τρέχουν χρόνια τώρα στους δρόμους της Αθήνας χωρίς κανείς να τις επισκευάζει, θα σας έλεγα για την τιμή του νερού που έφτασε στα ουράνια και τώρα σκέπτεσαι να ποτίσεις τα όμορφα δεντράκια, θα σας έλεγα για τα παρτέρια που είναι όλα καταπατημένα και τα λουλούδια που είναι όλα ξεριζωμένα.
Θα σας πρότεινα να πάτε να δείτε τα δέντρα που βρίσκονται στη μέση της λεωφόρου Κηφισίας και τα άλλα που βρίσκονται στη Συγγρού, θα σας ζητούσα να κοιτάξετε τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών για να δείτε μόνο ντουλάπες και μανταλάκια και πολυθρόνες «κήπου», αλλά ούτε μια γλάστρα, ούτε ένα πράσινο φύλλο.
Φαντάζομαι ότι για τη θλιβερή αυτή κατάσταση «φταίει το σύστημα» που εμποδίζει τους «καταπιεσμένους» συμπολίτες μας ν’ αγοράσουν γλάστρες.
Όπως φταίει το σύστημα και στο σπίτι που η αυλή του έχει μόνο πλάκες «Πηλίου» και τσιμέντο και χαλίκι άσπρο για «να μην πατάνε οι γάτες στο χώμα και λερώνουν τη βεράντα».
Για όλα φταίει το σύστημα και η πόλη αυτή κοντεύει να πνιγεί απ’ το τσιμέντο.
Έφυγα απ’ την πολυκατοικία που ‘μενα στο Παγκράτι, όταν η υστερική κυρία που καθόταν από κάτω σήκωνε επανάσταση γιατί τα νερά απ’ τα λουλούδια «βρώμιζαν» τη βεράντα της.
Κι ορκίστηκα πως ποτέ πια δεν θα ξαναγυρίσω στα κουτιά, έστω κι αν η ανάγκη το φέρει να ζω σ’ ένα σπιτάκι στην Κερατέα και να ‘ρχομαι τα χαράματα στη δουλειά μου με το πρώτο λεωφορείο.
Με κανέναν τρόπο δε σκοπεύω να χάσω την ιεροτελεστία της άνοιξης που κάθε χρόνο στριμώχνεται στα δέντρα του μικρού κήπου.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ