Οι αναγνώστες αυτής της στήλης θα έχουν πια καταλάβει το μεγάλο πάθος που έχω με τις μηχανές.
Είναι ένα πάθος άσβηστο που ξεκίνησε ένα πρωινό του 1948 (;) όταν, χαμηλά πάν απ’ την Αθήνα, πέταξαν δύο ή τρία Γκλώστερ Μέτεορ, δικινητήρια βρετανικά αεροπλάνα που στάλθηκαν από τον Τσώρτσιλ για να τρομοκρατήσουν με τον θόρυβό τους τούς ιθαγενείς του μαλακού υπογάστριου και θερμοκέφαλους βεδουίνους που δεν υπάκουαν στους βασιλιάδες και τους συνταγματάρχες της εποχής.
Τι ήξερε όμως ένας κουρεμένος «γουλί» πιτσιρικάς της εποχής εκείνης για την πολιτική;
Τίποτα απολύτως πέρα από τις ευκαιρίες που είχε να μαζεύει σφαίρες και κάλυκες και ράβδους πυρίτιδας που, με εκπληκτική ευκολία, αφαιρούσε- μαζί με άλλους πιτσιρικάδες σε ημιάγρια κατάσταση- από τις οβίδες που ανακάλυπτε στα οικόπεδα, τις αποθήκες και τις ταράτσες των σπιτιών που βρίσκονταν γύρω απ’ το Σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη.
Εκείνο το πρωινό, λοιπόν, είχαμε ακούσει απ’ το Τέζλα ότι αεροπλάνα της ΡΑΦ θα κάνουν επίδειξη πάνω απ’ την Αθήνα κι είχαμε στηθεί, καμιά εικοσαριά, στα κεραμίδια περιμένοντας τη μεγάλη στιγμή.
Οι ώρες περνούσαν και τίποτα δεν γινόταν κι οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, ότι έπεσαν τα αεροπλάνα και σκοτώθηκαν χειριστές, ότι έγιναν κομμάτια σπάζοντας το φράγμα του ήχου και ψάχνει ο στρατός να τους βρει και θέλαμε να ξεκινήσουμε κι εμείς να πάμε να βρούμε τα συντρίμμια μήπως τύχει και πάρουμε τα όργανα και τις σφαίρες και…
Χίλιοι κεραυνοί!
Πάνω απ’ τα ονειροπαρμένα κεφαλάκια, τα γεμάτα κάρκαλα και καρούμπαλα απ’ τον πετροπόλεμο και τις μπουνιές πέρασαν τα Μέτεορ βαμμένα σε χρώματα καφέ και πράσινο και χάθηκαν προς τη μεριά του αεροδρομίου του Ελληνικού.
Βουβαθήκαμε.
Αν κανείς ακουμπούσε τα αδύνατα χέρια κάτω απ’ τις χοντροπλεγμένες μπλούζες θα ’νιωθε τις τρίχες σηκωμένες απ’ τη συγκίνηση, τέτοιο ήταν το σοκ από το πέρασμα.
Δεν αξίζει να πω περισσότερα για τις κουβέντες που επακολούθησαν.
Για μήνες η γειτονιά βούιζε απ’ τις συζητήσεις, ομάδες μικρές στα κατώφλια και κάτω απ’ τα χλωμά φώτα των δρόμων έδιναν, η καθεμιά, τη δικιά της εξήγηση στους κινητήρες, στην πτήση, στην ταχύτητα και στις πολεμικές επιδόσεις του αεροπλάνου.
Όλοι οι σκελετωμένοι, βρωμιάρηδεςκαι ονειροπαρμένοι πιτσιρικάδες της γειτονιάς του Νέου Κόσμου φαντάζονταν τους εαυτούς τους πιλότους των Μέτεορ να διασχίζουν τους αιθέρες, να φτάνουν ψηλά στα σύννεφα και πέρα απ’ αυτά να χάνονται στην καμπυλότητα του πλανήτη.
Τις συζητήσεις ακολουθούσε η μανιασμένη ανάγνωση της εγκυκλοπαίδειας, η αποστήθιση των κατορθωμάτων του Μογγολφιέρου, η τραγική μοίρα του Ίκαρου, τα βιβλία του Ιούλιου Βερν, μεγάλου δάσκαλου των πεινασμένων παιδιών της κατοχής που οι πατεράδες τους αγόραζαν χαρούπια μετά το τέλος της λειτουργίας κάθε Κυριακή κι εκείνα τα μασούλαγαν με βουλιμία, ταξιδεύοντας από τη Γη στη Σελήνη, πηγαίνοντας 20.000 Λεύγες υπό την θάλασσαν, ταξιδεύοντας στις στέπες της Ρωσίας με τον Μιχαήλ Στρογκώφ, διασχίζοντας την Ασία και την Κίνα, ταξιδεύοντας με τον υπερσιβηρικό σε κατάλευκες απ’ το χιόνι πεδιάδες, παρακολουθώντας γεμάτα δέος τους καταρράκτες στη λίμνη Βικτώρια, τους ελέφαντες και τις ζέβρες, τους πύθωνες στο Ορενόκο, τους μαύρους βράχους στη Γη του Πυρός και τα πλοία των Σκώτ και Αμούνδσεν ν’ αποπλέουν… Ήταν χρόνια δύσκολα, με λιγοστό φαΐ και τρύπια ρούχα και πολυβόλα και νεκρούς στους δρόμους, αλλά ήταν και χρόνια έντονης ανησυχίας και απόλυτης ελευθερίας για τους μικρούς της Αθήνας.
Πέρασε λοιπόν εκείνη η Κυριακή αλλά η εικόνα των αεροπλάνων ποτέ δεν έσβησε (ευτυχώς) απ’ το μυαλό μου, μόνο έμεινε εκεί και έκαιγε σαν πυρωμένο σίδερο.
Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω αεροπλάνα.
Μικρά και πρωτόγονα στην αρχή, με σανίδες και ρουλεμάν από την πλατεία Τσόκρη, πιο σύνθετα και δύσκολα αργότερα.
Η ανάγκη να μάθω περισσότερα για τις αγαπημένες αυτές μηχανές, μ’ έκανε να μάθω εγγλέζικα ξενυχτώντας πάνω απ’ τα βιβλία και τα περιοδικά μ’ ένα λεξικό στο χέρι, ακούγοντας το Μπι Μπι Σι απ΄ το παλιό ραδιόφωνο, σκαλίζοντας σαν ποντικός στα υπόγεια βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι.
Πέρασαν έτσι τα χρόνια μέχρι που κάποιο καλοκαίρι, εκεί γύρω στο 1952, ήλθα πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια.
Καθώς περπατούσα σ’ ένα χωράφι (τότε) του Νέου Ψυχικού αντίκρισα ένα αεροπλάνο αληθινό να πετάει λίγα μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι μου, η τεράστια ξύλινη προπέλα να γυρίζει αργά… Πίσω του έτρεχαν με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους δυο άνθρωποι. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια μου κι εγώ το ’πιασα στα χέρια μου και το κοίταγα περιμένοντας να φτάσουν οι λαχανιασμένοι ιδιοκτήτες του.
Ήταν ένα λαστιχοκίνητο μοντέλο το πρώτο μου αεροπλάνο, φτιαγμένο απ’ τον ζωγράφο Γιώργο Μανουσάκη και τον αδερφό του Μιχάλη. «Ξέρετε κι εγώ φτιάχνω αεροπλάνα και θα ’θελα, παρακαλώ να μου πείτε…». «Ησύχασε, φίλε μου», είπε ο Γιώργος, «έλα σπίτι και θα σου δείξουμε τις κόλλες και τα χαρτιά και τα ξύλα μπάλσα και τα λάστιχα…». Ακολούθησα σαν υπνωτισμένος κι από τότε ποτέ δεν χώρισα με τον Γιώργο Μανουσάκη, μεγάλο Έλληνα ζωγράφο και λάτρη της αεροπορίας και των αγριολούλουδων της πατρίδας μας και της ζωγραφικής με τη σειρά που τα λέω.
Μαζί οι τρεις μας φτιάχναμε ανεμόπτερα κι αεροπλάνα και σκάφη και τα πετούσαμε στα χωράφια του λεκανοπέδιου κι αισθανόμαστε μια γέμιση που κανένα σφαιριστήριο και καμιά ντισκοτέκ δεν μπορούσε να μας δώσει, αν κι απ’ αυτά ακολούθησαν πολλά σε μια άλλη εποχή που δίπλα στα αεροπλάνα τοποθετήθηκε και το Ροζικλαίρ και το Μεγάλο Άλφα.
Τα βράδια ο Γιώργος ζωγράφιζε και μιλούσε για τα χρόνια του πολέμου και την τέχνη του, για τα χρώματα και τις εποχές, για τα Νίμπους και τη Νεφέλη, τ’ ανεμόπτερο που πάντα σχεδίαζε να φτιάξει και που θα ήταν το καλύτερο ανεμόπτερο απ’ όλα όσα είχαν μέχρι τότε βγει απ’ το εργαστήριο.
Πέρασαν όμως κι αυτά τα χρόνια και, μόλις έκλεισα τα δεκαπέντε πέταξα το πρώτο μου πραγματικό ανεμόπτερο και μετά αληθινά αεροπλάνα κι αυτοκίνητα αγωνιστικά και αεροπλάνα μαχητικά και μοτοσικλέτες και ό,τι είχε μηχανή και κινιόταν.
Και τι δεν άκουσα γι’ αυτές μου τις αγάπες.
Με κοίταξαν στραβά διοπτροφόροι κουλτουριασμένοι, στράβωσαν τις μυτούλες τους δεσποινίδες με ταγάρια, πολιτικοί τρίτης κατηγορίας εκφράστηκαν ειρωνικά, ποιητές κούνησαν το κεφάλι με οίκτο, συγγραφείς με κατηγόρησαν σαν «φθοροποιό στοιχείο», τηλεκριτικοί με χαρακτήρισαν σαν τον «κ. Καβαθά των αυτοκινήτων», διευθυντές σύνταξης μου ανακοίνωσαν ότι «με πήραν να γράφω για μάρκες», κυρίες έκαναν τσ τσ τσ και έσπευσαν να προφυλάξουν τους κλώνους τους όταν τους είπα ότι λαβαίνω μέρος σε αγώνες, πατεράδες άπλωσαν προστατευτική τη σκέπη τους πάνω απ’ τους γόνους τους όταν τους είπα ότι χρησιμοποιώ μοτοσικλέτα…
Για τίποτα απ’ όσα έκανα ή κάνω δεν ντρέπομαι. Αντίθετα, είμαι περήφανος γι’ αυτά και τους χρωστάω και ό,τι– λίγο- κατάφερα να κάνω στη ζωή μου.
Κι εύχομαι κι άλλοι πιτσιρικάδες να νιώσουν τα ίδια και να καταλάβουν ότι, πέρα απ’ τα αντίντας και τα ντάνχιλ και τις ατέλειωτες κουβέντες για θεωρίες νεφελώδεις και συστήματα ονειρικά, υπάρχουν κι άλλα όμορφα πράγματα σ’ αυτό τον πλανήτη που ΔΕΝ είναι καταδικασμένος και ξοφλημένος όπως οι μυστακοφόροι του μπιντέ θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε. Μπορεί σήμερα να μην πετάνε τα Μέτεορ αλλά πετάνε τα Σογιούζ και τα Σαλιούτ και τα Κολούμπια και υπάρχουν γρήγορα αυτοκίνητα και γρήγορες μοτοσικλέτες και πίστες για να λάβει κανείς μέρος σε αγώνες* και πολυτεχνεία και πανεπιστήμια για να μορφωθεί και να μπορεί να σχεδιάζει όλες τις υπέροχες μηχανές.
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΒΑΘΑΣ