Τα χέρια του έμοιαζαν με φίδια κόμπρα. Σηκώνονταν λίγο, στέκονταν ακίνητα μέχρι το θύμα να βγάλει τα λεφτά απ’ την τσέπη του και μετά ορμούσαν μπροστά κι άρπαζαν το χιλιάρικο και το εξαφάνιζαν πριν ο άλλος προλάβει να πει πατάτες. Μουστακαλήδες ντόπιοι και ξενόφερτοι στέκονταν σα χατζηαβάτηδες μπροστά στις ψησταριές, παράνομα αγριοχτίσματα της μιας νύχτας, με τζαμαρίες λιγδωμένες και μωσαϊκά γεμάτα λάδια και ψίχουλα κι από πάνω χλωμοί λαμπτήρες φθορισμού γεμάτοι μυγοχέσματα.
«Μια κεφτέδες, μια πατάτες και δυο φιάλες» έδινε εντολή ο ξενόφερτος στην αδερφή που είχε κουβαλήσει μαζί του απ’ την Αθήνα και του ‘κανε όλες τις δουλειές και τον καταπίεζε και κοίταγε και τις γκόμενες και θα του ‘βγαζε τα μάτια μόλις έβρισκε την ευκαιρία.
Κι εκείνος έκανε την ανάγκη υπομονή και έφτιαχνε μια μερίδα κεφτέδες 98% ψωμί, 2% κιμάς, μια πατάτες και άνοιγε και δυο φιάλες και τρώγανε οι αλητοτουρίστες που μαγαρίζουνε την παραλία με κονσέρβες και άδεια μπουκάλια νερού και μπαίνουνε στα ‘ρημοκλήσια και κλέβουνε τις πανάρχαιες εικόνες κι άμα δε βρίσκουνε εικόνες κατεβάζουνε ένα κομμάτι τοίχο μαζί με τη ζωγραφιά κι άντε να κάνει τίποτα ο γέρο- νησιώτης που φυλάει τα γίδια του στην πλαγιά.
«Δύο οι κεφτέδες, τρεις οι πατάτες, τρεις οι σαλάτες, δεκατέσσερα τα σουβλάκια, δέκα οι φιάλες» διατάζει ο κοιλαράς Αθηναίος που μυρίστηκε την κονόμα κι έφερε μαζί του κι ένα τσογλάνι κι άνοιξαν TAVERNA που γράφει απ’ έξω Zorba The Greek και Maistrali και Zefiros και πληροφορεί τα υποψήφια θύματά ότι διαθέτει very special greek wine και breakfast και lobster και, πού και πού, mousaka γιατί χωρίς μουσακά Ελλάδα δε γίνεται και μάλιστα το 1980.
Και οι τζαμαρίες; Θεέ της σύγχρονης Ελλάδας, οι τζαμαρίες!
Δίπλα στα κατάλευκα, ευγενικά, λειτουργικά, περήφανα σπιτάκια των παλιών, οι νέοι αγριάνθρωποι σηκώνουν τις τζαμαρίες. Σιδεριές και τζάμι και λίγδα. Και στον τοίχο διακόσμηση με μάρμαρο μαύρο- άσπρο σαν εκείνο το αρχιτεκτονικό κάθαρμα που ο ταξιδιώτης συναντάει στο δρόμο από το Αλιβέρι προς την Κύμη.
Το πρώτο καλοκαίρι γίνεται η «αίθουσα» με τη τζαμαρία πάνω σε κοντή πυλωτή. Το δεύτερο, με την «κονόμα» του πρώτου, γίνεται το πανωσήκωμα που δεσπόζει από μακριά στην ήρεμη πεδιάδα και «βγάζει μάτι» που λένε αλλά ποιος νοιάζεται σ’ αυτή τη χώρα που τα Παιδιά της Σαμαρίνας θάφτηκαν από τους Revolver και τους Kinks, τους Pink Floyd και την Αμάντα Ληρ, την τραβεστί.
Και δίπλα στις «αίθουσες» που γκαρίζει το τζουκμπόξ μέηκ α λιτλ μμμ το μη εντ άιλ μέηκ α λιτλ μμμ το γιου να τα ρουμς φορ ρεντ κάτι τετράγωνα άχαρα με πόρτες πάφιλες πού διαλύονται άμα τις κλείσεις δυνατά και κάτι παράθυρα χωρίς κουρτίνες που αφήνουν τον ήλιο και τις μύγες να μπαίνουν από τις πέντε τα χαράματα κι άντε να κοιμηθεί ο πατέρας με το σορτσάκι τζην και τα πλαστικά πέδιλα και τα δυο παιδάκια που είναι μαύρα και συνέχεια κλαίνε κι εκείνη την ανοικονόμητη συμβία με το σορτσάκι και το ξώπλατο και τα βαμμένα μαλλιά που δείχνουν μαύρα στις ρίζες τους.
Και μέσα στα δωμάτια κάτι κρεβάτια του τάληρου, 1,80 μήκος, 0,60 πλάτος, που άμα τύχει και γυρίσεις απρόσεχτα μπορεί να πέσεις και να τσακιστείς άσε που τα πόδια σου πάντα περισσεύουν και το κεφάλι σου είναι πιο χαμηλά απ’ τις φτέρνες σου γιατί έχουν κάνει οικονομία στα μαξιλάρια.
Τουρισμός ’80 για τους ανθρώπους που δεν μπορούν ή δε θέλουν να πάνε σ’ αυτά τα σικ ξενοδοχεία με τα μπάνγκαλόους και την ντίσκο και τους νεόπλαστους να αλληλοεπιδείχνονται.
Τα δέντρα γεμάτα σκόνη, το ψάρι αγαθό δυσεύρετο και πανάκριβο, η μύγα σύννεφο, στα φέρρυ μποτ καυγάδες ομηρικοί, συμπεριφορά αχρείων. «Τι λε ρε που θ’ αφήσω έξω τις κούρσες, για να βάλω τα μηχανάκια», στα «μηχανάκια» περιμένουν υπομονετικά δεκαοχτάχρονοι νέοι με τις κοπελιές τους που διάλεξαν αυτόν τον τρόπο για να γνωρίσουν τη χώρα τους.
Τουρισμός ’80 σε μια χώρα που ασφυκτιά από τις ψησταριές, που πνίγεται από την τσίκνα τους, που μαγαρίζεται απ’ την παρουσία σου.
Πρέπει να ‘χεις μεγάλη αγάπη μέσα σου για να μπορείς ακόμα να μην αγαπάς και να πολεμάς γι’ αυτήν έτσι που την κατάντησαν οι αγριάνθρωποι που ξεσκίζουν τις σάρκες της και πίνουν το αίμα της.
Πρόσθεσε σε όλα τούτα και τους μπουρλοτιέρηδες, αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη που τινάζουν με τους δυναμίτες τους βυθούς γιατί είναι κερατοτεμπέληδες και βαριούνται να πάνε για δίχτυα όπως οι μεροκαματιάρηδες ψαράδες κι έχεις μια πλήρη, που λένε, εικόνα της νεώτερης καλοκαιρινής Ελλάδας.
Οι ιστορίες έρχονται από παντού. Από τη Νάξο και τη Νιο και τη Μύκονο, που την άφησαν οι κάτοικοι κι έγινε τραβεστί, τη Σκιάθο και την Αλόννησο, τη Σκύρο και τη Μυτιλήνη… Πολύχρωμα λαμπιόνια και ντισκοτέκ και μέηκ α λιτλ μμμ το μι εντ δεη γουιλ μέηκ α λοτ οβ Μμμμ το γιου…
Θέλαμε να ξέραμε όλοι εμείς οι «ξένοι» στην πατρίδα μας πότε θα καταλάβουν οι ντόπιοι τι κάνουν και θα σταματήσουν την καταστροφή…
Φωτογραφία χωρίς σχόλια.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ