Ο μικρός κοιτούσε με άδεια μάτια το πλαστικό αϊτό που κείτονταν ανάποδα στο έδαφος. Κάθε λίγο τραβούσε τον πλαστικό σπάγκο που τον είχε δεμένο και ο «αϊτός» σηκώνονταν μισό μέτρο, έκανε δεξιά και χτυπούσε ντουπ στο χώμα. Ο μικρός τσίριζε υστερικά άααα, ίιιι και διέταζε τον πατέρα του που στεκόταν δίπλα του: Κάνε τον να πετάξει μωρέ.

Και ο πατέρας του κοίταγε κι αυτός το πλαστικό κατασκεύασμα πού ‘ρθε απ’ την Αμέρικα και δεν ήξερε τι να κάνει με το αντικείμενο. Πλήρης σύγχυση. Ολοκληρωτική ανικανότητα. Καθολική έλλειψη φαντασίας. Το διαμέρισμα και η αντιπαροχή, η καταστροφή του χώρου, το ξέσκισμα της γης, το βρόμισμα της θάλασσας, η διάλυση των εθίμων, η απώλεια του εθνικού χαρακτήρα.

Πάει κι η Καθαρή Δευτέρα. Ψόφησε μέσα στα καυσαέρια και στις πλαστικές λαγάνες των υπερφούρνων των προαστίων.

……………..

Η προετοιμασία για την Καθαρή Δευτέρα άρχιζε κάθε χρόνο πολύ νωρίς. Το ίδιο και η κατασκευή του αϊτού που ακολουθούσε πολλά στάδια, ακριβώς όπως γίνεται και στην αεροπορική βιομηχανία, με μια σειρά πρωτότυπα που οδηγούνταν στο τελικό μοντέλο παραγωγής.

Σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι βέργες του σκελετού που στην αρχή ήταν από ξερό καλάμι, αργότερα από προσεκτικά διαλεγμένα πηχάκια, κομμένα με αγάπη από κάποιο μπάρμπα ξυλουργό της Ιλισού ή της Αναπαύσεως που ‘φτιαχνε φέρετρα για να ζήσει.

Διαλέγαμε τις βέργες, προσέχαμε τη «μάνα», βρίσκαμε ένα μεγάλο τραπέζι και χαρτιά πολύχρωμα, λαδόκολλες όπως τις λέγαμε, κι αρχίζαμε την κατασκευή του πρωτότυπου, γεμίζοντας το σπίτι με αλευρόκολλα και κάνοντας τις αντιμανάδες εκείνης της εποχής που δεν τσίριζαν σαν υστερικές κότες κάθε φορά που μας έβλεπαν μέσα στα αίματα, να μας κυνηγούν για να μας τις βρέξουν τόσο χωριάτικα και τόσο αντιπαιδαγωγικά που όλοι μας μεγαλώσαμε με τραύματα και χρειαζόμαστε ψυχανάλυση για να ξεπεράσουμε τα σύνδρομα και να μπορούμε να κάνουμε πιο άνετα τους «προοδευτικούς» που καταπιέζονται και μάχονται για… Άγιε… Αν μόνο μπορούσα να είμαι όχι άνθρωπος αλλά πευκυτάρι μπράουνινγκ πόσους «τραυματισμένους» θα καθάριζα για να καθαρίσει αυτή η χώρα.

Και κολλάγαμε που λέτε τα πολύχρωμα χαρτιά και κόβαμε με ξυράφια και μαχαίρια και καρφώναμε και πλακωνόμαστε στο ξύλο και ανοίγαμε τα κεφάλια μας για μια φούντα της ουράς και κανείς απ’ τους αντιπαιδαγωγικούς γονείς μας δε μας έλεγε «μη» μόνο μας τις έβρεχαν ακόμη περισσότερο. Και κάποια στιγμή, μεγάλη και σπουδαία για ‘μας, παίρναμε τον αϊτό με τη φουντωτή ουρά, την κομμένη με αγάπη και προσοχή, και πηγαίναμε στην αλάνα της περιοχής και εκεί κάποιος έκανε κεφάλι και κάποιος άλλος έπαιρνε το σπάγκο κι έτρεχε σα μουρλός και ο αϊτός σηκώνονταν στο γαλάζιο ουρανό περήφανος, πολύχρωμος, τεράστιος με την ουρά του κόκκινη φούντα, άσπρη φούντα, κόκκινη φούντα, άσπρη φούντα να λαμπιρίζει στον ήλιο της άνοιξης. Αν είχε προβλήματα ευστάθειας τότε τα προβλήματα τα λύναμε σκυμμένοι πάνω απ’ το εξάγωνο χάρτινο πουλί μας, λίγο τα ζύγια πιο μέσα, λίγο το παραμύγι πιο δεξιά, μια φούντα λιγότερη, μια περισσότερη στην περήφανη, ξεδιάντροπη ουρά του. Κι όταν τέλειωνε η δοκιμή, γυρίζαμε πίσω στο σπίτι και διορθώναμε εκείνα τα σημεία που ήθελαν διόρθωμα ή, αν τίποτα δεν πήγαινε καλά, φτιάχναμε απ’ την αρχή ένα καινούργιο χάρτινο πουλί.

Και την Καθαρή Δευτέρα ήμαστε πάντα έτοιμοι. Απ’ τις ταράτσες μας πετούσαμε τις πτητικές μας μηχανές, πιο μεγάλες, πιο πολύχρωμες απ’ ό,τι όλες οι προηγούμενες κατασκευές μας, με τις ουρές τους γεμάτες μισά ή ολόκληρα ξυράφια, όπλα θανατηφόρα για τους άλλους αϊ          τους που πετούσαν στην περιοχή, αφού τους έκοβαν τους σπάγκους κι έκαναν τους πιτσιρικάδες να τρέχουν προς του Μετς και το Στάδιο για να τους μαζέψουν.

Γεμάτος ήταν ο ουρανός την Καθαρή Δευτέρα με τα εξάγωνα χάρτινα πουλιά που ανάμεσά τους πετούσαν τα σμυρνάκια. Γεμάτος χρώμα και χαρά και παιδική δημιουργία και πρωτοβουλία καθώς οι αϊτοί χάνονταν σε ύψη δυσθεώρητα κι ο σπάγκος (αληθινός σπάγκος προσεκτικά κερωμένος) μας έκοβε τα δάχτυλα τόσο που έτρεχε αίμα…

Και πετούσαμε και πετούσαμε τους αϊτούς μας μέχρι να πέσει το σκοτάδι ή μέχρι να πιαστούν στα σύρματα και να τους βλέπουμε μετά όλο το χρόνο εκεί επάνω, πρώτα να χάνουν τα πολύχρωμα χαρτιά τους, μετά τα τσαχπίνικα σκουλαρίκια τους και τέλος τη φουντωτή ουρά τους και να μένουν, το χειμώνα, μόνο οι βέργες του σκελετού να γυρίζουν γύρω- γύρω απ’ τον αέρα…

……………

«Θέλω να πετάξει. Θέλω να πετάξει», ούρλιαξε σαν υστερικό το πλάσμα που ήταν μπροστά μου τραβώντας με μανία το πλαστικό νήμα που οδηγούσε στο πλαστικό κτηνούργημα που χτυπιόταν στο έδαφος. «Θέλω να το κάνεις να πετάξει», διέταξε τον πατέρα του.

Κι ο κακομοίρης, οπαδός της σύγχρονης παιδαγωγικής καθώς φαίνεται, έπιασε το λαμπρό του παιδί και του «εξήγησε» ότι είναι πολύ δύσκολο να πετάξει ο αϊτός διότι η ώρα είναι μία και θα φωνάζει η μαμά που περιμένει στο σπίτι για περιδρόμιασμα.

Ούτε αυτός δεν ήξερε πώς φτιάχνεται και πώς πετάει ένας αληθινός αϊτός.

Αι στο διάβολο, είπε φωναχτά και απεχώρησα.

Μοιραστείτε το Άρθρο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email
Print

Απάντηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΡΘΡΩΝ
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  
Εγγραφή στο Ιστολόγιο μέσω Email

Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.