ΤΑΜ,
ταμ, ταμ… Τραγουδούσε κι οδηγούσε τ’
αυτοκίνητό του στη μεγάλη πόλη. Είχε
πάθει μεγάλη ζημιά εδώ και δύο χρόνια
τώρα και, εκτός από το «τικ» που είχε
αποκτήσει να μιλάει στον εκφωνητή του
ραδιοφώνου που έλεγε τις ειδήσεις είχε
κι άλλα πολλά… Ο τρελός οδηγός…
Επιτρέψτε μου να σας πω την ιστορία του όπως ακριβώς την έζησα γιατί είναι μια απ’ αυτές τις ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχουν πια οδηγοί και φυσικά δε θα υπάρχουν τρελοί οδηγοί…
Νάτον λοιπόν που πήγαινε στη μεγάλη πόλη με το όχημά του. Και τραγουδούσε το τραγουδάκι του. Το όχημα το είχε αποκτήσει τρεις μήνες πριν. Είχε πάει σε μια έκθεση και είχε πει στον πωλητή:
– Θέλω ένα οκτώ ίππων με τέσσερις πόρτες, τέσσερα καθίσματα και χρώμα γαλάζιο ανοιχτό.
– Μάλιστα, είχε απαντήσει ο πωλητής. Υπογράφετε εδώ παρακαλώ; Και μου δίνετε 164.000 π ρ ο κ α τ α β ο λ ή…
Ήταν η πρώτη του επαφή με την τρομερή αρρώστια. 164.000 προκαταβολή και είχε μόνο 110.000 και έπρεπε να μαζέψει άλλες 54 και μετά άλλες ποιος ξέρει πόσες, αφού οι «συναλλαγματικές διακυμάνσεις» θα επηρέαζαν την τιμή του αυτοκινήτου.
Μετά από 32 μέρες του τηλεφώνησαν.
– Ήλθε το αυτοκίνητό σας, του είπαν. Μπορείτε να περάσετε να το πάρετε και να φέρετε, αν σας είναι εύκολο και 30.000 δραχμές ακόμα. Τα πήγε και το μυαλό του είχε ήδη γκρίζες σκιές στις γωνιές του.
– Εισφορά, διαφορά, αναφορά, καταφορά. Έξοδα ΤΣΑΙ, ΠΑΙ, ΛΑΙ… Και Τέλη Σταθμεύσεως Απογειώσεως και Προσγειώσεως και Καθαριότητος. Και Χαρτόσημα και Αγγελιόσημα και Γραμματόσημα, συν ΕΛΠΑ, συν Τελωνείο, συν ΕΟΚ, συν Δήμος, συν ΕΡΤ, συν συμβόλαια ίσον… ίσον… ΊΣΟΝ… Διακόσιες δέκα χιλιάδες δραχμές.
– Ω Θεέ μου, πρόλαβε να πει ο οδηγός, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα γιατί ήταν βαθιά μέσα στην περιπέτεια και δε μπορούσε να κάνει πίσω. Και τα πλήρωσε και το πήρε. Και βγήκε έξω. Πήγε να βάλει βενζίνη.
– Με συγχωρείτε, είπε. Πόσων οκτανίων είναι η σούπερ;
– Λα, λα, λα, λαλαλά, είπε ο πωλητής. Από π ο ύ ήλθατε εσείς;
– Από ‘δω, είπε ο οδηγός αχνά. Μπορείτε να μου βάλετε 40 λίτρα και 24- 28 στα λάστιχα;
– 40 λίτρα και 24- 28 στα λάστιχα έρχονται!
Πλήρωσε κι έφυγε αλά το όχημα πηδούσε κάθε τρία μέτρα σαν καγκουρό. Και η θερμοκρασία έφτασε στα 100 και στο φρενάρισμα πήγαινε μια από δω και μια από κει…
Τι να συμβαίνει άραγε; Σκεπτόταν. Και πάει σ’ ένα άλλο πρατήριο την άλλη μέρα και λέει:
– Βάλτε μου 40 λίτρα «κοινή» και ελέγξτε μου τις πιέσεις, παρακαλώ.
– 40 λίτρα κοινή και ελέγχω τις πιέσεις, φωνάζει ο υπάλληλος και ελέγχει τις πιέσεις.
– 16, 19, 23, 43 οι πιέσεις κύριε! Τι κάνατε με τα λάστιχά σας; Δοκιμές επιπλεύσεως;
Ο οδηγός μας πλήρωσε κι έφυγε και τ’ αυτοκίνητο πετούσε και δεν έβηχε πια και φρενάριζε σωστά και σκέφτηκε ότι η απλή που μόλις έβαλε ήταν σούπερ και η σούπερ που είχε βάλει χθες ήταν απλή…
Και ψιθύρισε: Ταμ, ταράμ, ταμ, ταμ, ταμ. Και την ώρα που ψιθύριζε έβγαλε μια δυνατή φωνή.
– Ωωωχ! Τα μάτια μου. Και μάζεψε τους φακούς επαφής με μεγάλη προσοχή από το πάτωμα. Και μόλις τους φόρεσε και κοίταξε έξω είδε ένα τεράστιο χαντάκι, βάθους 33 εκατοστών. ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΡΓΑ, έλεγε μια πινακίδα 10 Χ 10 εκατοστά και μια λάμπα πετρελαίου φώτιζε ένα αργοπορημένο μυρμήγκι στο χώμα…
– «περίεργα πράγματα σκέφτομαι και βλέπω» σκέφτηκε ο οδηγός. Και ξεκίνησε και μόλις έκανε τρία μέτρα άκουσε:
– Φρρρρρ!
– Ποίος, πού, πότε; Είπε.
– Άδεια και δίπλωμα είπε ευγενικά ο τροχονόμος.
– Γιατί; Είπε ευγενικά ο οδηγός.
– Διότι εκκινήστε άνευ φώτων, είπε ο τροχονόμος. Και την άλλη μέρα πήγε στο δικαστήριο και είπε την ιστορία με τη λακκούβα, και τη λάμπα και το μυρμήγκι, και ο δικαστής κούνησε το κεφάλι του και έβαλε το δάχτυλό του στο δεξί του κρόταφο…
Κι έφυγε. Κατά 500 δραχμές ελαφρότερος.
– Τσιγάρα, σκέφτηκε. Και σταμάτησε να πάρει τσιγάρα αλλά ο περιπτεράς δεν είχε ρέστα και πήγε απέναντι στο καφενείο να χαλάσει και μόλις γύρισε δεν είχε πινακίδες!
Ταμ, ραμ, ταμ, ταράμ… Και περπάτησε στο σπίτι του γιατί ήθελε να πάρει λίγο αέρα.
Πέντε μέρες μετά πήρε τις πινακίδες του, τις βίδωσε και βγήκε στους δρόμους. Δεν ήταν στους δρόμους μισή ώρα και άρχισε η Μεγάλη Βροχή.
Μέσα σε τέσσερα λεπτά ο δρόμος είχε αλλάξει μορφή!
– Καλέ κοίτα, είπε. Ένα ποταμάκι! Τι ωραίο! Δεν πρόλαβε να τελειώσει και το ποταμάκι έγινε ποτάμι, ποτάμαρος, ποταμάρα!
– Χα- χόι… Φώναξε. Κι άρχισε να τραγουδά παλιό πειρατικό τραγούδι εκεί που καθόταν στη μέση του δρόμου με τα παντελόνια μέχρι τα γόνατα και τ’ αυτοκίνητό του γεμάτο νερά και τη μηχανή του γεμάτη λάσπες… Πρέπει να είναι τα Τέλη Σταθμεύσεως που πλήρωσε. Ή όχι! Πρέπει να είναι τα Τέλη Καθαριότητος! Και συνέχισε δυνατά: Χοχό- χοχό! Σ’ ένα βαθύ μπουντρούμιιιι. Χό- χό- χοχό. Για ένα μπουκάλι ρούμι.
– Τι κάνετε εσείς εδώ; Ρώτησε ο τροχονόμος απ’ το ταχύπλοο.
– Τραγουδώ, είπε ο οδηγός.
– Εμποδίζετε την κυκλοφορία, είπε ο τροχονόμος και του έκοψε βρεγμένη κλήση και την πήρε σα βρεγμένη γάτα και του ξαναπήραν τους αριθμούς για πέντε μέρες.
Κολύμπησε σπίτι του, έσπασε το πόδι του στις κοτρόνες που είχε αφήσει η διπλανή πολυκατοικία, η ΜΕΗ, ΔΕΑ, ΣΕΑ και τα λοιπά, τα οποία δε χρειάζεται να επαναλάβω, έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι, βγήκε και κατάφερε να βάλει το κλειδί στην πόρτα του.
Πέντε μέρες μετά πήρε τις πινακίδες του και ξαναβγήκε στους δρόμους.
Κι εκεί που πήγαινε το όχημα χάλασε.
Μια και δυο πάει στο συνεργείο. Της Αντιπροσωπίας.
– Χάλασε, είπε.
– Μάλιστα, του είπαν. Θα το φτιάξουμε. Και φώναξαν το δοκιμαστή και του είπαν να πάει βόλτα να δει γιατί κάνει αυτόν το θόρυβο. Γύρισε ο δοκιμαστής και είπε:
– Διαφορικό.
– Λύστε το, είπε ο επικεφαλής.
Το έλυσαν αλλά δε βρήκαν τίποτα το άσχημο με το διαφορικό
– Δεν ήταν το διαφορικό, του είπαν.
– Τι ήταν, ρώτησε.
– Θα δούμε, του απάντησαν. Και το ξαναπήρε ο δοκιμαστής και πήγε βόλτα και ξαναγύρισε και είπε:
– Στρόφαλος.
– Λύστε το.
Το έλυσαν
και δεν ήταν ο στρόφαλος.
– Δεν ήταν ο στρόφαλος, του είπαν.
– Τι ήταν; ρώτησε.
– Θα δούμε, του απάντησαν και πήγε σε μια γωνιά και περίμενε και μετά από δυο ώρες τον πλησίασε ένας μηχανικός και του είπε: Πόσες μέρες έχετε ν’ ανοίξετε το πορτ- μπαγκάζ; Πολλές, απήντησε. Είχε μέσα μια θήκη μ’ εργαλεία και πήγαινε δώθε- εκείθε κι ο θόρυβος δεν ήταν βλάβη. Ορίστε το τιμολόγιό σας…
– Δεκατέσσερις χιλιάδες δραχμές! Βόγκηξε.
– Ακριβώς!
Τις πλήρωσε κι έβαλε μπρος κι έφυγε και τραγουδούσε ταμ, ταμ, ταράμ, μέχρι το σπίτι του. Και έβριζε και τον εκφωνητή με τα χειρότερα λόγια.
Και την Κυριακή πήγε για μπάνιο.
– Α! Τί όμορφο ελικοπτεράκι; Είπε στο γιο του. Κοίτα ψηλά στον ουρανό. Και την ώρα που το ‘λεγε έχασε πάλι τους φακούς επαφής γιατί έπεσε σε μια λακκούβα τρία επί δύο επί 0,30 κι έμεινε μέσα!
– Τι έπαθε άραγε, σκέφθηκε. Βγήκε έξω και είδε τις ζάντες του να κοιτούν η μια δεξιά και η άλλη αριστερά και οι ταχύτητες δεν έμπαιναν και τ’ αυτοκίνητο είχε στραβώσει άσχημα.
– Θα είναι τα Τέλη Οδών και Οδοστρωμάτων, σκέφτηκε. Δε θα τα πλήρωσα και με πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα.
Φώναξε ένα γερανό και το πήγε στο συνεργείο και το έφτιαξε και πλήρωσε άλλες 8.000 δραχμές, αλλά δεν πήγαινε πια ίσια και δε σταματούσε και τα φρένα είχαν σκουριάσει από τα ποτάμια και του είχαν πάρει τις πινακίδες και η βενζίνη είχε μέσα πετρέλαιο και οι πιέσεις στα ελαστικά ήταν άλλα άντ’ άλλων και έβλεπε στην εφημερίδα δίπλα του «μεγάλος κίνδυνος από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, θα αφαιρούνται επί τόπου οι πινακίδες».
Κι ένα δάκρυ έτρεξε στο πρόσωπό του και κάθισε για τελευταία φορά στο κάθισμα του οδηγού και το μυαλό του είχε τεράστιες γκρίζες επιφάνειες και δεν ήξερε πια τι να πει και τι να κάνει.
Και δεν είχε που να σταματήσει και τον είχε πιάσει μια αγωνία καθώς γύριζε γύρω- γύρω τους δρόμους του Παγκρατίου…
Και τραγουδούσε μέσα στ’ αυτοκίνητο…
– Τα, ραμ, ταράμ. Του, του, τουτούμ.
Ο καημένος ο φίλος μου
Τα είχε πια χαμένα.
Δεν μπόρεσε ν’ αντέξει την τάξη, την πρόοδο και το ενδιαφέρον για το άτομό του.
Ήταν Πάρα Πολύ.
Και τρελάθηκε.
Τουμ, τουμ, τουρούμ… Για ένα μπουκάλι ρούμι…
Σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΘΑΣ
Κάθε 7 μέρες
Ø Αν καθίσει κανείς και σκεφτεί την όλη υπόθεση του αυτοκινήτου στη χώρα μας, θα καταλήξει σ’ ένα πολύ θλιβερό συμπέρασμα: Τα πάντα κινούνται και γίνονται χωρίς να οδηγούν πουθενά. Οι διατάξεις, οι περιορισμοί, τα όρια, οι τιμωρίες, φαίνονται σα να προέρχονται από 500 διαφορετικούς ανθρώπους και όχι από μια ομάδα ανθρώπων. Πώς εξηγείται το να ζητούν υπακοή στον Κ.Ο.Κ. και να υπάρχουν εκατομμύρια παγίδες στους δρόμους; Πώς ζητούν καλά συντηρημένα αυτοκίνητα αφού δεν υπάρχουν Κέντρα Ελέγχου και άριστα συνεργεία; Πώς ζητούν μείωση των ατυχημάτων όταν κυκλοφορούν στους δρόμους τόσες χιλιάδες άσχετοι; Πώς ζητούν καθαρή ατμόσφαιρα όταν η πόλη πνίγεται στη σκόνη που σηκώνεται και μεταφέρει μαζί της δισεκατομμύρια μικρόβια από τους δρόμους που είναι ακόμα ρεματιές όπου τρέχουν τα νερά της μπουγάδας και τα νερά της βροχής κάνουν μικρά έλη; Πώς είναι δυνατόν να ζητούν μόνο και να μην προσφέρουν; Γι’ αυτό λέω ότι ο καθένας κάνει κυριολεκτικά ό,τι του «καπνίσει»…
Ø Με χαρά μου είδα στις σελίδες του «Διαλόγου» γράμμα αναγνώστου για τ’ αυτοκίνητα που κατασκεύασαν Έλληνες. Απόρησα όμως με την απορία του! Έλεγε ο αναγνώστης: Είναι δυνατόν να μην τους λαβαίνει κανείς υπ’ όψη; Να μην τους χρησιμοποιεί;… Είναι, αγαπητέ φίλε! ΕΙΝΑΙ! Η εμπιστοσύνη στα ελληνικά χέρια φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τους Έλληνες.
Ø Παράπονα από δεκάδες αναγνώστες… κι ερωτήσεις για τα προϊόντα που αγοράζουν. Ποιος ελέγχει τα λάδια που διαθέτουν τα βαρωνέτα; Ποιος ελέγχει αν το λάδι σούπερ είναι σούπερ, αν η σπέσιαλ είναι σπέσιαλ; Ποιος κάνει αιφνιδιαστικούς ελέγχους για να εξακριβώσει αν το «τριαντάρι» είναι σύμφωνο με τις προδιαγραφές των κατασκευαστών, αν τα υγρά φρένων είναι σωστά; Ποιος προφυλάσσει τον καταναλωτή από μια πιθανή απάτη πανελληνίου κλίμακος; Αλήθεια, ποιος; Και γιατί άνθρωποι που χρησιμοποίησαν γνωστό, βαρύγδουπο λιπαντικό, είδαν τα όργανα πιέσεως να πέφτουν στο μηδέν και τη θερμοκρασία ν’ ανεβαίνει στα ύψη; Γιατί άνθρωπος αγόρασε χρωματιστό νερό για υγρό φρένων και άλλος κολλημένο δισκόφρενο που του ξεκόλλησε στα 10 χιλιόμετρα; Γιατί; Γιατί; Γιατί; (Τραγουδήσατε εις τον ρυθμόν άσματος της χρυσής εποχής του ελληνικού τραγουδιού και θα πάρετε την απάντησιν).