ΑΡΘΡΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γραφει ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΕΥΛΑΒΗΣ
Η ιατρική κοινότητα, τουλάχιστον το μέρος της που συνειδητοποιεί και προβλέπει τα ερχόμενα, τα οποία είναι, πλέον, ορατά για όσους θέλουν να τα δουν και δεν εθελοτυφλούν, αισθάνεται ότι οι αξίες της καλής ανθρώπινης κλινικής ιατρικής έχουν, σχεδόν, χαθεί, στην προσπάθειά μας να εκμεταλλευθούμε και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες της σύγχρονης «θαυματουργής» και πανάκριβής ιατρικής τεχνολογίας.
Διαδεδομένη είναι η πίστη ότι, καθώς η φροντίδα υγείας ολοένα και περισσότερο θα πωλείται και θα αγοράζετε στην ελεύθερη αγορά (προφανώς και αναγκαστικά με τους κανόνες που διέπουν την αγορά), ο ηθικός, παιδευτικός και κοινωνικός ιστός — η ακεραιότητα των προστατευτικών αρχών και αξιών της προσφοράς προς τον άρρωστο— που προσδιόριζε την κλινική ιατρική, μέχρι σήμερα (αύριο;), κινδυνεύουν κυριολεκτικά να κομματιαστούν σε κουρέλια.
Στα μεγάλα σύγχρονα νοσοκομεία, ο άρρωστος άνθρωπος συχνά απανθρωποποιείται σε αριθμό κρεβατιού και θαλάμου («η περίπτωση στο 3ο κρεβάτι στο θάλαμο 614»), χάνοντας ακόμη και την προσωπική του ταυτότητα.
Οι ανάγκες του αρρώστου, ως ατόμου και ολότητας, ως οργανισμού και όχι ως πάσχοντος οργάνου, παραμερίζονται και παραβλέπονται στην «κομματιασμένη» ιατρική του σύγχρονου νοσοκομείου, το οποίο κυβερνά η υψηλή τεχνολογία.
Δεδομένου ότι οι άρρωστοι άνθρωποι, ιδιαιτέρως οι ηλικιωμένοι, δεν συμμορφώνονται προς αυτήν την αντίληψη, ώστε … να επιλέγουν να πάσχουν από μία και μόνη συγκεκριμένη νόσο, σε ένα και μόνον συγκεκριμένο όργανο (μόνο καρδιά, μόνον νεφρά, μόνον αίμα, μόνον δεξιό … ρουθούνι), η πρακτική αυτή, του κατακερματισμού και της ακραίας εξειδίκευσης, δεν εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του αρρώστου και μερικές φορές είναι επικίνδυνη και σπάταλη.
Κατ’ αυτήν την έννοια, η σύγχρονη ιατρική και οι «μοντέρνοι» γιατροί, φαίνεται να «βλέπουν» και να αντιμετωπίζουν τον άρρωστο άνθρωπο ως «ξενιστή» ενός ή περισσοτέρων χαλασμένων οργάνων και να παραβλέπουν τον άρρωστο ως πάσχοντα συνάνθρωπο ως συνολική, σωματική-ψυχική-νοητική και κοινωνική οντότητα.
Η σύγχρονη ιατρική έχει ξεστρατίσει στον αναγωγισμό, όπου ο άρρωστος ανάγεται σε έναν πολτό δυσλειτουργούντων οργάνων και κακοσυμπεριφερομένων μορίων ή γονιδίων.
Η αύξηση των υπερηλίκων, που αποτελεί φαινόμενο και επίτευγμα των συγχρόνων μεταβιομηχανικών κοινωνιών, θέτει τις σύγχρονες κοινωνίες ενώπιον των ευθυνών τους απέναντι στην μοναξιά, την περιθωριοποίηση των υπερηλίκων και την «ρατσιστική» αντιμετώπισή τους, ως προς την παροχή σε αυτούς ωφελημάτων της ιατρικής τεχνολογίας και θεραπείας. Άγγλοι γιατροί καταγγέλλονται ότι δεν χορηγούν το ένα ή το άλλο είδος θεραπείας σε υπερηλίκους αρρώστους, με μόνο κριτήριο την ηλικία τους.
Παράλληλα, το κόστος της σύγχρονης ιατρικής και ιατρικής τεχνολογίας έχει καταστεί δυσβάστακτο, πλέον, και για τα πλουσιότερα κράτη (δεν είναι ελληνικό μόνον το φαινόμενο) και η λήψη μέτρων για τη μείωσή του, αναγκαία μεν, δημιουργεί και σημαντικά ηθικά διλήμματα.
Η μείωση της σπατάλης στον τομέα της υγείας είναι θεμιτή και αναγκαία. Ο γιατρός, είναι υποχρεωμένος, όπως επιτάσσει ο όρκος του και όπως εξουσιοδοτείται από τον άρρωστό του, να ενεργεί αποκλειστικά και μόνον προς όφελος του αρρώστου του.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το πραγματικό συμφέρον του αρρώστου του είναι, πάντοτε, η ακριβότερη επιλογή θεραπείας ή διαγνωστικής εξέτασης και η σπάταλη διαχείριση των πόρων του συστήματος.
Οι γιατροί εκτός από θεραπευτές είναι και παραγωγοί πολιτικής στην υγεία και λαμβάνουν αποφάσεις οικονομικού περιεχομένου, σε έκταση που λίγοι συνειδητοποιούν ή παραδέχονται.
Κάθε κλινική απόφαση συνεπάγεται οικονομικό κόστος. Από την απλή γενική ούρων μέχρι την αξονική και μαγνητική τομογραφία. Από την απλή συνταγογράφηση αναλγητικού μέχρι την εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.
Οι γιατροί ορθώς προσπαθούν να διασφαλίσουν την επαγγελματική και κλινική τους ελευθερία και αυτονομία, και αισθάνονται ότι αυτές κινδυνεύουν, όταν η πολιτεία έρχεται να ελέγξει την ορθολογικότητα της κλινικής πράξης.
Εν τούτοις, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η «κλινική ελευθερία» δεν ασκείται εν κενώ και ο κλινικός γιατρός δεν μπορεί να αγνοεί ή να αδιαφορεί για τις συνέπειες που έχει η άσκηση της «κλινικής του ελευθερίας», στον άρρωστο και την κοινωνία.
Το συμφέρον του αρρώστου δεν αποτελεί άλλοθι για την ασυδοσία που παρατηρείται, σήμερα, στην κατάχρηση φαρμάκων και εξετάσεων και δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως άδεια προς τους γιατρούς, να αδιαφορούν για το κόστος που εμπεριέχει η λήψη κλινικών αποφάσεων.
Όσο ανήθικο είναι να στερείς από κάποιον αναγκαία θεραπεία ή αναγκαίες εξετάσεις, (οικονομική πολιτική περιορισμού του κόστους), εξίσου ανήθικο είναι να διενεργείς μη αναγκαίες εξετάσεις και να χορηγείς μη αναγκαίες θεραπείες ή ακριβές εξετάσεις και θεραπείες, όταν δεν χρειάζονται ή όταν υπάρχουν φθηνότερες και εξ ίσου αποδοτικές (ιατρογενής αύξηση του κόστους).
Η πολιτεία, έχει την υποχρέωση να χαλιναγωγήσει και να εκλογικεύσει το, αλματωδώς, αυξανόμενο κόστος υπηρεσιών υγείας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, αποκλεισμούς, ποσοστώσεις και στατιστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η διερώτηση των οικονομολόγων της υγείας: «αξίζει το κόστος αυτής της θεραπείας, διαγνωστικής εξέτασης, σε αυτόν το άρρωστο, δεδομένων των εναλλακτικών περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα;», δεν πρέπει να κλονίσει τη θεμελιώδη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και αρρώστου, που είναι το μείζον αγαθό.
Προσεγγίζουμε στο σημείο, όπου η παροχή υψηλής, αλλά δαπανηρής, ιατρικής τεχνολογίας, σε όλους, όσους την έχουν ανάγκη, θα καταστεί αδύνατη. Θα αναγκαστούμε, ως κοινωνία, να λάβουμε αποφάσεις προτεραιοτήτων και περιοριστικές — rationing. (Κουπόνι!). Τι, Πόσο, Πότε, σε Ποιόν.
Οι πολιτισμένες και ενδιαφερόμενες κοινωνίες, αλλά και κυβερνήσεις, ολοένα και συχνότερα εκφράζουν, σήμερα, τη βούλησή τους για καλύτερες υπηρεσίες υγείας, για όλους τους πολίτες. Ως εκ τούτου, η φροντίδα της υγείας καθίσταται θέμα πολιτικής.
Δεν επαρκούν πλέον τα προγράμματα, οι σχεδιαστές και οι σχεδιασμοί, χωρίς να δηλώνεται, καθαρά και με σαφήνεια, η πολιτική θέση και οι στόχοι της για το ζήτημα.
Ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης, που θεωρείται μείζονος σημασίας στην άσκηση πολιτικής, σε όλες τις χώρες, θα πρέπει να κατανοηθεί ως επιβοηθητικός της επίτευξης των κοινωνικών και ατομικών στόχων και όχι αυτοσκοπός.
Ουσιαστικός στόχος της πολιτικής σε κάθε, πραγματικά πολιτισμένη κοινωνία, είναι η ευημερία των πολιτών της.
Ήδη, διάφορες κυβερνήσεις, υπαγορεύουν στους γιατρούς λήψη αποφάσεων, βάσει οικονομικών κριτηρίων. Άγγλοι γιατροί καταγγέλλονται ότι δεν χειρουργούν αρρώστους με στεφανιαία νόσο, οι οποίοι αρνούνται να διακόψουν το κάπνισμα.
Από την άλλη μεριά οι άρρωστοι διεκδικούν, και δικαίως, την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα, ανεξαρτήτως κόστους.
Η διάσταση μεταξύ του ατομικού συμφέροντος και του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου είναι εμφανής.
Η εισβολή των αρχών του εμπορίου στην ιατρική, έχει δημιουργήσει ένα «τερατώδες υβρίδιο» και έχει προκαλέσει, στην προβληματιζόμενη ιατρική κοινότητα και στην κοινωνία, την αίσθηση ότι κάτι εμφανώς εσφαλμένο συμβαίνει στην ιατρική.
Με την πρόσφατη, δε, ταχεία και μαζική εισβολή της αγοράς στην ιατρική, είναι φανερό πλέον ότι ο ηθικός κώδικας των προστατευτικών αρχών της ιατρικής ευρίσκεται εν κινδύνω.
Οι δύο μείζονες κώδικες ηθικής μιας κοινωνίας: ο προστατευτικός της ιατρικής και ο εμπορικός της αγοράς, είναι μεταξύ των ασύμβατοι. Οι αρχές που διέπουν έναν έκαστον εξ αυτών, συνθέτουν συμπαγές σύνολο με την δική του ακεραιότητα.
Οποιαδήποτε ρωγμή στην ακεραιότητα εκάστου κώδικα, ή ανάμειξη των δύο κωδίκων, μπορεί να οδηγήσει στην αυτόματη μετατροπή των προτερημάτων σε ελαττώματα: Στην λεγόμενη «μη αναστρέψιμη διαφθορά του συστήματος υγείας» ή σε εμφάνιση «τερατωδών υβριδίων».
Ήδη, παρόμοια «τερατώδη υβρίδια» εμφανίζονται σε όλη την έκταση του συστήματος υγείας των ΗΠΑ:
• Εμπορευματοποίηση της υγείας,
• Βιομηχανικές αρχές οργάνωσης,
• Επιθετικές επιχειρηματικές πρακτικές.
Χρήματα που ξοδεύονται για την αποκατάσταση της υγείας των αρρώστων θεωρούνται ζημιά από ορισμένους. Ο οικονομολόγος Reinhardt θεωρεί ότι οι καπνιστές συμβάλλουν στην μείωση του κόστους των υπηρεσιών υγείας «γιατί πεθαίνουν ενωρίτερα από τους άλλους».
Για τους οικονομολόγους της υγείας, ένας άνθρωπος μειώνει το κόστος των υπηρεσιών υγείας όταν είναι νεκρός!
Όντως, αυτοί οι οικονομολόγοι γνωρίζουν την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία ουδενός.
Όλες οι, αποδοτικά, λειτουργούσες κοινωνίες έχουν ανάγκη και των δύο ηθικών κωδίκων. Και των αρχών του εμπορίου και των προστατευτικών αρχών της ιατρικής. Το ζήτημα είναι να βρεθεί τρόπος συμβιώσεως των δύο. Και αυτό μπορεί να γίνει, κατ αρχήν με τη διατήρηση αλώβητης της ταυτότητας και της ακεραιότητας εκάστου κώδικα ηθικής (και το εμπόριο έχει κώδικες ηθικής).
Εφ’ όσον γίνει αποδεκτό και κατανοητό αυτό, μπορεί να προβεί κανείς στο επόμενο βήμα, που θα είναι η πραγματική και επωφελής και για τους δύο συμβίωση δύο διαφορετικών οργανισμών.
Τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, έχει τεθεί το θέμα της επίδρασης του τρόπου ζωής στην υγεία, από τον Ιπποκράτη: «ό τι τε έστιν άνθρωπος προς τα εσθιόμενα και τα πινόμενα και ό τι προς τα άλλα επιτηδεύματα, και ό τι αφ’ εκάστου εκάστω συμβήσεται: τι είναι ο άνθρωπος στη σχέση του με ό,τι τρώει και πίνει, στη σχέση του με όλες γενικά τις συνήθειες του, και τι επίδραση ασκεί το κάθε τι στο κάθε συγκεκριμένο άτομο».
Αυτήν την Ιπποκρατική θέση επιβεβαιώνουν οι σύγχρονες επιδημιολογικές μελέτες, που φέρνουν στο φως ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι οι συχνότερες χρόνιες παθήσεις, που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο (καρδιαγγειακά νοσήματα, εγκεφαλικά επεισόδια, πολλές μορφές καρκίνου) εκπηγάζουν από τον τρόπο ζωής και το περιβάλλον, το οποίο έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος άνθρωπος. Αυτές οι παθήσεις, σε μεγάλο βαθμό μπορούν να προληφθούν.
Όμως η σύγχρονη ιατρική αντί να επιδιώκει πρωτίστως την πρόληψη, παραμένει αποκλειστικά σχεδόν χημειοθεραπευτική και έχει καταστεί, επιπλέον, και εκτεχνικευμένη.
Είναι ευκολότερο και πιο προσοδοφόρο να συνταγογραφείς παρά να συζητάς και πείθεις τον ασθενή σου.
Η αποστεωμένη εκπαίδευση, προπτυχιακή (Ιατρική Σχολή) και μεταπτυχιακή (εκπαίδευση στο νοσοκομείο για τη λήψη ειδικότητας, όπου ο πτυχιούχος της Ιατρικής θα γίνει γιατρός), επιτελείται, με ανάρροια ή μηρυκασμό μασημένων γνώσεων και εκπομπή τους σε παθητικούς δέκτες, υπό μορφή μαθημάτων, διαλέξεων, συμποσίων, συνεδρίων.
Αυτού του είδους η εκπαίδευση, δεν χρειάζεται κόπο και μόχθο, είναι συναισθηματικά αδιάφορη και διανοητικά εύκολη έως οκνηρή και, κυρίως, αναποτελεσματική.
Η παρουσία των περισσοτέρων καθηγητών και εκπαιδευτών, ουσιαστικά, εξαντλείται στην από έδρας διδασκαλία, με μαθήματα, τα οποία επαναλαμβάνονται ομοιοτύπως – θα μπορούσαν να αποστέλλονται και με τηλεομοιοτυπία, ελληνιστί fax, στους φοιτητές – κάθε χρόνο.
Πού είναι, ο εκπαιδευτής; Πού ο δάσκαλος; Πότε τον βλέπουν οι εκπαιδευόμενοί του, για να συζητήσουν, να ρωτήσουν, να απορήσουν, να κάνουν επιστήμη, να μάθουν, όσοι «…ορέγονται του ειδέναι»;
Το ερώτημα δεν είναι αν έχουμε και καλούς γιατρούς. Το ζήτημα είναι γιατί περισσότεροι γιατροί δεν είναι καλοί.
Προφανώς, διότι η εκπαίδευση αυτή δεν προάγει τη κριτική σκέψη, αλλά την ψιττάκωση (την ασθένεια της παπαγαλίας).
Δεν παράγει «ιητρούς πολλών αντάξιους άλλων», με κοινωνική ευαισθησία και ανθρωπιά για τον άρρωστο άνθρωπο, αλλά μέτριους επαγγελματίες, με μέτριες ιατρικές γνώσεις, που το όνειρό τους (όχι όλων, αλλά αρκετών για να μαγαρίζουν το νερό) είναι να πλουτίσουν, (κατ’ εικόνα και ομοίωση των «καθηγητών» τους;), έστω και με το φακελάκι.
Η ποιότητα των γιατρών που παράγει αυτό το σύστημα είναι προβληματική.
Η δυνατότητα «επισκευής» αρρώστων και παράτασης της ζωής (όχι όμως και βελτίωσης της ποιότητα ζωής τους), με τη μοντέρνα ιατρική τεχνολογία, οδηγεί στην αντιμετώπιση του αρρώστου ανθρώπου σαν «χαλασμένη μηχανή» προς επιδιόρθωση, από την κομματιασμένη σύγχρονη κλινική ιατρική, της ολοένα και πιο στενής εξειδίκευσης.
Οι δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη ιατρική τεχνολογία είναι σχεδόν απεριόριστες. Και θέτουν, ως εκ τούτου, το ερώτημα: Επειδή μπορούμε να κάνουμε ο,τιδήποτε, πρέπει και να το κάνουμε;
Ποιο είναι το όριο των δυνατοτήτων της υψηλής ιατρικής τεχνολογίας;
Και πού αρχίζει το «δέον» της ηθικής ιατρικής συνείδησης;
• Μπορούμε να παρατείνουμε με μηχανικά μέσα τη ζωή αρρώστων με διαπιστωμένο εγκεφαλικό θάνατο. Θα πρέπει και να το κάνουμε;
• Μπορούμε να διακόψουμε αυτήν την τεχνητή παράταση ζωής (ευθανασία). Θα πρέπει και να το κάνουμε;
• Και πότε και ποιος θα το αποφασίσει;
«Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» (Γ. Σεφέρης).
Η ευθανασία, παθητική και ενεργητική, έχει ήδη έλθει στο προσκήνιο. Η ζωή έχει «πεθάνει». Μήπως πρέπει να επιτραπεί να πεθάνει και το σώμα με αξιοπρέπεια;
Ο Ιπποκράτης παραγγέλλει: «και το μη εγχειρείν τοίσι κεκρατημένοις υπό τον νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική: και να μην επεμβαίνει στις περιπτώσεις που οι άρρωστοι έχουν πια τελείως νικηθεί από την αρρώστια τους, γνωρίζοντας πως η ιατρική δεν έχει τη δύναμη να κάνει το πάν» (Ιπποκράτους , Περί Τέχνης).
Ο ίδιος, όμως, ο Ιπποκράτης, απορρίπτει, ρητώς, την ενεργητική ευθανασία:
«ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον (Και να μου το ζητήσουν φάρμακο θανατηφόρο σε κανέναν δεν θα δώσω» (Ιπποκράτους, Όρκος).
Η γενετική και η γονιδιακή μηχανική, με τις θαυμαστές και για ορισμένους εφιαλτικές τους δυνατότητες, θέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες και τον γιατρό ενώπιον σοβαρών ηθικών διλημμάτων.
Η ιδέα είναι θαυμάσια. Με την ανάλυση του ανθρωπίνου γονιδιώματος και τη γονιδιακή διαγνωστική και θεραπευτική, είμαστε ικανοί να διαγνώσουμε παθήσεις (μορφές καρκίνου, καρδιοαγγειακά νοσήματα, νοητικές ανεπάρκειες, ανοσοανεπάρκειες, κληρονομικές παθήσεις) σε πολύ πρώιμο στάδιο και σε ορισμένες από αυτές να παρέμβουμε θεραπευτικά.
Η δυνατότητα αντικατάστασης «άρρωστων» ή «κακών» γονιδίων με φυσιολογικά και «καλά» γονίδια υπάρχει. Στη σύλληψή της είναι απλή και με τη θαυματουργή νέα τεχνολογία εφικτή. Κάτι ανάλογο με το «find and replace: βρες και αντικατάστησε», στον επεξεργαστή ενός λειτουργικού συστήματος του υπολογιστή.
Εν τούτοις, η ειδυλλιακή εικόνα της γονιδιακής μηχανικής, έχει και τη σκοτεινή της πλευρά. Η έρευνα σε αυτόν τον τομέα, τρέχοντας, πριν, ακόμη, μάθει να περπατάει, δεν έχει ερευνήσει τις κοινωνικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές και άλλες επιπτώσεις των εφαρμογών της.
Η γνώση, ότι μια γυναίκα είκοσι ετών κινδυνεύει να αναπτύξει καρκίνο του μαστού στα πενήντα της, το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει — εφ’ όσον δεν μπορούμε, ακόμη, να εγγυηθούμε αποτροπή του γεγονότος — είναι να καταστήσει έναν άνθρωπο, υγιή μέχρι τώρα και στο άμεσο μέλλον, άρρωστο πριν ακόμη αρρωστήσει (εάν αρρωστήσει).
Παράγουμε γνώση που δεν έχουμε σκεφθεί πως θα την χειρισθούμε.
Η αποκρυπτογράφηση και ο χειρισμός του ανθρωπίνου γονιδιώματος θεωρείται από ορισμένους ως το «τελικό εργαλείο για την κατανόηση του ανθρώπου στο μοριακό επίπεδο.
Μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι η μοίρα μας ήταν στα άστρα. Τώρα ξέρουμε πως η μοίρα μας είναι στα γονίδιά μας», ισχυρίζεται ο James Watson, ο οποίος μαζί με τον Francis Crick περιέγραψε τη δομή (τη διπλή έλικα) του DNA.
‘Έτσι εκπεσούσα από τον αστερισμό του Ιπποκράτη, η σύγχρονη, τεχνολογικά επικυριαρχούμενη, ιατρική φαίνεται να ακολουθεί, «μοιραία και άβουλη αντάμα», το «θαύμα» της γονιδιακή μηχανικής.
Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, είμαστε αυτό που είμαστε, λόγω των γονιδίων μας. Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτό. Προς τι, λοιπόν, να προσπαθούμε.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, σε τεχνολογικό επίπεδο, για τη βελτίωση του ανθρώπου, σύμφωνα με την άποψη αυτήν, είναι να αλλάξουμε τα γονίδιά μας.
• Μπορούμε να αυξήσουμε το IQ (διανοητικό πηλίκον ή δείκτης ευφυΐας) μας, παράγοντας ευφυείς απάνθρωπους υπερανθρώπους.
• Μπορούμε να κατασκευάσουμε πιθηκανθρώπους υπανθρώπους με τη γονιδιακή μηχανική, οι οποίοι θα μας υπηρετούν.
• Θα μπορέσουμε, ίσως, να αντικαταστήσουμε το γονίδιο της γήρανσης, πουλώντας την ψυχή μας για μια φαουστική, φασιστική, αιώνια νεότητα.
Μπορεί κανείς να φανταστεί, σήμερα, τις συνέπειες αυτών των δυνατοτήτων της μοντέρνας εκτεχνικευμένης ιατρικής;
Και, είναι δυνατόν ο άνθρωπος να αποδεχθεί μια τόσο απλοϊκή αντίληψη για τον εαυτόν του και τον προορισμό του επί της γης;
Η γονιδιακή μας σύσταση δεν καθορίζει αποκλειστικά την ανθρώπινη υπόστασή μας. Η πληροφορία που μεταφέρουν τα γονίδιά μας, από γενιά σε γενιά, ολοκληρώνεται με την πληροφορία που μεταφέρει η ανθρώπινη παράδοσή μας στις μελλοντικές γενιές.
Είμαστε ό,τι είμαστε με την κληρονομιά των γονιδίων μας, αλλά, κυρίως, με την κληρονομιά του περιβάλλοντος στο οποίο ανατραφήκαμε — με τις παραδόσεις του και τις αξίες του — και που έχουμε κληρονομήσει από τους προπάτορές μας, με το λόγο και με τα έργα. Ο κάθε άνθρωπος, ως εξ αυτού του λόγου, είναι μοναδικός.
Ο κίνδυνος να αναγεννηθεί η ευγονική θεωρία του βιολογικού ντετερμινισμού — τα γονίδιά μας μάς προκαθορίζουν — είναι για ορισμένους υπαρκτός.
Ο αμερικανός Πρόεδρος Calvin Coolidge το 1914, νομοθετεί βάσει της αρχής ότι: «Η Αμερική πρέπει να παραμείνει Αμερικανική. Οι βιολογικοί νόμοι δείχνουν ότι οι Βόρειοι (Nordics: ευρωπαϊκός φυλετικός τύπος υψηλός, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά) … χειροτερεύουν όταν αναμειγνύονται με άλλες φυλές».
Η κακή ή δόλια χρήση της γενετικής πληροφορίας μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις.
Στη συνέχεια ήρθαν οι ευγονικοί κανιβαλισμοί του τρίτου Ράιχ.
Και αργότερα ο στιγματισμός και η κοινωνική περιθωριοποίηση των Αφροαμερικανών σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ (1970), όταν διαπιστώθηκε η γονιδιακή εξάρτηση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας. Μη έχοντας σκεφτεί πώς θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την πληροφορία, η τελική κατάληξη ήταν ο κοινωνικός στιγματισμός, οι διακρίσεις στην εργασία και την ασφάλιση, εξ αιτίας μιας νόσου η οποία ήταν γνωστή και πριν από την ανακάλυψη της γονιδιακής της εξάρτησης.
Μόνο η ανθρωπιά μπορεί να δικαιώσει και να καταξιώσει τη γονιδιακή ιατρική και έρευνα.
Όχι ο αχαλίνωτος εγωισμός ερευνητών επιστημόνων, που θέλουν να «παίξουν τον Θεό», ξεχνώντας, πως όταν το τζίνι βγει από το μπουκάλι, η ευγονική του τρίτου Ράιχ θα ξαναπροβάλει το απεχθές απάνθρωπο πρόσωπό της.
Δεν μπορούμε να στρουθοκαμηλίζουμε άλλο. Όλα τα παραπάνω αναφερθέντα είναι ήδη μαζί μας. Ποιος, λοιπόν, θα λάβει τις αποφάσεις;
• Αποφάσεις για την αντιμετώπιση των ηθικών ιατρικών διλημμάτων, που θέτει η ευθανασία, η γενετική και η γονιδιακή μηχανική, ο περιορισμός του αυξημένου κόστους φροντίδας υγείας, που φέρνει αντιμέτωπα το ατομικό συμφέρον και το συμφέρον του συνόλου;
• Αποφάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, που θέτει η αύξηση του γηράσκοντος πληθυσμού;
• Αποφάσεις για τη δυνατότητα παροχής ακριβής υψηλής τεχνολογίας ιατρικής φροντίδας στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και όχι μόνο ανάλογα με το πορτοφόλι του;
Το ιατρικό σώμα δεν δικαιούται και δεν μπορεί να λάβει τέτοιες αποφάσεις, όταν η υπάρχουσα επιστημονική γνώση και το υπάρχον ηθικό πλαίσιο είναι ανεπαρκή.
Ούτε το συμβόλαιο εμπιστοσύνης με τον άρρωστό, που ορίζει ότι ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να ενεργεί αποκλειστικά και μόνον προς όφελος του αρρώστου του, το επιτρέπει.
Επομένως ποιος θα αποφασίσει;
Οι δυνάμεις της αγοράς ή η πολιτεία; Και με ποια κριτήρια;
Η παραπάνω διαπίστωση, δείχνει τα μέτρα που είναι αναγκαία και για τη διασφάλιση της σχέσης γιατρού-αρρώστου, και για την λήψη από την πολιτεία των αναγκαίων αποφάσεων χαλιναγώγησης της σπατάλης και την αποφυγή συγκρουσιακών καταστάσεων:
1. Λήψη αποφάσεων για περιοριστική πολιτική σε κεντρικό (Κυβερνητικό επίπεδο). Ο γιατρός δεν δικαιούται και δεν υποχρεούται να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις, ad hoc, στο κρεβάτι του αρρώστου.
2. Δημιουργία οδηγιών και κριτηρίων που θα ορίζουν το πλαίσιο στο οποίο ο γιατρός θα λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις.
3. Αποκάλυψη από τον γιατρό όλης της αλήθειας στον άρρωστο του, ως προς την περιοριστική πολιτική που ισχύει για θεραπεία ή εξέταση, που αυτός κρίνει αναγκαία, ώστε ο άρρωστος, γνωρίζοντας, να κάνει τις δικές του επιλογές.
4. Δημιουργία αποδοτικών υπηρεσιών στις οποίες να μπορεί να προσφύγει ο γιατρός και ο άρρωστος, σε περιπτώσεις αρνήσεως διενέργειας διαγνωστικής εξετάσεως ή παροχής θεραπείας. Είναι ηθική υποχρέωση της πολιτείας. Παρόμοιοι μηχανισμοί προστασίας είναι αναγκαίοι, διότι, η σε κεντρικό επίπεδο μορφοποίηση της γενικής πολιτικής, συχνά παραβλέπει επί μέρους περιπτώσεις.
5. Συνεχής εκπαίδευση του γιατρού στη λήψη κλινικών, αποφάσεων στις οποίες συνεκτιμώνται οι επιθυμίες και προσδοκίες του αρρώστου και η σχέση Κόστος (όχι μόνον ή απαραίτητα οικονομικό)/Όφελος, για τον συγκεκριμένο άρρωστο.
Το γεγονός ότι η κλινική ιατρική ασκείται σε συνθήκες αβεβαιότητας, δεν αποτελεί άλλοθι για την πατερναλιστική αντιμετώπιση του αρρώστου (εγώ είμαι ο γιατρός που αποφασίζω για σένα, χωρίς εσένα).
Αντιθέτως, η αβεβαιότητα, μέτρο της άγνοιάς μας, μπορεί να προσεγγισθεί και να μετρηθεί πιθανολογικά και πρέπει να συμπεριληφθεί στη λήψη των κλινικών μας αποφάσεων. Το να αρνούμαστε να την μετρήσουμε δεν σημαίνει και ότι θα εξαφανισθεί.
Εάν δεν δοθεί πρωταρχική σημασία σε αυτά, τότε θα «ειν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων, σαν των Τρώων…» (Κ. Καβάφης).
Είναι επιτακτική ανάγκη πολιτεία, γιατροί, δικαιοσύνη, εκκλησία, και πολίτες, με δημόσια συζήτηση και ουσιαστική αντιπαράθεση — τα προβλήματα δεν είναι μονοσήμαντα — να προσεγγίσουμε τη νέα πραγματικότητα με ανθρωπιά και ευαισθησία. Και με κριτήρια σαφώς καθορισμένα.
Έτσι, η κοινή γνώμη, που τώρα είναι απληροφόρητη και εκστασιασμένη από τα «θαύματα» της μοντέρνας ιατρικής, ενημερωμένη, πλέον, δεν θα θεωρεί ότι οι γιατροί έχουν μαγικές ιδιότητες, που τους επιτρέπουν να κάνουν θαύματα (και απογοητευμένη, όταν διαψεύδεται, καταφέρεται εναντίον τους), είτε ότι αποτελούν μια κλειστή κάστα, η οποία καλύπτει, δίκην «μαφίας», την κερδοσκοπική της αντίληψη για την ιατρική, τα σφάλματα και την άγνοιά της.
Είναι γεγονός ότι η γενετική γνώση θα αποδείξει ότι μερικοί είναι τυχεροί και έχουν καλά γονίδια, ενώ άλλοι είναι άτυχοι και ευρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν βαριές αρρώστιες, πλησιάζοντας την μέση ηλικία.
• Σε κοινωνίες, όπου η φροντίδα υγείας βασίζεται, κυρίως, στην χρησιμοθηρική αρχή: οικονομικό κόστος/όφελος, η φροντίδα υγείας θα προσδιορίζεται και από το «τι φέρνει η ζαριά» της γενετικής: καλό ή κακό γονίδιο, και από την ηλικία του ανθρώπου.
Τότε θα έχουμε μια κοινωνία … «…που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της». (Γ. Σεφέρης)
• Στις κοινωνίες, όπου η φροντίδα υγείας των πολιτών αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και θεωρείται κοινωνικό αγαθό και στις οποίες υπάρχει πρόβλεψη για την αξιοποίηση και χειρισμό της επιστημονικής γνώσης και της καλπάζουσας ιατρικής τεχνολογίας, τα ανακύπτοντα ηθικά διλήμματα μπορεί να αντιμετωπισθούν με ευαισθησία, ανθρωπιά και κοινή συναίνεση.
Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να προσδιορίζεται η φροντίδα της υγείας τους από την οικονομική παράμετρο. Και η σχέση τους με τον γιατρό, από το ιατρικό φακελάκι.
Ο Ζεύς εκεραύνωσε τον Ασκληπιό διότι δέχθηκε αμοιβή για χορήγηση θεραπείας. Κινδυνεύουν πολλοί γιατροί, σήμερα, από τον κεραυνό του Διός?
Ναι! Και έχει καθυστερήσει!
«Η εμφάνιση νέων ιδεών σε έναν τόπο που οι άνθρωποι δεν έχουν καθόλου ιδέες αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Κίνδυνο που αντιμετωπίζουν ή με συνωμοτική σιωπή ή με επιθετική και άστοχη ειρωνεία. Δείγμα η πρώτη πονηριάς και η δεύτερη ημιμάθειας.» (Οδυσσέας Ελύτης).
Στη χώρα μας φαίνεται να γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά για κάποιον (ανεξήγητο;) λόγο, δεν το κάνουμε!
Μήπως, διότι η συντεχνιακή αντίληψη και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα αντικατέστησαν τον Ορθό Λόγο;
Μήπως, διότι ενώ «Ελάβομεν νουν καθηγεμόνα του ανοηταίνειν ου παυόμεθα;» (Γρηγόριος Παλαμάς)
ΖΟUGLAGR
Την ανάρτηση έκανε ο ΑΓΡΥΠΝΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ στις Παρασκευή, Φεβρουάριος 11, 2011
One comment
Οι παρακάτω εξετάσεις και θεραπείες καλύπτουν πλήρως το σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού.
Οι παρακάτω εξετάσεις και θεραπείες μπορούν να παρασχεθούν μονάχα από τους Ιδιώτες Ιατρούς, χωρίς τα επιπλέον έξοδα μισθοδοσίας, ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, τηλεφώνων, ενοικίων, αγορά ή συντήρηση Ιατρικών μηχανημάτων, μεταφορών, Επιτροπών προμηθειών, Διοικητικών συμβουλίων, επισκευών, κτλ των Δημόσιων Νοσοκομείων!
Υπερηχογράφημα καρδιάς + ηλεκτροκαρδιογράφημα, κόστους 80€, για 4.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =320.000.000€.
Test κοπώσεως, κόστους 80€, για 2.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =160.000.000€.
Σπιρομέτρηση, κόστους 50€, για 5.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =250.000.000€.
Απλή μαστογραφία + υπέρηχος μαστών, κόστους 80€, για 3.000.000 γυναίκες/ασθενείς το χρόνο, =240.000.000€.
Εναλλακτικά, ψηφιακή μαστογραφία, κόστους 80€, για 3.000.000 γυναίκες/ασθενείς το χρόνο, =240.000.000€.
Test Παπανικολάου + κολποσκόπηση, κόστους 40€, για 5.000.000 γυναίκες/ασθενείς το χρόνο, =160.000.000€.
DEXA για οστεοπόρωση, κόστους 50€, για 2.000.000 γυναίκες/ασθενείς το χρόνο, =100.000.000€.
Ακτινογραφίες f + p, για διάφορα όργανα, κόστους 50€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =150.000.000€.
Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς, κόστους 40€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =120.000.000€.
Υπερηχογράφημα άνω κοιλίας, κόστους 40€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =120.000.000€.
Υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων, κόστους 40€, για 4.000.000 γυναίκες/ασθενείς το χρόνο, =160.000.000€.
Οδοντιατρική φροντίδα, 2 επισκέψεις, κόστους 80€, για 6.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =480.000.000€.
Αιματολογικός + βιοχημικός + υπερλιπαιμικός έλεγχος, κόστους 100€, για 7.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =700.000.000€.
Κολονοσκόπηση, κόστους 80€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =240.000.000€.
ΩΡΛ έλεγχος + νυσταγμογραφία + ακουογράφημα, κόστους 80€, για 2.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =160.000.000€.
Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, κόστους 150€, για 1.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =150.000.000€.
Οφθαλμολογικός έλεγχος + βυθοσκόπηση, κόστους 100€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =300.000.000€.
Ενδοσκόπηση στομάχου και οισοφάγου, κόστους 80€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =240.000.000€.
Σεμινάρια ανώδυνου τοκετού + οδηγίες θηλασμού από εξειδικευμένες μαίες, κόστους 200€, για 100.000 επίτοκες το χρόνο, =20.000.000€.
Παιδιατρικές εξετάσεις + εμβολιασμοί, κόστους 200€, για 2.000.000 παιδιά/ασθενείς το χρόνο, =400.000.000€.
Αντικαταθλιπτική θεραπεία, κόστους 500€, για 2.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =1.000.000.000€.
Θεραπεία για υπερλιπαιμίες, κόστους 350€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =1.050.000.000€.
Θεραπεία υπέρτασης, κόστους 200€, για 3.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =600.000.000€.
Θεραπεία διαβήτη τύπου ΙΙ, κόστους 250€, για 2.000.000 πολίτες/ασθενείς το χρόνο, =500.000.000€.
7,62 δις € μόνο, ενώ το Μνημόνιο γράφει ότι πρέπει να κάνουμε έξοδα για την Υγεία 6% του ΑΕΠ, δηλαδή γύρω στα 18 δις €!
Κι αυτά, χωρίς καμιά συμμετοχή των Ασφαλισμένων.
Αν βάλουμε 20% συμμετοχή σε όλα, όπως ήδη υπάρχει σε αρκετά, προς αποφυγή καταχρήσεων, φτάνουμε στα 6,1 δις €!
Αν βρεθούν προβλήματα και χρειαστούν 2.000.000 χειρουργικές επεμβάσεις το χρόνο, με μέσο κόστος 1.500€ η μία, = 3 δις € επιπλέον.
Πάλι είμαστε κάτω από τα 10 δις € συνολικού κόστους!
Χωρίς την ανάγκη των Δημοσίων Νοσοκομείων!