Το έστειλε παλιός και αγαπητός μου φίλος απ’ τη Θεσσαλονίκη. Το έλαβαε από τρίτο. Το δημοσιεύω._Κ.Κ.
Το παρακάτω κείμενο ειναι αφιερωμένο σ’ αυτούς που μπορούν να το διαβάζουν ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΑΚΡΥΖΟΥΝ, και που φρόντισαν να μή γίνει σήμερα 28/10/2011
η Παρέλαση στη Θεσσαλονίκη.
Μια Παρέλαση – ΦΟΡΟ ΤΙΜΗΣ προς όλους ΕΚΕΙΝΟΥΣ στους οποίους το κείμενο του Ελύτη αναφέρεται.
—– Original Message —–
Sent: Friday, October 28, 2011 10:24 AM
Subject: FW: ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ…
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ‘ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια.
Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να ‘ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.
Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Χρόνια πολλά σε όλους,
φιλικά,
Νίκος
11 Comments
Pingback: 28 ΟΚΤ: Ημέρα μνήμης « /var/log/rouvas
Δεν έχω καταλάβει αν συμφωνείται ή διαφωνείται με τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη.
Δεν γνωρίζω αν υπήρχε κάποια πολιτική κίνηση ή κάποιο κόμμα πίσω από όλα αυτά.
Εγώ θα κάνω ένα ερώτημα. Η παρέλαση μπροστά από βουλευτές και υπουργούς που συμμετέχουν στο ξεπούλημα του μέλοντος μας και μπροστά από ένα Δ Ι Α Κ Ο Σ Μ Η Τ Ι Κ Ο !!!!!!! πρόεδρο της Δημοκρτίας τιμά τους πολεμιστές του 1940; Σε πολλές πόλεις η παρέλαση έγινε αφού εκδιώχθηκαν οι επίσημοι (τρομάρα τους) και στη θέση τους κάθισαν απλοί πολίτες. Καλά έκαναν και έτσι έπρεπε να γίνει.
Συμφωνώ. Αλλά, επειδή είμαι …φονταμενταλιστής θα προτιμούσα ο λαός να παρελάσει μπροστά στα αγάλαματα των Αγίων που άφησαν τα κόκαλα τους στην Αλβανία, στις εικόνες των Αγίων της Εθνικής Αντίστασης και όχι των μεταλλαγμένων υποστηρικτών της.
Στο τέλος ττης ζωής μου επιστρέφω εκεί που, οι περισσότεροι είμαστε στα νιάτα μας. Και, για το κάνω λιανά, θα ήθελα να δω μία κοινωνία αξιοπρεπών που αμοίβωνται ανάλογα με τις ανάγκες τους και ζουν καλά και με ασφάλεια, δουλεύοντας και υπηρετώντας τον κοινό σκοπό. Κάτι σαν Ουτοπία; δηλαδή
Υ.Γ. ‘Ασχετο. Σε πολλές αναρτήσεις οι αναγνώστες βλέπουν σαχλά ορθρογραφιά λάθη. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη βιασύνη και στη δυσκολία να δω τους χαρακτήρες στο “πιτισρίκι” PC που διαθέτω…
Κάτι σαν κι αυτό που έκανε ο δήμαρχος Στυλίδας Α. Γκλέτσος
http://news247.gr/ellada/eidiseis/o_gkletsos_katevase_katw_toys_epishmoys.1429861.html
και έβαλε στην εξέδρα των επισήμων αγωνιστές του ’40 ενώ οι επίσημοι ήταν όρθιοι από κάτω ;;
Πρωτότυπο… και όχι κακή ιδέα…
Αν γινόταν μια τέτοια παρέλαση θα ήταν ακόμα καλύτερα!
Σας προτρεπω να ακουσετε την αναπαραγωγη του αποσπασματος απο την επιβλητικη φωνη του Μανου Κατρακη στην εκδοση του 1964 [iTunes store: “I Poria Pros to Metopo (The March to the Front)”]
Ως …αρχαίος δηλώνω πως την έχω ακούσει πολλές φορές
Κοιτάξτε τώρα τι σκέπτεται ένας αόρατος άνθρωπος σαν εμένα… Μία “παρέλαση” στην οποία λαβαίνουν μέρος Ιρλανδοί νέοι μέλη του IRA, με περιβραχιόνια που φέρουν την εικόνα του Μίκυ Μάουζ που εκπροσωπεί το κομματικό κατεστημένο (μητσοτάκηδες, ντοραμπάκες, παπακωνσταντίνους, τσουκάτους, παπαντωνίους, σιμήτηδες, ραφηνάτους κλπ). Τα πρόσωπα τους σοβαρά, αποφασισμένα, περήφανα. Οι νέοι (Ιρλανοί) είναι “πρώτοι στα μαθήματα-πρώτοι στους αγώνες”. Στα χέρια κρατάνε όπλα paint ball (για ξεκίνημα) και “πυροβολούν” τα cartoon που στέκονται, σαν γύφτικα σκεπάρνια, στη τέντα των “επισήμων”. Οι νέοι Ιρλανdοί δεν καταδέχονται να τσιρίξουν, να πετάξουν αυγά και γιαούρτια και να “διαμαρτυρηθούν” όπως κάτι άλλοι που ξέρω που θυμίζουν (όπως ο πρωθύπ τους), γίδες σε οίστρο.
Αγόρια μαι κορίτσια βαδίζουν λεβέντικα, συγχρονισμένα και περήμανα σε αντίθεση με τους παχουλούς ατσούμπαλους κλώνους και τις κότες με τα “μίνι” που είδα πρόσφατα σε μία άλλη χώρα.
Όταν τελειώσει η παρέλαση οι νέοι δεν καταστρέφουν τα μνημεία για να βρούν πυρομαχικά αλλά, έχουν μαζί τους σακούλες με σκατά τις οποίες ρίχνουν στους “κολυνός”, στα γκόλουμ, στους κωπηλάτες και στους παίκτες playstaion.
Μετά αποσύρονται μπροστά στην εικόνα του Bobby Sands, του Ελύτη και των άλλων Αγνώστων Αγωνιστών της Αντίστασης (και ΑΠ’ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ), και δίνουν όρκο τιμής στη πατρίδα (Ιρλανδία, Ελλάδα, Βενεζουέλα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Σοβιετική Ένωση, Ισπανία κλπ).
Αυτό είναι η δική μου παραίσθηση αλλά, ποιος είμαι εγώ μπροστά σε μία Έλη Στάη ή ένα Ιορδάνη Χασαπόπουλο;
Και μπροστα σε εναν Κωνστα!! Πως τολματε και κανετε οικονομικες αναλυσεις Κε ΚΚ χωρις να τον συμβουλευτειτε, αυτον τον γιγαντα των οικονομικων??
Ναι, ναί. Μηδενικό μπροστά σ’ ένα Κώνστα
…κλεισε το μαγαζι μετα απο αυτο…τα ειπες ολα Δασκαλε!!!
“ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξυλινο τραπεζι
το κρασι το ξανθο
με την κηλιδα του ηλιου
του νερου τα παιχνιδια στο ταβανι
στη γωνια το φυλλοδεντρο
που εφημερευει”
Θα βαλω τον Γλεζο Προεδρο της Δημοκρατιας και μετα αν τολματε …ελατε να τα παρετε.Ποια να παρετε???
“ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μινιο και το φουμο
τα νησια με τον σπονδυλο καποιανου Δια
τα νησια με τους ερημους ταρσαναδες
τα νησια με τα ποσιμα
γαλαζια ηφαιστεια”