Γνωριστήκαμε πριν τρεις δεκεατίες στις σελίδες κάποιου περιοδικού pulp fiction ούτε θυμάμαι ποιού. Το δικό μου διήγημα ήταν στις πρώτες 30 σελίδες, του Rorschach (ή Spirit) στις επόμενες 20. Ακολουθούσα ν 60 σελίδες με τον Άνθρωπο Αράχνη, ίσως είχε κι’ ένα στόρι με τον Λέμι Κόσιον, δε θυμάμαι. Αυτό που δεν ξεχνάω και έχω πει πολλές φορές είναι πως, οι πιο πολλοί από ‘μας ζούσαμε στις σελίδες περόμοιων περιοδικών. Το γιατί τον λέγαν Spirit (Πνεύμα) το ‘μαθα απ’ τον διοικητή του 24ου Α.Τ του Κουίνς που έτυχα να γνωρίσω στη διάρκεια της σύλληψης δυό λουλουδιών που “έσπρωχναν¨ ουσίες. Σε μια επιχείρηση είχα φάει τόσο ξύλο που έπεσε αναίσθητος. Τα goons της Οικογένειας βρήκαν την ευκαιρία, τον έπιασαν και τον πούλησαν για πειράματα σ’ ένα τρελό επιστήμονα που έψαχνε το μυστικό της αιωνιότητας. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως κατάφερε να δραπετεύσει κι’ από τότε δεν ήταν κανονικός άνθρωπος αλλά, κάτι ανάμεσα σε ζωντανό-νεκρό αφού, τίποτα δεν μπορούσε να τον σκοτώσει και κανείς, ούτε η Λόρα, δεν μπορούσε να τον κάνει να αισθανθεί ζωντανός. Ο Διοικητής που τον ήξερε από παλιά τον χρησιμοποιούσε στο πόλεμο κατά του εγκλήματος κι’ έπειδή ήταν απέθαντος τον είχε βγάλει Πνεύμα, Spirit. Καλός ο τύπος! Φορούσε και μία μικρή, κολητή μάσκα όχι για να κρύψει ένα πρόσωπο που κανείς δε γνώριζε αλλά, για να κρύβεται απ’ τον παλιό του εαυτό. “Βγάλτη ρε Σπίριτ” του είπα μόλις καθίσσαμε στη μπάρα. “Άσε μας ρε Χ. Βγάλε πρώτα εσύ τη ρεπμούμπλικα και βλέπουμε”. Να βγάλω το καπέλο; Τι σκατά Ντετέκτιβ θα ήμουν χωρίς το καπέλο μου; Παραγγείλαμε μπύρες αλλά όχι πίτσα. Κι’ οι δυό θέλαμε να διατηρήσουμε τη σιλουέτα που μας έδωσε ο κομίστας που μας έφτιαξε πριν 70 χρόνια. Με τη παγκόσμια οικονομική κρίση και τη τιμή του χαρτιού στα ύψη δεν είχαμε καιρό για πειράματα με τη σιλουέτα μας. Οι χοντροί χάρτινοι ήρωες χρειάζονται μεγαλύτερα σκίτσα, σκιές και συννεφάκια για τις λεζάντες άρα περισσότερο χαρτί. Οι δικές μου μέθοδοι ήταν by the book. Πολεμούσα το έγκλημα αλλά, όταν έπιανα ένα Κακό του διάβαζα τα δικαιώματά του και τον παρέδιδα στον Εισαγγελέα. Το Πνεύμα τους έσπαγε πρώτα στο ξύλο σαν το Λέμυ Κόσιον. Κι’ ο Άνθρωπος Αράχνη; Δε χρειάζεται να τα πω όλα τώρα γιατί, στο τέλος δεν θα υπάρχει μυστήριο και, τι να κάνεις αν δεν έχει μυστήριο. Θα μοιάζει με το Cosmo ή το Playboy για να μην αναφέρω τον Ταχυδρόμο. Όταν τέλειωσε το δικό του διήγημα και πριν αρχίσει το δικό μου τον ρώτησα αν ήθελε να πάμε για ένα ποτό. “Έχουμε χρόνο. Υπάρχουν τρεις λευκές σελίδες πιθανό λάθος του τυπογραφείου” είπα. Ο Ρορσαρχ συμφώνησε. “Τι διάβολο. Σκάω στο χαρτί”. Πήγαμε σ΄ένα μπαράκι στη Λυκαβητού. Είχε καλό κρασί και, έκανε πίτσα, με λεπτή πίτα και πολύ τυρί. Ότι έπρεπε για ν’ ανέβει η χοληστερίνη. “Πως πας Σπίριτ”, είπα για ν’ ανοίξω τη κουβέντα. “Σκατά” είπε χωρίς να με κοιτάξει. “Κουράστηκα να τρώω και να δίνω ξύλο. Σκέπτομαι να τα παρατήσω”. “Αν το κάνεις θ’ αφήσεις το δρόμο στα σκατά”. “Ο κόσμος είναι φτιαγμένος μ’ αυτά”, ψυθίρισε καταπίνοντας μια γουλιά. Δεν είχε άδικο. Στα 70 χρόνια στις σελίδες των κόμικ γνώρισα αρκετά και, καμιά 10άρια από δαύτα μ’ ανάγκασαν να εγκαταλείψω τη Γκόθαμ Σίτι και να καταλήξω, συνταξιούχος πια, στην Ελλάδα. “Εσύ πως τα πας” ρώτησε. “Πως να τα πάω; Μια ζωή στους δρόμους του Γκόθαμ, αποστολές στο εξωτερικό για τον πολέμο εναντίον της Μαφίας, της Γιακούζα και της Bratva, της ρώσικης μαφίας.. Γάμησα τα. Όσο ωραία κι’ είναι στην Ελλάδα η σύνταξη δε φτάνει και, τα λίγα δολάρια που είχα φυλάξει τα έδωσα στο παλιό μου Τμήμα για το Ταμείο Αρωγής Χάρτινων Ηρώων του Γκόθαμ. Προσπάθησα να βρω δουλειά αλλά, οι Έλληνες δεν έχουν κανονική μαφία να κυνηγήσω αλλά, ένα πολιτικο-επιχειρηματικό μείγμα που όλοι κλέβουν και κανείς δεν τιμωρήται επειδή οι ίδιοι οι δικαστές είναι μέρος του κυκλώματος. Είναι και κάτι άλλο ρε Χέρμαν. Σε ένα μήνα οι τύποι έχουν εκλογές κι’ οι περισσότεροι είναι απασχολημένοι με το αν υποψήφιος θα είναι ο Φραντς ή ο Μπρούνο για να μην αναφερθώ στη Ραχίλδη Ξερογιαννακοπούλου που θυμίζει την Όλιβ του Ποπάι. Μιλώντας πέρασε η ώρα. Μαζεύτηκαν σύννεφα, άνοιξαν οι ουρανοί! Ένα από τα ωραιότερα μπουρίνια, με βροχή, αστραπές και βροντές και τόσο νερό που ήταν σαν ο θεός να διάταξε νέο Κατακλυσμό.
“Τι θα κάνεις;” ρώτησε ο Ρόρσαχ. “Ψάχνω για δουλειά. Δεν τα βγάζω πέρα με 841 δολάρια το μήνα”. “Κατάντια” είπε ο Χέρμαν “Δεν λές τίποτα” συμπλήρωσα, “το μόνο που μένει είναι να βρω κάτι σαν σύμβουλος στο μέγαρο του Πλίνιου Μάξιμου αλλά, επειδή α. είμαι φτιαγμένος από χαρτί και β. δεν με λένε Πόπη δεν έχω ελπίδες”
Γέλασε. Σταματήσαμε να μιλάμε. Τι άλλο να πούμε σε μία εποχή που, κουμάντο κάνουν χαρακτήρες με ονόματα όπως Γκας Ραφινάτος, Τζον Ξινισμένος, Τεό Πιγκαλό, Μπένι δε Μπέαρ, Αντουάν ντε Σαμάρ ντε Ντοραμπάκ…
Νύχτωσε. Η βροχή σταμάτησε. Καιρός για ύπνο. Ες αύριο τα σπουδαία όπως λέει ο Τζον δε Γκρικ…
One comment
“Αντουάν ντε Σαμάρ ντε Ντοραμπάκ”
Φοβερό