Ημερομηνία:( 18-12-2005 )
ΟΠΩΣ κάθε χρόνο τα τελευταία 35 χρόνια έτσι και το 2005 δεν κατάλαβα πως και πότε πέρασε η χρονιά και, το πιθανότερο, είναι να μην καταλάβω πότε θα περάσουν όσες απόμειναν. Αυτό που έχω καταλάβει είναι πως κάποια στιγμή, το κεφάλι μου θα γείρει στο γραφείο και απάντηση δε θα ‘χω πάρει. Παλιότερα πολλοί δημοσιογράφοι «έφευγαν» με την ίδια απορία γράφοντας το τελευταίο τους άρθρο ακόμα και μία ημέρα πριν περάσουν απέναντι (στον Αχέροντα). Όμως τι λεω μέρες που ‘ναι. Σκέψεις μίζερες, που δεν συνάδουν με τον εορταστικό πανικό και το ευφρόσυνο lifestyle του κρατιδίου των Αθηνών. Εδώ «χαλάει ο κόσμος» από τη κατανάλωση, οι βεγιέρες και τα πάρτι δίνουν και παίρνουν κι’ εγώ (ως άλλος Νίκος Παπανδρέου) λεω ότι, εκτός από το Σάββατο πρέπει να δουλεύουμε μέχρι την ημέρα που θα πεθάνουμε. «Ντροπή μου κι’ αίσχος μου» για αυτά που γράφω, όπως έλεγε και ο Π. Πάτρας, ο γυμνασιάρχης μου στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Όπως κάθε χρόνο τα τελευταία 60 χρόνια προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, με κάνει να αισθάνομαι τύψεις όταν σκέπτομαι «ξεφάντωμα». Μπας κι’ είναι οι κάμποι, τα βουνά που λεει ο ποιητής; Τα δύσκολα και στερημένα χρόνια που ο πατέρας έλεγε πως, το μόνο που θα καταφέρω στη ζωή είναι να «πιάσω δουλειά στον ΟΛΠ» ή μήπως το γεγονός ότι όταν ήμουν 8 (ετών) μοίραζα με τη ξαδέρφη μου, προκηρύξεις του ΚΚΕ και οι κηδεμόνες μας «έδωσαν» στην Ασφάλεια; Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, η αντικοινωνική(;) μου συμπεριφορά οφείλεται και στα τρία. Την ίδια άποψη έχει και η ψυχαναλύτριά μου που έφτασε στο συμπέρασμα αφού συμβουλεύτηκε τον ψυχαναλυτή της που, με τη σειρά του είχε μόλις τελειώσει «ομάδα».
Σε μία προσπάθεια να γίνω ένας φυσιολογικός άνθρωπος και να μην έχω τύψεις όταν οδηγώ το Καγιέν και τη Μαζεράτι μου πέρασα την εβδομάδα προσπαθώντας να αποφασίσω που θα υποδεχτώ το Νέο Έτος. Οι προσκλήσεις πολλές. Μπορούσα να επιλέξω εκείνη που ταίριαζε περισσότερο στο οικονομικό, κοινωνικό και επαγγελματικό μου προφίλ ως επιτυχημένου δημοσιογράφου/εκδότη. Στο πάρτι του Μίνωα ήταν καλεσμένοι εφοπλιστές, brokers, αθλητές και αθλήτριες, και οι πρόεδροι Ομοσπονδιών όλων σχεδόν των ευγενών σπορ όπως, χόκεϊ επί πάγου, μπομπσλέι, αλπικού σκι, ξιφασκίας, ιππασίας, μπάντμινγκτον, τένις, γκολφ κ.α. Εκεί θα βρίσκεται και ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του America’s Cup, την οργάνωση του οποίου, μετά την …Ισπανία θα αναλάβει η Ελλάδα.
Η προσπάθειά μου είναι να γίνω κι’ εγώ πρόεδρος κάποιας Ομοσπονδίας (μηχανοκίνητου Αθλητισμού, Αεραθλητισμού, Μη Κυβερνητικής (Αθλητικής) Οργάνωσης προκειμένου να επιχορηγηθώ από την ΓΓΓΑΑ (Γενική Γραμματεία Γενικού και Αορίστου Αθλητισμού) μέσω της ΕΑΑΚ (Επιτροπής Απ’ Ευθείας Αναθέσεων Κατασκευών) μπας και μπορέσω να αγοράζω πούρα αξίας 100€ (το ένα) και, βέβαια, αλλάξω το 50άρι με 100άρι (σκάφος πληβείοι). Από τότε που έπαιζα ξυλίκι στις όχθες του Ιλισού και έκανα πατίνι στην Αναπαύσεως στο 1ο Νεκροταφείο ονειρευόμουν να γίνω κι’ εγώ ένας απ’ αυτούς. Όμως, μία ανωτέρα δύναμη με εμπόδισε. Απέτυχα στα Ανάβρυτα, δε φοίτησα στο Αμερικανικό Κολέγιο αφήστε που, με απέβαλαν από 5 Γυμνάσια τέτοιο λουλούδι που ήμουνα. Σαν να μην αρκούσαν αυτά στα 16 πετούσα ανεμόπτερα και αεροπλάνα, στα 20 έτρεχα σε αγώνες αυτοκινήτου (σπορ για κοινωνικές δευτεράντζες), και, για 22 χρόνια δούλευα το βράδυ στις εφημερίδες.
Τους μόνους που συναντούσα (στο Μινουϊ) ήταν τους «ινδιάνους» του «Εξωτερικού» και κάτι τύπους που ακόμα συναντάω (και αγαπάω) στη «Λέσχη των Λευτεριστών» (πρόεδρος: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γραμματέας: Δημήτρης Κασίμης, μέλη: Οδυσσέας Χατζόπουλος, Κώστας Σκούρας, Φίλιππος Συρίγος, Πλάτων Κεγαγιάς, Κώστας Σκούρτης, Γιάννης Τριάντης, Βίκυ Φλέσσα, Λάμπης Ταγματάρχης, Αδαμάντιος Πεπελάσης, Μανόλης Μητσιάς και αν ξέχασα κάποιον φίδι που θα με φαει). Η αναφορά και μόνο των φίλων απαγορεύει την ένταξή μου στη κοινωνία των μεταπρατών. Αφήστε που, αντί να πέρναγα τις ώρες μου στο DaPappo πήδαγα με αλεξίπτωτα, πετούσα (και πετάω) πολιτικά και πολεμικά αεροπλάνα, έτρεχα σε αγώνες (αυτοκινήτου) και, γενικά, έκανα τα χόμπι μου δουλειά μου. Οι ενασχολήσεις μου ήταν σαφώς εκτός προδιαγραφών των Ελλήνων που (αισθάνονται Τούρκοι αλλά) θέλουν να γίνουν Ιταλοί εξ ου και η σχετική απομόνωση.
Με κατέλαβε μία ψυχολογία και κατάπια ένα Seroxat. Για μία στιγμή είπα να ξεφαντώσω στη βίλα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Εκάλη (που μοιάζει με κενοτάφιο) αλλά ήταν καλεσμένοι βαρόνοι, μαρκήσιοι και κομήτες των ΜΜΕ. Την απέρριψα λόγω της παρουσίας της οικογένειας Adams. Στη σύναξη της Βάσως ήταν καλεσμένοι οι προεδρικοί (του ΠΑΣΟΚ), στης Αγγλικής οι εκσυγχρονιστές (του ίδιου κόμματος) ενώ στο ρεβεγιόν του Άρη υπερτερούσε η φιλελεύθερη πτέρυγα (της Ν.Δ). Οι σοσιαλίζουσα (του ιδίου κόμματος) είχε προσκληθεί στον Κόκκινο Πάνο. Αναρχοαυτόνομοι, μη προσκυνημένοι εκδότες και δημοσιογράφοι δεν ήταν λάβει προσκλήσεις και καλά να πάθουν αφού, όπως λένε, τα πρόβατα που μένουν έξω απ’ το μαντρί το τρωει ο λύκος. Γιατί έλαβα εγώ; Διότι λόγω της στάσης που κρατάω (ως πρόβατο) εδώ και 40 χρόνια προκαλώ ένα ειδικό ενδιαφέρον γιατί ακόμα δε ξέρουν αν πράγματι είμαι πρόβατο ή λύκος.
Τελικά αποφάσισα ότι, το πάρτι του Μίνωα ήταν καλύτερο αφού, εκτός από ανθρώπους της θάλασσας και προέδρους Ομοσπονδιών, θα συναντούσα την αφρόκρεμα των αποφοίτων της σχολής «Virtual Reality», ευλογημένους (made) από τον Τσαρλς δημοσιογράφους και εκδότες πράγμα που σου επιτρέπει να ανταλλάσσεις απόψεις με τον Τόμας (Μίλερ) στο «Αμπρεβουάρ» Ξέχασα να σας πω ότι, εκτός από χαρά θα εκπλήρωνα και ένα όνειρο: να συναντήσω τον (τέως) βασιλέα της Χαρτόβιας Κωνσταντίνο τον 2ο κάτι που, χωρίς αμφιβολία, ανεβάζει το status σου.
Το βράδυ της Πέμπτης όλα είχαν τακτοποιηθεί εκτός από το κουστούμι που θα φορούσα στο πάρτι. Στο τελευταίο ταξίδι στο Μιλάνο είχα παραγγείλει τέσσερα αλλά, λόγω εορτών, ο Brioni είχε καθυστερήσει. Στη σκέψη ότι θα φορούσα ένα Fella Coutti που φορούσε αυτός ο (φαντασμένος) ο Νίκος ένοιωσα τον ιδρώτα στο μέτωπό μου γι’ αυτό προτίμησα κάτι πιο άνετο: T-shirt που «δένει» πίσω σταυρωτά, σακάκι από δέρμα κροκοδείλου, παντελόνι από ανθρώπινο δέρμα (συνταξιούχου ορυχείων κατά προτίμηση), και παντοφλέ αστρακάν με λευκή φουντίτσα. Σκέφτηκα ότι η εμφάνισή μου υποδηλώνει και που έχω γραμμένους όχι μόνο τους Έλληνες που δεν έχουν να περάσουν απέναντι αλλά και το 1.200.000 παιδιά που πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα. Η αρχή μου ήταν (και είναι) ότι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος-εκδότης (και τούμπαλιν) οφείλει με τη στάση του να ξεκαθαρίζει τη θέση του. Πιο απλά, πως θα μπορούσα να αγοράζω (φτηνή) βενζίνη για τη Μαζεράτι μου αν οι αμερικανοί δεν είχαν επιβάλει τη δημοκρατία στο Ιράκ;
Και ενώ όλα είχαν αποφασιστεί και είχα αρχίσει να αισθάνομαι την ευτυχία να τρέχει απ’ τα μπατζάκια μου εμφανίστηκε η εικόνα του Αγίου Σουλπικίου
«Βρε αχαΐρευτε. Δε ντρέπεσαι που προδίδεις 40 χρόνια δουλειά και υποσχέσεις για αποχή από τα εγκόσμια για ένα ξεφάντωμα;». Ταράχτηκα. Στο νου ήλθαν τα ξεχασμένα μου όνειρα. Τα δρομάκια του Ψειρή, να ξαναδώ τα μαγαζιά που πουλούσαν σχοινιά, πρόκες, βίδες, κι εργαλεία, παλαιοπωλεία, βιβλιοπωλεία και «τρύπες» με παλιά περιοδικά, μπότες, αρβύλες, αμπέχονα, γάντια, και αλεξίπτωτα.
Ήλθε κι’ ο Σώτος (Πολυκράτης), o Τάκης, ο Φοίβος, ο Αντρέας, η Έρση ο «σκύλος», η Σοφία και τα πάρτι του ’60 με τα βερμούτ και φιστίκια και κάτι παραμονές Πρωτοχρονιάς που ο νονός και η θεία έφερναν τα «Μεκανό» τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας και μ’ έπιασε μία νοσταλγία που ένοιωσα ένα πόνο στο στήθος.
Πήρα τις προσκλήσεις και, μία-μία άρχισα να τις ρίχνω στη φωτιά στο τζάκι. Όμορφες προσκλήσεις όμορφα καίγονται είπα φωναχτά. Τη παραμονή θα τη περάσω με τους παλιούς φίλους, τη γυναίκα της ζωής μου κι’ αν αυτή δε με θέλει υπάρχει και η Κοραλλία που, τη μάζεψα μικρή στην αυλή του Robin in the Hood και έγινε η γάτα της ζωής μου.
Αυτοί είναι οι λόγοι που και το 2006 θα το περάσω κάνοντας τα ίδια (και χειρότερα). Θα εργάζομαι δεκαεπτά ώρες την ημέρα, θα γράφω, θα ταξιδεύω, θα οδηγώ αυτοκίνητα, θα πετάω αεροπλάνα, ανεμόπτερα και ελικόπτερα, ίσως και κάτι άλλο, πιο δυνατό. Κι’ κάποτε έλθει η στιγμή να «ξεφαντώσω» θα το κάνω χωρίς να βγάλω άχνα. Καλές γιορτές.