Ωραία… Το Πάσχα πέρασε, το αίμα από τα 5 εκατ. ερίφια που εσφαγιάσθησαν για τον οβελία στέγνωσε στη γη και ο εορταστικός πανικός έδωσε τη θέση του στη δημιουργία. Οι 2 εκατ. Ελληνες που είχαν πάει «στο χωριό» επέστρεψαν στις πόλεις για να δώσουν τη μάχη για την ΟΝΕ και αυτή η στήλη που «γράφει για αυτοκίνητα» μάταια ψάχνει να βρει θέμα γι’ αυτή τη Κυριακή. Και λέω «μάταια» διότι, για μία ακόμη φορά, επέλεξε να μείνει σπίτι αντί, ως ώφειλε, αλλά και το δημοσιογραφικό καθήκον επέβαλλε, να μεταβεί στην Αράχωβα, στο Πήλιο, στα 3-5 Πηγάδια. Τελικά, και μετά από ώριμη σκέψη, έκανε Ανάσταση στη Γλυφάδα και Πάσχα στο… Πόρτο Ράφτη.
Το βράδυ της Αναστάσεως η κυκλοφορία γύρω από την εκκλησία θύμιζε… Κάιρο. Πάνω από 2.000 οδηγοί «γιωταχί» έκαναν πραγματικά απεγνωσμένες προσπάθειες να παρκάρουν, ει δυνατόν, στο ιερό του Αγίου Κωνσταντίνου ή, έστω, κάτω από την εξέδρα από την οποία ο δεσπότης προσπαθούσε να πείσει το ποίμνιο ότι η ζωή δεν είναι μόνο Ολυμπιακός, ΑΕΚ και Παναθηναϊκός, αλλά μάταια. Κανένας δεν έδινε σημασία. Ολοι περιμέναμε να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη», να επιβιβασθούμε στα «γιωταχί», να επιστρέψουμε σπίτι και να «φάμε» μαγειρίτσα, πράγμα το οποίο και κάναμε.
Με το «Χριστός Ανέστη» η περιοχή σείστηκε από τα βαρελότα που έριχναν άτακτοι νεαροί (μπράβο τους!) και δεκάδες κυρίες άρχισαν να τσιρίζουν υστερικά από τον φόβο. Ορισμένες μάλιστα αναζήτησαν καταφύγιο στα Σάαμπ, στις Τζάγκιουαρ και στα Ρέιντζ Ρόβερ και ορκίστηκαν «ποτέ πια Πάσχα με αυτούς τους κάφρους». Εχοντας (παλαιότερα) τινάξει στον αέρα τον Νέο Κόσμο, το Κουκάκι, τη Λεύκα, αλλά και τη πόλη της Νάξου με βαρελότα/βόμβες που φτιάχναμε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, αισθάνθηκα την ανάγκη να επιστρέψω στις ρίζες μου και να τινάξω στον αέρα και τη Γλυφάδα, αλλά με εμπόδισε η πολιτική μου ορθότης.
Τι θα έλεγαν οι «καθώς πρέπει» αν με έβλεπαν να πετάω τρίγωνα στα πόδια των πιστών; Ετσι, πήρα τη λαμπάδα μου και με το κεφάλι σκυφτό από την αίσθηση της ολοκληρωτικής ήττας περπάτησα προς το Βιτάρα που θα με μετέφερε στη μαγειρίτσα.
Την επομένη, Κυριακή του Πάσχα, καλύψαμε τα 10 χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το Πόρτο Ράφτη και εν μέσω αλλεπάλληλων επιφωνημάτων τού στυλ «έλα», «όπα-όπα», «αμάν-αμάν», «άντε στην υγειά μας», «να πεθάνουν οι εχθροί μας», αλλά και υπό τους ήχους τραγουδιών των Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μαρινέλλας, Μοσχολιού, Πάριου, Πανταζή και άλλων εκλεκτών εκφραστών της συλλογικής μας παραίσθησης, παραλίγο να γευθώ τον οβελία και να φθάσω ως το σημείο να τσουγκρίσω αβγό με τους παρισταμένους. Και λέω «παραλίγο» γιατί, κατά τις 3.00 το μεσημέρι, αισθάνθηκα τον κόσμο να «φεύγει» απ’ τα πόδια μου, πράγμα που μπορούσε να σημαίνει δύο πράγματα: α) είχα υψηλή πίεση, β) μου την είχε δώσει η «γραφικότητα» της στιγμής.
Τελικά ήταν ένας συνδυασμός και των δύο και αποφάσισα να περάσω την Κυριακή του Πάσχα στο σπίτι παρέα με τα δέντρα και τα ζώα. Μπήκα στο αυτοκίνητο για να επιστρέψω, αλλά στον δρόμο προσπάθησαν να με εμβολίσουν δύο «βλάχοι», ένας στη διασταύρωση από Μαρκόπουλο προς Βραυρώνα και ο άλλος σε εκείνη από Μαρκόπουλο προς Κερατέα (δεν έδωσαν προτεραιότητα), με αποτέλεσμα να ευχαριστώ τον Κύριο που είμαι ζωντανός.
Δεν ήταν όμως όλα τα Πάσχα όπως αυτό. Εχω περάσει και καλύτερα, και ένα ήταν εκείνο όπου γίναμε πρώτα φιλαράκια με τον οδηγό ενός Οπελ Ασκόνα. Η γνωριμία μας άρχισε έξω από την Κόρινθο και ολοκληρώθηκε στου «σαρακάκη», όταν αλλάξαμε κάρτες, και αυτό γιατί επί τέσσερις ολόκληρες ώρες τον είχα δίπλα μου μαζί με τη συμβία του και τα τρία του παιδιά. Ξεκινούσα εγώ, ξεκινούσε κι αυτός. Σταματούσα εγώ, σταματούσε κι αυτός. Στην Κόρινθο ανταλλάξαμε χαμόγελα, στον Ισθμό δώσαμε «τσιπς» στα τέρατα που κάθονταν στο πίσω κάθισμα, στους Αγίους Θεοδώρους μάς είπαν πού μένουν και στην Κακιά Σκάλα οι γυναίκες μας έπαιξαν μπιρίμπα (μαζί με κυρίες από τα άλλα «γιωταχί» της ουράς).
Τελικά φθάσαμε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα έχοντας καταναλώσει 60 λίτρα βενζίνης για 100 χιλιόμετρα διαδρομής και έτσι συμβάλει στο γενικότερο διαολόστελμα της σύνθεσης της ατμόσφαιρας.
Για το άλλο, όπου κάτι αντράκια που γνωρίσαμε στο «γραφικό» νησί πυροβόλησαν (χωρίς να το θέλουν) τις γυναίκες της παρέας, σας έχω πει. Οι εν λόγω είχαν φέρει μαζί τους και τα δίκαννα, τα οποία δίκαννα «δοκίμαζαν» (γεμάτα) στην ταβέρνα όπου καθήσαμε να φάμε τα «νηστίσιμά» μας. Κάποια στιγμή το ένα (αντράκι) πάτησε τη σκανδάλη και τα σκάγια που προορίζονταν για την Ανάσταση χτύπησαν στο έδαφος και εξοστρακίστηκαν προς τα επάνω, οπότε και καταλαβαίνετε πού τραυμάτισαν (ευτυχώς ελαφρά) τις κυρίες της παρέας. Ο νεαρός γιατρός που εφημέρευε στο Κοινοτικό Ιατρείο δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε σε ποια σημεία είχαν εισχωρήσει τα σκάγια και η μόνη συμβουλή που έδωσε ήταν αποχή από το… σεξ για μία εβδομάδα.
Ενα άλλο, που πέρασα σε κοσμικό νησί όπου πήγα με σκάφος φίλου, ήταν και το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα γιατί είχα την ευκαιρία, εκτός από την Ανάσταση, να δω και τη ναυτοσύνη των θαλασσόλυκων που διασχίζουν το Στενό του Διαβόλου στα Τσελεβίνια. Σας μιλάω για αληθινές μάχες με τα στοιχειά της φύσης, καθώς άνεμοι τριών και τεσσάρων μποφόρ χτυπούν μανιασμένα τα Σερέτι και τα Φερέτι που μάταια προσπαθούν να διασχίσουν τη Θάλασσα του Μπάρενς και να φτάσουν στο νησί.
Παρασύρθηκα όμως και, όπως το 99,9% των συναδέλφων, έγραψα κι εγώ ένα «κομμάτι» με τις εμπειρίες από τα Πάσχα που πέρασα.