Αχ, καημένε παππού… Ολο και περισσότερο θυμάμαι τις παροιμίες και τα γνωμικά ή τα σχόλια που έκανες όταν τα πράγματα δυσκόλευαν ή γίνονταν γελοία. Θυμήθηκα εκείνο το ανεπανάληπτο που έλεγες κάθε φορά που κάποιος υπερέβαλλε εαυτόν για να δείξει ότι συνέλαβε το υπονοούμενο: «Είπανε της γριάς να χ… κι αυτή ξεκ…ε».
Πότε; Μα με την αντίδραση των αρχών στις καταγγελίες των «παραθύρων» των καναλιών για τα ατυχήματα που γίνονται από μεθυσμένους οδηγούς. Και ενώ κάθε μέτρο που λαμβάνεται για την πάταξη αυτής της πέρα για πέρα αντικοινωνικής και εγκληματικής πράξης είναι απόλυτα δικαιολογημένο, ο τρόπος που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα θύμισε, για μία ακόμη φορά, το θυμοσοφικό γνωμικό σου. «Είπανε της γριάς να…» και αυτή, εκτός από το να απαγγείλει κατηγορία και να τιμωρήσει τους οδηγούς, αποφάσισε να… κατάσχει και τα αυτοκίνητά τους! Μάταια είπα σε ένα «παράθυρο» (όταν ζητήθηκε η γνώμη μου) πως «ναι» στα μέτρα, αλλά όχι στις υπερβολές και στο κυνήγι των μαγισσών. Κανένας δεν φάνηκε να δίνει σημασία, μια και οι αρχές έσπευσαν να ικανοποιήσουν πρώτα τα «παράθυρα» και μετά τον κοινό νου. Ετσι, την επομένη δύο πραγματικά ηλιθίων θανατηφόρων ατυχημάτων, στα οποία είχαν εμπλακεί οδηγοί που οδηγούσαν υπό την επήρεια του οινοπνεύματος, άκουσα ότι τα οχήματά τους κατασχέθηκαν από την αστυνομία. Η ενέργεια αυτή θέτει μια σειρά ερωτήματα που με την άδειά σου θα ήθελα να θέσω, αξέχαστε παππού.
Πρώτον: Πώς είναι δυνατόν να τιμωρούμε το αυτοκίνητο για τις πράξεις του οδηγού; Το μέτρο θύμισε άλλες, παλιότερες «γριές», όπου ξήλωναν τις πινακίδες των αυτοκινήτων επειδή οι οδηγοί στάθμευαν παράνομα, έσβηναν τις φωτεινές επιγραφές για να αντιμετωπίσουν την… πετρελαϊκή «κρίση»!
Δεύτερον: Γιατί πρέπει να «πληρώσει» τη δική μου παράβαση το αυτοκίνητο του φίλου μου του Τάκη; Το άτομο μου το εμπιστεύθηκε για να πάω παραλία, εγώ έγινα «λιάδα» στο πιοτό, η Τροχαία με έπιασε, αλλά κατασχέθηκε το… δικό του «γιωταχί».
Τρίτον: Πού φυλάσσεται το «γιωταχί» ώσπου να αποφασίσει το δικαστήριο για την τύχη του; Ποιος είναι υπεύθυνος αν από το «τουότα», το «μπεμβέ» ή το «ρεϊτζρόβερ» μου κλέψουν χρυσό ρόλεξ ή καλάσνικοφ; Και, ακόμη χειρότερα, τι θα πω στον φίλο μου τον Τάκη αν από τη «μερσεντέ» που μου δάνεισε για να «πάω πλατεία» εξαφανισθούν τα ζαντολάστιχα;
Εχει κανείς σκεφθεί τις επιπτώσεις που γεγονότα σαν αυτά θα έχουν στον ψυχισμό των ιδιοκτητών; Δεν μας φθάνει το ότι είμαστε πρώτοι στον κόσμο σε κατανάλωση ουίσκι και τσιγάρων, πρέπει να γίνουμε πρώτοι και στην κατανάλωση αγχολυτικών σκευασμάτων;
Τέταρτον: Εστω ότι γίνεται η δίκη και ο δικαστής αποφασίζει τη δήμευση του «γιωταχί» μου και τη μεταφορά του στον ΟΔΔΥ για να πουληθεί με «δημοπρασία». Αν κάποιος πολίτης καταφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και καταφέρει να ακυρώσει την απόφαση, πώς θα πάρει πίσω το «γιωταχί» του από αυτόν που το αγόρασε;
Πέμπτον (και σημαντικότερο): Επιτρέπει το Σύνταγμα την προληπτική κατάσχεση της περιουσίας; Και αν την επιτρέπει γιατί, εκτός από τα οχήματα των μεθυσμένων οδηγών, δεν κατάσχονται και τα διαμερίσματα των κλεπτών, οι μονοκατοικίες των δολοφόνων, τα νεσεσέρ των ιερόδουλων και τα μανικετόκουμπα των βουλευτών που υπερέβησαν τις (προεκλογικές) δαπάνες; Ολα τα προηγούμενα είναι ερωτήματα του Κοινού Νου, που έθετε ο παππούς (και τώρα ο εγγονός) στη «γριά» χωρίς όμως να παίρνει απάντηση.
Εκτον: Αν όντως η αστυνομία δύναται να αφαιρέσει (και το δικαστήριο να κατάσχει) την περιουσία κάποιου που οδηγούσε υπό την επήρεια του οινοπνεύματος, τότε, λογικά, το Λιμενικό πρέπει να κατάσχει όλα τα σαραντάρια, πενηντάρια, εξηντάρια, ογδοντάρια και εκατοπενηντάρια που διαπλέουν τη Θάλασσα του Μπάρενς μεταξύ Πέρδικας, Τσελεβινίων, Δοκού, Υδρας και Σπετσών, μια και δεν υπάρχει καπετάνιος (του γλυκού νερού) που να μην «οδηγεί» το σκάφος του «τύφλα» στο μεθύσι. Το ότι δεν έχει πνιγεί ακόμη κόσμος από την οινοποσία δεν είναι και 100% σίγουρο.
Εβδομον: Ο υπογράφων, ταπεινός υπηρέτης της σέκτας του Κοινού Νου, από το 1960 «φωνάζει» για τα ατυχήματα που προξενούν όχι μόνο οι ασυνείδητοι που πίνουν και οδηγούν, αλλά κάθε λογής «μπούρτζος» που «αγαπάει» ή «πονάει» (και οδηγεί) και κάθε ημιπαράφρων που καπνίζει «φούντα», καταπίνει υπνοστεντόν, σνιφάρει κόκα ή σουτάρει ηρωίνη (και επίσης «οδηγεί»). Κανένας όμως δεν του δίνει σημασία ή μάλλον του δίνει για να τον χαρακτηρίσει «γραφικό» επειδή «ασχολείται με τα αυτοκίνητα». Και έρχεται μια στιγμή όπου κάποιος μεθυσμένος και απρόσεκτος οδηγός «πατάει» έναν επίσης μεθυσμένο και απρόσεκτο πεζό και την υπόθεση αναλαμβάνουν τα «οχτώμισι» και γίνεται το «έλα να δεις».
Οπως και στην περίπτωση των διεθνών αγώνων στίβου, όπου μέσα σε λίγα 24ωρα τα πρανή και οι νησίδες της Λ. Βουλιαγμένης απηλλάγησαν από τις «κοκακόλες», τα σακουλάκια από «γαριδάκια» και τα κουφάρια των νεκρών ζώων, έτσι και με την οδήγηση υπό την επήρεια του οινοπνεύματος η γριά της ιστορίας μας (και του μακαρίτη του παππού) ξε…θηκε για να αποδείξει ότι συνέλαβε το υπονοούμενο. Τις ημέρες μετά τα θανατηφόρα η «παραλιακή» έμοιαζε με άγρια Δύση, με «Ινδιάνους» να στήνουν ενέδρες στους αποίκους.
Τελειώνοντας πρέπει να σας πω ότι το πόνημα αυτό γράφτηκε τη Δευτέρα και, με εξαίρεση το μέτρο της κατάσχεσης (που είναι πέρα για πέρα αντισυνταγματικό), ελπίζω να μη δικαιωθεί ο παππούς που συχνά έλεγε: «Στην Ελλάδα κάθε θαύμα κρατάει μέρες τρεις».