Επρεπε να δω δημοσιευμένα τα όσα είπα για τα παλιά Ράλι Ακρόπολις (στο «Βήμα», την περασμένη Κυριακή στη συνάδελφο Μαρίλη Μαργωμένου) για να καταλάβω ότι έφθασε ώρα για τα… ΚΑΠΗ! Πού της ήλθε της ευλογημένης να μας ανασύρει από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να μας ρωτήσει πώς ήταν τα παλιά «Ακρόπολις». Διαβάζοντας τις απαντήσεις των Πεσματζόγλου, Ραπτόπουλου, Βουρδουμπάκη, Γιωργίτση και Μοσχού αισθάνθηκα τη νοσταλγία να με πλημμυρίζει, μια και ως νέος είχα λάβει μέρος (ως συνοδηγός διότι δεν διέθετα τα απαιτούμενα χρήματα) σε τέσσερα «Ακρόπολις» και είχα τερματίσει σε δύο (στη 12η και 13η θέση). Αντί λοιπόν να περιγράψω τον αγώνα που τελείωσε την Τρίτη και που κέρδισαν οι Σάινθ – Μόγια με Εσκορτ WRC , θα ήθελα να σας πω ότι ένας ικανός αριθμός νέων της δεκαετίας του ’60 έπαιρνε μέρος στο «Ακρόπολις» αλλά και σε όλους τους αγώνες αυτοκινήτων που γίνονταν εκείνα τα χρόνια (ράλι, αγώνες ταχύτητας και αναβάσεις).
Πρώτα απ’ όλα (και χωρίς η νοσταλγία να επηρεάζει την κρίση μου) οφείλω να σας πω ότι οι αγώνες αυτοκινήτου εκείνης της εποχής καμία σχέση δεν έχουν με αυτούς της δεκαετίας του ’90 και αυτό γιατί, πέρα από τα αυτοκίνητα, το ενδιαφέρον του κοινού ήταν τότε διαφορετικό.
Ο λόγος ήταν απλός: τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και οι αγώνες ήταν κάτι καινούργιο για τους Ελληνες. Η συντριπτική πλειονότητα έβλεπε για πρώτη φορά αυτοκίνητα σαν τις Λότους Κορτίνα, τις Λάντσια Ακα Εφε, τα Ρενό Γκορντίνι και Αλπίν, αλλά και τις BMW 2002, τις Πόρσε 911, τα DKW F12 και τα NSU ΤΤ και TTS και, γενικά, όλα όσα διάθεταν τις βάσεις για να μετατραπούν σε επιτυχημένα «αγωνιστικά». Οι αγώνες αυτοκινήτου ήταν κάτι το νέο και συναρπαστικό που έκλεβε τις καρδιές των νέων και προκαλούσε το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων. Οι παλιότεροι θα θυμούνται (με νοσταλγία;) την ανάβαση της «μεγάλης» Πάρνηθας, την παλιά Ριτσώνα έξω από τη Χαλκίδα και τον Φιλέρημο στη Ρόδο. Και λέω «με νοσταλγία» γιατί καμία νύχτα, σε κανένα σύγχρονο αγώνα, δεν θυμίζει τις νύχτες πριν από την ανάβαση Πάρνηθας, όπου οι οδηγοί έκαναν δοκιμές και οι φίλοι του σπορ ξενυχτούσαν σχολιάζοντας τα δρώμενα.
Οι «πυροβολημένοι»
Κανένας σύγχρονος αγώνας (στην Ελλάδα) δεν μοιάζει με τους αγώνες ταχύτητας στη Ρόδο και στην Κέρκυρα, διοργανώσεις που έπεσαν θύματα της ανικανότητας των «αρχόντων» τού σπορ να πείσουν τις κυβερνήσεις για την αναγκαιότητα των αγώνων, της πολιτικής και, κυρίως, της κομματικής μιζέριας (οι αγώνες είναι σπορ των… πλουσίων) και των περίπου υστερικών κραυγών των οικολογούντων που διαμαρτύρονταν για τον θόρυβο των αγωνιστικών αυτοκινήτων και για τη διακοπή της… κυκλοφορίας!
Διακόσια εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούν κάθε χρόνο το Γκραν Πρι που γίνεται στους δρόμους του Πριγκιπάτου του Μονακό και άλλα τόσα θα μπορούσαν (αν τα κόμπλεξ δεν έσπαγαν παγκόσμια ρεκόρ) να παρακολουθούν τους αγώνες ταχύτητας στην Κέρκυρα και στη Ρόδο.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν τα «Ακρόπολις» γιατί το θέαμα ήταν νέο, δυνατό, πρωτότυπο και, αν θέλετε, διδακτικό. Οι «σελίδες αυτοκινήτου» των εφημερίδων ήταν γεμάτες με τεχνικά άρθρα, ειδήσεις και σχόλια και ήταν τότε που τα πρώτα εξειδικευμένα περιοδικά για το αυτοκίνητο έκαναν την εμφάνισή τους (Νέο Αυτοκίνητο, ΙΧ Αυτοκίνητο, Auto Express, 4ΤΡΟΧΟΙ κλπ.).
Οπως ήταν φυσικό, οι «πυροβολημένοι», οι νέοι που ενδιαφέρονταν για την τεχνολογία και διέθεταν και τις απαραίτητες ικανότητες, κίνησαν γη και ουρανό για να λάβουν μέρος σε ένα από τα τρία Πρωταθλήματα (Ράλι, Ταχύτητος και Αναβάσεων) ή, αν είχαν χρήματα ή… θράσος, και στα τρία.
Οντας ακόμη ένας απ’ αυτούς (πυροβολημένος, αλλά όχι πια νέος!) και χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα (πρέπει να βλέπω τα πράγματα από μέσα κπλ., κλπ.) ξεκίνησα την «αγωνιστική» μου καριέρα σαν οδηγός και συνοδηγός σε αναβάσεις, αγώνες ταχύτητας και ράλι. Σαν οδηγός δεν «έλεγα» και πολλά πράγματα. Κέρδισα μερικές κλάσεις και μια τρίτη γενικής σε ένα τρίωρο Τατόι, αλλά τις πιο πολλές φορές… εγκατέλειπα από σαχλεπίσαχλες βλάβες που προέρχονταν από την έλλειψη σοβαρής προετοιμασίας του αυτοκίνητου! Σαν συνοδηγός έχανα εύκολα τον… δρόμο. Μη έχοντας καιρό για δοκιμές δανειζόμουν τις σημειώσεις κάποιου άλλου και, μία δύο φορές έχασα τον οδηγό μου τόσο πολύ ώστε παραλίγο να φτάσουμε στην… Αλβανία.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω το χάσιμο σ’ ένα Εαρινό Ράλι που μας οδήγησε, με πολλά χιλιόμετρα πρέπει να πω, μέσα σε μια σήραγγα (του Μόρνου;) όπου εργάζονταν καμιά τριανταριά άνθρωποι. Ακόμη θυμάμαι την έκφραση στα πρόσωπά τους καθώς έτρεχαν να γλιτώσουν από το αφηνιασμένο NSU ΤΤ!
Τι απόμεινε απ’ αυτά τα 17 χρόνια της εμπλοκής με τους αγώνες; Δεκάδες σκόρπιες εικόνες από επαρχιακές πόλεις που περνούσαμε νύχτα, με τους ανθρώπους στα πεζοδρόμια να χειροκροτούν, άλλες από χωριά όπου ξαφνικά οι κεντρικές πλατείες τους γέμιζαν από αγωνιστικά αυτοκίνητα που είχαν χάσει τον δρόμο, αλλά και ήχους από την αντήχηση των ελεύθερων (τότε) εξατμίσεων στους τοίχους των σπιτιών, στα τοιχώματα των σηράγγων και στους βράχους διαδρομών όπως η αξέχαστη Σπάρτη – Καλαμάτα.
Η γοητεία του τερματισμού
Οση ικανότητα (συγγραφική) και αν διαθέτει κανείς είναι αδύνατο να περιγράψει σε μια στήλη σαν αυτή εδώ τα χρώματα και τις εικόνες που έβλεπε στις ορεινές διαδρομές της Ελλάδας του ’60, όπως είναι δύσκολο να περιγράψει τα δάση της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τους χαμηλούς λόφους γύρω από το Κιλκίς και την Αξιούπολη, τις στροφές της σχεδόν ονειρικής (για έναν πραγματικό οδηγό) διαδρομής του γύρου του Πηλίου.
Και αν προσπαθήσει να περιγράψει την ατμόσφαιρα στη Ρόδο και στην Κέρκυρα, ε, εκεί είναι που θα αποτύχει παταγωδώς.
Γιατί ποιος από τους σημερινούς θαμώνες των «ελληνικάδικων» μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να τερματίζεις έναν αγώνα ταχύτητας με μοτοσικλέτα με σπασμένο το ένα πόδι (Νίκος Γκουντούφας) ή να κυνηγάς τον Γιώργο Μοσχού στη βροχή και δίπλα σου να τρέχουν τα πεζοδρόμια ή τα μεσαιωνικά τείχη των ιστορικών νησιών.
Πάει και καιρός που έχω να τρέξω σε αγώνα (πάνω από 2 χρόνια) και αυτός που έτρεξα (στην Τρίπολη) δεν ήταν και πολύ… σοβαρός. Ποτέ όμως όσο ζω δεν θα σταματήσω να ευχαριστώ τον Θεό (ακόμη και τον μαθητευόμενο στο «Σολάρις» του Στανισλάβ Λεμ) για την ευκαιρία που μου έδωσε να τρέξω σε αγώνες αυτοκινήτου. Γι’ αυτό, αν είσαστε νέος και το «λέει η περδικούλα» σας και έχετε και πέντε δεκάρες για να ετοιμάσετε ακόμη και ένα μικρό αυτοκινητάκι σαν το Φίατ Τσινκουετσέντο, μη διστάσετε ούτε στιγμή.
Μπορεί οι αγώνες να είναι πλέον υπόθεση των εργοστασίων, αλλά εκεί προς το τέλος της λίστας των συμμετοχών υπάρχει πάντα χώρος για να κάνετε τις δικές σας Ειδικές Διαδρομές.
Το μόνο λοιπόν που εύχομαι είναι να μπορέσω να βρω τον χρόνο και τη διάθεση και να κάνω μερικούς αγώνες προτού είναι πολύ αργά ακόμη και για να μου πάρει συνέντευξη η συνάδελφος που υπέγραφε το ρεπορτάζ του «Βήματος».