Η υπεύθυνος «επικοινωνίας» της εταιρείας που κατασκεύαζε το συναρμολογούμενο παρουσίαζε στα «ματσούκια» των «οκτώμισι» τα προτερήματα του παιχνιδιού. «Το παιδί», έλεγε, «μπορεί να εξασκήσει τη φαντασία και την εφευρετικότητά του και να φτιάξει μόνο του από ένα αεροπλανοφόρο μέχρι ένα τάνκερ… Το μόνο που χρειάζεται είναι τα κομμάτια και τα απλά εργαλεία που υπάρχουν στη συσκευασία». Τα μεκανό ξανάρχονται, ψιθύρισα και με αυτή τη μηχανή που ο καθένας από μας κρύβει μέσα του (αλλά ξεχνάει να την χρησιμοποιήσει) έκανα το ταξίδι στον χρόνο και βρέθηκα, πού αλλού, στην τραπεζαρία ενός σπιτιού της δεκαετίας του ’40. Καθισμένοι στο χαλί τέσσερις πιτσιρικάδες, όλοι κουρεμένοι «με την ψιλή» έβγαζαν μέσα από τις παλιές εφημερίδες τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους. Ενα ξύλινο αλογάκι με ρόδες, ένα σκάκι, ένα «ραδιόφωνο» με γαληνίτη και ένα μεκανό. Οι μεγάλοι είπαν πως το είχε φέρει ο θείος από το εξωτερικό, και ήταν ίσως το μοναδικό στην Αθήνα.
Το μεκανό ήταν εκείνο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση αφού, με μια σειρά από μικρά, γεμάτα εξάγωνες τρύπες σιδεράκια, με βίδες και παξιμάδια και δύο ειδικά κλειδιά μπορούσες να φτιάξεις ό,τι σου έκανε κέφι: αεροπλάνα, πλοία, φορτηγά, πολιορκητικούς πύργους ακόμη και γερανούς που σήκωναν μικρά βάρη. Ο θείος που το έφερε είπε ότι στο επόμενο ταξίδι (ήταν αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού) θα έφερνε και άλλα εξαρτήματα ώστε οι τέσσερις να μπορέσουν να φτιάξουν αληθινά κάστρα μέσα στα οποία θα χωρούσαν άνετα τα αλογάκια με τις τέσσερις ρόδες ακόμη και η κεραία λήψεως του ραδιοφωνικού «σταθμού».
Να όμως που κανένας δεν περίμενε το επόμενο ταξίδι. Την άλλη μέρα οι τέσσερις πιτσιρικάδες πήραν τους δρόμους και μάζεψαν ό,τι σκουριασμένο μέταλλο βρήκαν. Μετά μια βόλτα στα μαγαζιά, που πουλούσαν μεταχειρισμένα ανταλλακτικά στην αρχή της Συγγρού, εξασφάλισε ικανή ποσότητα από βίδες και παξιμάδια. Το μόνο πρόβλημα ήταν οι… τρύπες! Παρά τις προσπάθειες δεν κατέστη δυνατόν να βρουν τρόπο να κόψουν τις λαμαρίνες σε λαμάκια και να κάνουν και τις απαραίτητες τρύπες.
«Καλημέρα σας, κύριε Γιώργο» είπε ο Μιχάλης, ο πιο γαλίφης απ’ όλους. «Μήπως μπορείτε να μας τρυπήσετε αυτά τα λαμάκια;». Τα ‘χασε ο άνθρωπος που είχε το μηχανουργείο στην οδό Νέζερ, δίπλα στο 2ο Δημοτικό.
Τι θα τα κάνετε τόσα λαμάκια ρώτησε.
Μεκανό απάντησε ο Μιχάλης.
Α, κατάλαβα είπε ο κύριος Γιώργος.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1948 στην τραπεζαρία εκτός από το τροχήλατο αλογάκι, το σκάκι και το ραδιόφωνο με τον γαληνίτη, η συμμορία των τεσσάρων σήκωσε το δικό της «μεκανό». Ενα κακάσχημο κατασκεύασμα που θύμιζε αβάν γκαρντ γλυπτική της δεκαετίας του ’60 (τα άλματα στον χρόνο επιτρέπονται στους χρήστες της μηχανής που ανάφερα πριν) και που μόλις αντίκρισε η μητέρα παραλίγο να πάθει καρδιακό.
Τι είναι αυτό;
Μεκανό.
Και τι κάνει;
Σηκώνει βάρη. Είναι γερανός.
Στο τραπέζι οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά και από το «εργοτάξιο» που είχαν στήσει στη γωνιά του δωματίου οι τέσσερις «μηχανικοί» έβλεπαν μόνο πλάτες και πόδια (από ανθρώπους και καρέκλες), αλλά ήταν ευτυχισμένοι. Λίγο η μυρουδιά από το καινούργιο κουτί του μεκανό, λίγο εκείνη της σκουριάς και των καμένων λαδιών από τα δεκάδες λαμάκια, τις βίδες και τα παξιμάδια που είχαν μαζέψει από τα μεταχειρισμένα και οι πιτσιρικάδες της ιστορίας μας ένιωθαν «βασιλιάδες». Ο «γερανός» που κατασκεύασαν με τα παλιοσίδερα είχε τόση επιτυχία στον παιδικό πληθυσμό των συνοικιών Νέου Κόσμου, Λεύκας και Μετς ώστε τους επόμενους μήνες πήραν πολλές «παραγγελίες» από άλλους πιτσιρικάδες που είχαν δει το… θαύμα! Η πληρωμή γινόταν πάντα σε είδος, δηλαδή ένα «αυτοκίνητο» μεκανό για δέκα «μακαρόνια» πυρίτιδας (από τις οβίδες που βρίσκαμε παντού), ένας «γερανός» για πενήντα δράμια ασετιλίνη, ένα «πλοίο» για πέντε «καραγκιόζηδες» κ.ο.κ.
Τα χρόνια πέρασαν και τη δεκαετία του ’50 οι κατασκευές έγιναν ποιο «σοφιστικέ». Η οδός Αναπαύσεως μπροστά στο Α’ Νεκροταφείο, για παράδειγμα, στέναζε από τα στριγκλίσματα των πατινιών που κατέβαιναν, με μεγάλη ταχύτητα πρέπει να προσθέσω, προς τη γέφυρα της Αγίας Φωτεινής (κάνοντας τους οδηγούς των τζιπ και των ντοτζ να χάνουν μερικά χρόνια απ’ τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τους εποχούμενους πιτσιρικάδες, οι οποίοι πιτσιρικάδες, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις (η μία ήταν ο… υπογράφων) κατάφεραν να περάσουν κάτω από ένα φορτηγό ενώ αυτό βρισκόταν… εν κινήσει! Κάθε χρόνο λοιπόν τέτοια εποχή θεωρώ υποχρέωσή μου να τιμήσω τα παιχνίδια των Χριστουγέννων που πέρασαν και αυτό γιατί η θύμηση και η «ψυχή» τους με συνοδεύει μέχρι σήμερα. Μεγάλο κατόρθωμα, αν μάλιστα σκεφθούμε ότι εκείνα τα παιχνίδια ποτέ δεν «επικοινωνήθηκαν» από τα «οκτώμισι».